Ι.
Συμβαίνει αρκετές φορές στην πράξη, οι υπαίτιοι διακίνησης ναρκωτικών ουσιών να είναι οι ίδιοι πρόσωπα βαρέως εξαρτημένα από τα ναρκωτικά, που αδυνατούν να αποβάλουν την έξη της χρήσης τους με τις δικές τους δυνάμεις. Για τους τοξικομανείς αυτούς δράστες ο Νομοθέτης του Νόμου περί Ναρκωτικών έχει προβλέψει ευμενέστερη μεταχείριση, που αποτυπώνεται ιδίως (πέραν σειράς διατάξεων για την ειδική μεταχείρισή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, από την προδικασία μέχρι το στάδιο έκτισης της ποινής) στα ευνοϊκότερα πλαίσια ποινών που προβλέπονται στα άρθρα 21 § 1α΄ και 30 § 4 του ν. 4139/2013. Σύμφωνα με την διαβάθμιση της τελευταίας αυτής διάταξης:
- O εξαρτημένος υπαίτιος της βασικής μορφής διακίνησης ναρκωτικών (άρθρο 20 ν. 4139/2013) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αντί της κάθειρξης τουλάχιστον οκτώ ετών και της χρηματικής ποινής μέχρι 300.000 ευρώ που προβλέπονται για τους μη εξαρτημένους δράστες. Μάλιστα, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 30, ο κατά νόμο ποινικός χαρακτήρας της πράξης ορίζεται ρητά ως πλημμεληματικός (επιλύοντας την σχετική θεωρητική αντιπαράθεση, που είχε οδηγήσει παλαιότερα την νομολογία σε αντίθετο συμπέρασμα)[1].
- Ο εξαρτημένος που τελεί προνομιούχο μορφή διακίνησης ναρκωτικών, διαθέτοντάς τα χωρίς κέρδος σε οικείους του, με σκοπό να καλύψει τις άμεσες ανάγκες χρήσης τους (άρθρο 21 παρ. 1β΄ ν. 4139/2013), ή σε τρίτους για δική τους αποκλειστική χρήση (άρθρο 21 παρ. 2 ν. 4139/2013), τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος, αντί ποινής φυλάκισης μέχρι τρία έτη, και
- Ο εξαρτημένος δράστης των διακεκριμένων περιπτώσεων του άρθρου 22 του ν. 4139/2013 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, αντί της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών και της χρηματικής ποινής από 50.000 μέχρι 500.000 ευρώ που προβλέπονται για τους μη εξαρτημένους διακινητές.
Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζεται σαφώς από τον Νομοθέτη, όπως επισημαίνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, ότι «το στοιχείο της εξάρτησης του κατηγορουμένου αποτελεί κατ’ ουσίαν λόγο άρσης ή μείωσης του καταλογισμού του δράστη, που πρέπει να οδηγεί είτε σε απαλλαγή είτε σε μείωση ποινής».
ΙΙ.
Ωστόσο, στην – διαβαθμισμένη κατά τα ανωτέρω, ανάλογα με την βαρύτητα της πράξης – αναγνώριση της επίδρασης της εξάρτησης από τα ναρκωτικά στον καταλογισμό του «μη δυνάμενου» δράστη υπάρχει μια σοβαρή παραφωνία: Οι ποινές που επαπειλούνται για τις ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις του άρθρου 23 του ν. 4139/2013. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 της ενλόγω διάταξης, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, καθώς και χρηματική ποινή από 50.000 μέχρι 600.000 ευρώ, όταν α) η πράξη της διακίνησης αφορά ναρκωτικά που μπορούν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη και πράγματι προκάλεσαν βαριά σωματική βλάβη ή θάνατο σε τρίτον ή επικίνδυνη σωματική βλάβη στην υγεία πολλών ατόμων, ή β) «ο υπαίτιος είναι ενήλικος και τελεί τις ως άνω πράξεις κατ’ επάγγελμα με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών από ανήλικο ή μεταχειρίζεται με οποιονδήποτε τρόπο ανήλικο πρόσωπο κατά την τέλεση των πράξεων αυτών». Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με το άρθρο 23 § 2 ν. 4139/2013, επιβάλλεται ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή από 50.000 μέχρις 1.000.000 ευρώ όταν ο δράστης α) «κατ’ επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ’ επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, β) όταν μετέρχεται κατά την τέλεση των πράξεων αυτών ή προς τον σκοπό της διαφυγής του τη χρήση όπλων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2168/1993».
Η διάταξη αυτή αξιώνει εφαρμογή ακόμα και όταν ο δράστης είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών, ανεξαρτήτως του βαθμού της ψυχικής και σωματικής εξάρτησής του, του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο αυτός είναι εξαρτημένος, της πιθανής αδυναμίας του να αποβάλει την έξη της χρήσης ναρκωτικών με τις δικές του δυνάμεις, της ανάγκης του να καταβάλλει μεγάλα χρηματικά ποσά για να αγοράζει ναρκωτικές ουσίες προς ικανοποίηση της έξης του, και της έλλειψης διεξόδου, ώστε να κερδίζει ταυτόχρονα τα αναγκαία για τον βιοπορισμό του χρήματα. Και ναι μεν σε σχέση με τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 23 δίνεται η δυνατότητα στο δικαστήριο που κρίνει την υπόθεση, να επιβάλει πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αντί ισόβιας κάθειρξης·[2] στις περιπτώσεις όμως της παραγράφου 2 – μέχρι την θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, που, όπως θα δούμε παρακάτω, άλλαξε τα δεδομένα – καμιά τέτοια δυνατότητα δεν παραχωρείτο. Η ποινή της ισόβιας κάθειρξης εφαρμοζόταν κατ’ αποκλειστικότητα, ακόμα και όταν ο υπαίτιος της διακίνησης ναρκωτικών ήταν ένας ψυχοσωματικά και κοινωνικοοικονομικά εξουθενωμένος, άρρωστος άνθρωπος, που είχε ανάγκη όχι εξοντωτικής τιμώρησης με ισόβια κάθειρξη, αλλά ηπιότερης μεν ποινικής μεταχείρισης, επιπλέον δε ειδικής θεραπευτικής αγωγής, όπως ακριβώς προβλέπει και το άρθρο 30 § 1 του ν. 4139/2013.
Για τους δράστες που συνέβαινε να είναι «μη δυνάμενοι τοξικομανείς» δεν απέμενε, έτσι, παρά μόνο η κατ’ άρθρο 35 § 5 του ιδίου νόμου γενική δυνατότητα υφ’ όρον απόλυσης του οποιουδήποτε (και μη τοξικομανούς) καταδικασμένου σε ισόβια κάθειρξη για έγκλημα του άρθρου 23, εφόσον είχε εκτίσει …τουλάχιστον 25 έτη εκ των οποίων τα 20 στο κατάστημα κράτησης. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με το άρθρο 10 § 7 του ν. 4322/2015, το οποίο ήρε ορθώς τις διαφοροποιήσεις στην αντιμετώπιση των καταδικασθέντων σε ισόβια κάθειρξη για πράξεις του ν. 4139/2013 έναντι άλλων περιπτώσεων κρατουμένων στους οποίους είχε επιβληθεί η ίδια ποινή. Εφεξής ίσχυε επομένως και γι’ αυτούς (τοξικομανείς και μη) το άρθρο 105 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο η υφ’ όρον απόλυσή τους ήταν δυνατή εφόσον είχαν εκτίσει τουλάχιστον 19 έτη, εκ των οποίων 15 «πραγματικά» εντός του σωφρονιστικού καταστήματος.[3]
ΙΙΙ.
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4139/2013, «η αποκλειστικώς προβλεπόμενη για τις περιπτώσεις αυτές (του άρθρου 23 § 2) ποινή της ισόβιας κάθειρξης έγκειται ακριβώς στα στοιχεία της ιδιαίτερης επικινδυνότητας που ενσωματώνουν οι υπαλλακτικά προβλεπόμενες τυποποιήσεις της κατ’ επάγγελμα τέλεσης με αυξημένο οικονομικό όφελος και της χρήσης όπλων με σκοπό τη διαφυγή, η οποία τελευταία αυτή πράξη ενέχει και το στοιχείο της προσβολής της δημόσιας τάξης. Είναι προφανές δηλαδή ότι οι εν λόγω πράξεις έχουν την μέγιστη κοινωνική απαξία και γι’ αυτό απαιτούν την συγκεκριμένη ποινική κύρωση.» Ειδικά δε η απόφαση να μη συμπεριληφθεί στο άρθρο 30 § 4 πρόβλεψη για μειωμένο πλαίσιο ποινής στους εξαρτημένους δράστες που τελούν πράξεις του άρθρου 23, αιτιολογήθηκε με μια γενική και ενπολλοίς άστοχη παραπομπή στα κριτήρια που έχουν να κάνουν με τη διάγνωση της εξάρτησης και στις «αυξημένες προϋποθέσεις για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων διακίνησης».[4]
Όμως, με την ρύθμιση αυτήν, που στην ουσία αγνοεί την τοξικομανία του δράστη, μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία οφείλει, εντούτοις, «να σέβεται» ο νομοθέτης κατά το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος. Αλλά και πέραν αυτού, είναι σύνηθες στην πράξη η χρόνια χρήση σκληρών ναρκωτικών (λ.χ. ηρωϊνομανία) από την οποία μπορεί να πάσχει ένας δράστης, να τον έχει ολοκληρωτικά εξουθενώσει και καταντήσει έρμαιο των δραστηριοποιουμένων στην περιοχή του εμπορίου ναρκωτικών ουσιών αληθινών (και κατά υψηλό ποσοστό αλλοεθνών) κακοποιών. Το δεδομένο αυτό οφείλει να ασκεί ενγένει ουσιώδη επιρροή καθόσον αφορά στην κατάφαση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 23 του ν. 4139/2013. Η επιβολή ποινής ισόβιας κάθειρξης σε «μη δυνάμενο» τοξικομανή, υπό τους όρους, υποτίθεται, της συγκεκριμένης διάταξης και ειδικά της (συνηθέστερα απαντώμενης στην πράξη) παραγράφου 2 α) αυτής, θα πρέπει να είναι εντελώς περιορισμένη μέχρι αδιανόητη, όπως προκύπτει από μια προσεκτικότερη θεώρηση των προϋποθέσεων εφαρμογής της.
α) Καταρχάς, στερείται σοβαρότητας η παραδοχή ότι ένας «μη δυνάμενος» τοξικομανής – στην πλειονότητα των περιπτώσεων εξαθλιωμένος, άνεργος, πένητας και αποβλέπων μόνο στην εξασφάλιση της δόσης του ή και στην απαλλαγή του από τα ενδεχομένως συσσωρευμένα χρέη του – θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο κατ’ επάγγελμα «χρηματοδότη» μιας ευρείας έκτασης επιχείρησης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, και να υπαχθεί έτσι στην πρώτη περίπτωση της παραγράφου 2 α) του άρθρου 23. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη (β΄ έκδοση 2005) «χρηματοδότης» είναι το «φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εξασφαλίζει τα οικονομικά μέσα για να κινηθεί επιχείρηση ή να πραγματοποιηθεί έργο» (όπως συχνά λέγεται, «αναζητείται χρηματοδότης για την υλοποίηση του τάδε έργου»). Χαρακτηριστικό του «χρηματοδότη» είναι η μεγάλη οικονομική του δύναμη που εξασφαλίζει την πραγμάτωση του δαπανηρού έργου που κάθε φορά αναλαμβάνει. Το ότι ένας κατά τα ανωτέρω ναρκομανής διακινητής θα μπορούσε να …«χρηματοδοτεί» πολυέξοδες επιχειρήσεις διακίνησης μεγάλης ποσότητας λ.χ. ηρωίνης, και μάλιστα «κατ’ επάγγελμα», όπως θα προκύπτει από την επανειλημμένη ανάληψη χρηματοδοτήσεων ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει γι’ αυτές, βρίσκεται χωρίς αμφιβολία στον χώρο της φαντασίας. Γι’ αυτό και η εκδοχή της χρηματοδότησης μόνο με μεγάλη περίσκεψη μπορεί να εφαρμόζεται για την κατάφαση των προϋποθέσεων του άρθρου 23 παρ. 2 α) ν. 4139/2013.
β) Εάν εμφανίζεται λοιπόν προδήλως ολωσδιόλου άτοπη η υπόθεση της «χρηματοδότησης» τάχα από έναν εξαρτημένο χρήστη της διακίνησης ναρκωτικών – αν θα ήταν δηλαδή εξαιρετικά δύσκολο να σταθεί το μύθευμα ότι ένας τέτοιος δράστης, παρά την εξαθλίωσή του, είχε, και μάλιστα ως επάγγελμά του, την δίκην …Τραπέζης δυνατότητα ανάληψης τέτοιων «χρηματοδοτήσεων» –, δεν είναι ασφαλώς λιγότερο άτοπη η χρησιμοποίηση της επόμενης πρόβλεψης του άρθρου 23 § 2 α) για την επιβολή ποινής ισόβιας κάθειρξης. Πρόκειται για την παραδοχή ότι ο υπαίτιος μπορεί να διαδραματίσει ρόλο κατ’ επάγγελμα μεγαλοδιακινητού – υπό την μορφή ιδίως, όπως παρατηρεί κανείς συχνά στην πράξη, της αγοράς – ναρκωτικών ουσιών μεγάλης αξίας, με προσδοκώμενο όφελος από την περί ης κάθε φορά πρόκειται επιχείρηση, στην οποία κατ’ επάγγελμα, με σκοπό πορισμού εισοδήματος, συμμετέχει, που ξεπερνάει το ποσό των 75.000 ευρώ. Σε σχέση με την παραδοχή αυτή είναι ανάγκη να προσεχθούν τα ακόλουθα:
Κεντρική σημασία έχει εδώ ο χρησιμοποιούμενος από τον νόμο όρος «προσδοκώμενο όφελος του δράστη» – αυτό το όφελος πρέπει να ξεπερνά τα 75.000 ευρώ, προκειμένου να επιβληθεί η ισόβια κάθειρξη και η χρηματική ποινή από 50.000 μέχρι 1.000.000 ευρώ. Για «προσδοκώμενο» (εδώ όφελος) γίνεται λόγος (πάλι κατά το Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη) όταν περιμένει κανείς να συμβεί κάτι επιθυμητό, όταν ελπίζει ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο, όταν υπάρχουν δεδομένα που τροφοδοτούν μια τέτοια ελπίδα. Όταν, λοιπόν, ο ποινικός νόμος αναφέρεται σε κάποιο προσδοκώμενο όφελος του δράστη, στην ουσία αναφέρεται σε ένα είδος άμεσου δόλου, μία επιδίωξη («επί σκοπώ») των προσδοκωμένων. Εφόσον τώρα έχουμε να κάνουμε με έναν βαρέως τοξικομανή, «μη δυνάμενο» δράστη, είναι φανερό ότι αυτό που μετράει γι’ αυτόν, αυτό δηλαδή που επιδιώκει και προσδοκά με και από την συμπεριφορά του, δεν είναι τα ενδεχομένως τεράστια κέρδη από την διάθεση του συνόλου των ναρκωτικών στην διακίνηση των οποίων συνέβαλε – τους όρους και τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής της διάθεσης ο περί ου πρόκειται κατά το πλείστο τα αγνοεί –, αλλά η ικανοποίηση των αναγκών του δικού του μικρόκοσμου. Αυτό που ενδιαφέρει συχνά έναν τέτοιο δράστη είναι να απαλλαγεί από τα χρέη του προς τους ναρκεμπόρους και τις συναφείς με αυτά αφόρητες πιέσεις που δέχονται, να εξασφαλίσει όσο γίνεται τα εκάστοτε χρειαζούμενα για την συντήρησή του, και προεχόντως να εξασφαλίσει την εκάστοτε «δόση» του. Η ικανοποίηση αυτών των αναγκών και όχι το μεγάλο ναρκεμπορικό κέρδος είναι εκείνο που αυτός προσδοκά, και με την προσδοκία αυτή δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 23 § 2α΄ του ν. 4139/2013 και δεν επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Είναι βέβαια γνωστό, ότι κατά την υπ’ αριθ. 1/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το κατά το άρθρο 23 § 2 α) ν. 4139/2013 «προσδοκώμενο όφελος» προσδιορίζεται μια φορά για όλους τους δράστες, στην περίπτωση που αυτοί είναι περισσότεροι από έναν, είναι δηλαδή «κοινό» και δεν επιμερίζεται μεταξύ τους.[5] Η παραδοχή αυτή είναι εξαρχής εκτεθειμένη σε σοβαρές αντιρρήσεις, ενόψει των βαρύτατων συνεπειών που συνεπάγεται αδιακρίτως ακόμα και για συμμετόχους που έχουν όλως δευτερεύοντα ρόλο στην αλυσίδα της διακίνησης και μικρή ωφέλεια από το προϊόν της, αλλά και με δεδομένο το περιοριστικό γράμμα της υπό συζήτηση διάταξης.[6] Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και υπό το κράτος των παραδοχών της ως άνω απόφασης, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το πράγμα αλλάζει τελείως στην περίπτωση όπου μεταξύ των δραστών βρίσκεται και ένας «μη δυνάμενος» τοξικομανής. Το δικό του, συγκριτικά πενιχρό όφελος βρίσκεται σε άλλο μήκος κύματος. Το όφελος του τοξικομανούς δράστη κατά το άρθρο 23 § 2 α) αφορά προδήλως αποκλειστικά στο δικό του ιδιόρρυθμο, ατομικό όφελος και όχι στο συνολικό όφελος όλων των εμπλεκομένων στην συγκεκριμένη επιχείρηση διακίνησης ναρκωτικών. Η δική του αντιμετώπιση οφείλει, έτσι, να είναι διαφορετική.
ΙV.
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι αποκλείεται η επιβολή ποινής ισοβίου καθείρξεως με βάση το άρθρο 23 § 2 α) του ν. 4139/2913 σε πρόσωπα τα οποία έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης σκληρών ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις. Τα πρόσωπα αυτά μπορεί να τιμωρηθούν στη χειρότερη περίπτωση με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, παράλληλα βέβαια με την κατ’ άρθρο 30 § 1 ν. 4139/2013 υποβολή του τοξικομανούς δράστη στην προβλεπόμενη από το ίδιο άρθρο ειδική θεραπευτική μεταχείριση. Προς την κατεύθυνση αυτή ο νέος Ποινικός Κώδικας ήδη προσέφερε μια ξεκάθαρη διέξοδο, μέσω της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 463 § 4, σύμφωνα με την οποία, «όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται μόνο ποινή ισόβιας κάθειρξης, προστίθεται διαζευκτικά και η πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών». Στο εξής, επομένως, υπάρχει πλέον πλήρης ευχέρεια να επιβάλλεται μόνο η διαζευκτικά αυτή προβλεπόμενη πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Αποφάσεις που τυχόν δέχονται το αντίθετο, ότι δηλαδή επιτρέπεται η επιβολή ισόβιας κάθειρξης στα ανωτέρω πρόσωπα, θα πρέπει να θεωρηθεί – στο μέτρο οπωσδήποτε που το κάνουν αβίαστα, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της θέσης τους αυτής – ότι υποπίπτουν στον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 § 1 Ε΄ ΚΠΔ (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή προεχόντως της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλ. του άρθρου 23 § 2 α) ν. 4139/2013) και Δ΄ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. ΟλΑΠ 7/1995, ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, σελ. 474.
[2] Η εισαγωγή του ηπιότερου πλαισίου ποινής της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 φαίνεται να έγινε από τον Νομοθέτη με μέλημα ειδικά την δυνατότητα εφαρμογής του σε τοξικομανείς δράστες που δεν θα απολαμβάνουν επιεικέστερης μεταχείρισης κατ’ άρθρο 30 § 4, αφού σύμφωνα με το αντίστοιχο χωρίο της Αιτιολογικής Έκθεσης «η μόνο κατά το minimum ηπιότερη ποινική κύρωση αντισταθμίζεται απόλυτα και από την απαγόρευση ηπιότερης αντιμετώπισης του εξαρτημένου δράστη αυτών των ιδιαίτερα διακεκριμένων εγκλημάτων, ο οποίος πλέον δεν θα έχει μειωμένο πλαίσιο ποινής, αλλά πλήρη ποινή».
[3] Πλέον, υπό το καθεστώς του νέου Ποινικού Κώδικα (άρθρο 105Β), η υφ’ όρον απόλυση καταδικασθέντων σε ισόβια κάθειρξη είναι δυνατή μετά την πάροδο 20 ετών, εκ των οποίων πρέπει να έχουν διανύσει εντός του σωφρονιστικού καταστήματος τα 16.
[4] Την επιλογή αυτή του νομοθέτη στηρίζουν και οι Παρασκευόπουλος, Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, δ΄ έκδ. 2014, σελ. 139 και Παυλίδης, Οι διακεκριμένες παραλλαγές των εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, ΠοινΔικ 2017, σελ. 505 (513), με το (μη επαληθεύσιμο στην πράξη) επιχείρημα, ότι στις περιπτώσεις αυτές «δεν είναι η ενδεχόμενη εξάρτηση που επηρεάζει και κινεί τον δράστη, η ψυχική στάση του οποίου (…) ενέχει επιθετικότητα κατά των εννόμων αγαθών τρίτων (αντικοινωνικότητα) και κερδοσκοπία.»
[5] Με σύμφωνη γνώμη ΕισΑΠ Ν. Παντελή, βλ. ΠοινΧρ 2016, σελ. 50 επ.
[6] Βλ. τις παρατηρήσεις του H. Αναγνωστόπουλου, ibid, 56.