Όταν τα πράγματα ακολουθούν διαφορετική πορεία σε σχέση με εκείνη που είχε φαντασθεί ο δράστης, γεννάται ζήτημα απόκλισης της αιτιώδους διαδρομής. Αν η απόκλιση αυτή είναι ουσιώδης, αποκλείεται μεν η καταλογιστή τελείωση του εγκλήματος, όχι όμως και η απόπειρα αυτού· αν η απόκλιση είναι επουσιώδης, στον δράστη θα καταλογισθεί κανονικά το τετελεσμένο έγκλημα[1].
Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να επιχειρηθεί η παράλληλη εξέταση αφ’ ενός του χριστουγεννιάτικου διηγήματος του Παπαδιαμάντη “Το Χριστόψωμο” και αφ’ ετέρου του θεατρικού έργου “Άμλετ” του Σαίξπηρ. Κοινός παρονομαστής των δύο έργων είναι η χρήση μιας “δηλητηριώδους παγίδας” για την εξολόθρευση ενός προσώπου μισητού από την οπτική γωνία του δράστη[2]· τελικώς, όμως, ο αντιπαθής στόχος την γλυτώνει και, αντ’ αυτού, στην παγίδα πέφτει ένα πρόσωπο που είναι ιδιαιτέρως αγαπητό στον δράστη.
Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, η “δηλητηριώδης παγίδα” συνίσταται σε ένα φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίο η γριά Καντάκαινα προσφέρει την παραμονή των Χριστουγέννων στην ανυποψίαστη νύφη της, την Διαλεχτή, και την καλεί «μετ’ αλλοκότου σπουδής» να το φάει μόλις θα πάει στο σπίτι της. Σκοπός της είναι να την “βγάλει από την μέση”, ελπίζοντας να βρει ο γιος της κάποια άλλη γυναίκα που δεν θα ήταν «στείρα και άτεκνος», όπως εκείνη. Ωστόσο, λόγω απρόσμενης τροπής των πραγμάτων, το Χριστόψωμο τρώει μετά από ώρες, αντί της νύφης της, ο μονάκριβος γιος της, ο καπετάν Καντάκης. Αυτός είχε πλεύσει προ πενθημέρου στην απέναντι νήσο (την Τσουγκριά) και λόγω «του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος» είχε μείνει εκεί αποκλεισμένος, αλλά «αφού κατέπεσεν ο Βορράς», κατάφερε να ταξιδέψει, επιστρέφοντας τα μεσάνυχτα στο σπίτι του. Όσο έλειπε η Διαλεχτή στην εκκλησία, ο καπετάν Καντάκης, εκτός της πριζόλας που του είχε ψήσει εκείνη, έφαγε «ολόκληρο σχεδόν» το χριστόψωμο, «το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής». Όταν «περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν».
Παραπλήσια απρόσμενη τροπή παίρνουν τα πράγματα και στον “Άμλετ”: Το δηλητηριασμένο από τον βασιλιά Κλαύδιο κρασί, την ώρα της μονομαχίας ανάμεσα στον Άμλετ και τον Λαέρτη, αντί του Άμλετ που προτιμά να συνεχίσει την μονομαχία, πίνει στην υγειά του η μητέρα του, η βασίλισσα Γερτρούδη. Εδώ, ωστόσο, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά σε σχέση με την απρόσμενη τροπή που πήραν τα πράγματα στο διήγημα του Παπαδιαμάντη: Εν αντιθέσει προς την γριά Καντάκαινα, η οποία παρέδωσε το φαρμακωμένο χριστόψωμο στην Διαλεχτή και εν συνεχεία η καθεμιά τράβηξε τον δρόμο της, την ώρα που η Γερτρούδη πάει να βάλει στο στόμα της το κύπελλο με το δηλητηριασμένο κρασί, ο βασιλεύς Κλαύδιος είναι παρών και επιχειρεί να αποτρέψει την κατάποση του δηλητηρίου, φωνάζοντας προς αυτήν: «Μη πίης Γετρούδη!» (“Gertrude, do not drink”). Όταν, όμως, εκείνη του απαντά «θα πίω, άναξ, συγχώρησόν μοι, σε παρακαλώ» (“I will, my lord. I pray you pardon me”), ο βασιλεύς περιορίζεται στο να μονολογήσει «είνε το δηλητηριασμένον ποτήριον. Πολύ αργά πλέον» (“It is the poisoned cup! It is too late”)[3].
Αυτή η σκηνή προσφέρεται για την κατανόηση των επιμέρους μορφών του δόλου σε ένα διά παραλείψεως τελεσθέν έγκλημα: Ο Κλαύδιος, ο οποίος, τόσο λόγω της προηγούμενης επικίνδυνης και άδικης ενέργειάς του, δηλαδή της δηλητηρίασης του κρασιού όσο και λόγω της συζυγικής του ιδιότητας, έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει τον θάνατο της Γερτρούδης, παραλείπει να το πράξει, ενεργώντας όχι απλώς με ενδεχόμενο αλλά με αναγκαίο δόλο, εφόσον γνωρίζει ότι όποιος πιει από το κύπελλο με το δηλητηριασμένο κρασί, θα πεθάνει μετά βεβαιότητος. Παρότι αρχικώς επιχειρεί να αποσοβήσει την θανατηφόρα εξέλιξη σε βάρος της πολυαγαπημένης γυναίκας του, εν τέλει αποδέχεται τον βέβαιο θάνατό της, προφανώς γιατί δεν θέλει να αποκαλυφθεί η ενοχή του για το στήσιμο της “δηλητηριώδους παγίδας”. Τούτο προκύπτει από το ψέμα που λέγει ο Κλαύδιος μετά την κατάρρευση της Γερτρούδης και την ερώτηση του Άμλετ για την κατάστασή της, δηλαδή ότι τάχα «ελιποθύμησεν ιδούσα αυτούς αιμοφύρτους» (“She swoons to see them bleed”: Hamlet, 5.2.293). Έτσι επαληθεύεται το παγίως λεγόμενον ότι για την κατάφαση του δόλου του δράστη ως προς τις παρεπόμενες συνέπειες είναι αδιάφορο αν αυτές του είναι ανεπιθύμητες[4], όπως κατ’ εξοχήν στην περίπτωση του Κλαύδιου, ο οποίος υπεραγαπά την Γερτρούδη.
Αντιθέτως, στο διήγημα του Παπαδιαμάντη η ποινική αξιολόγηση του περιστατικού δεν είναι δεκτική μονοδιάστατης αξιολόγησης: Διότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, με την παράδοση του φαρμακωμένου χριστόψωμου στην Διαλεχτή, η γριά Καντάκαινα εξατομίκευσε το θύμα της, όπως το εξατομικεύει και εκείνος που το σημαδεύει από κάποια απόσταση με ένα όπλο, αλλά κατά διαβολική συγκυρία πλήττεται άλλο πρόσωπο, που μέχρι πριν δεν βρισκόταν στο οπτικό πεδίο του δράστη. Υπό το πρίσμα αυτό, η δυσμενής εξέλιξη του συμβάντος σε βάρος του καπετάν Καντάκη θυμίζει αστόχημα βολής (aberratio ictus), το οποίο ως μια περίπτωση ουσιώδους αποκλίσεως της αιτιώδους διαδρομής[5] οδηγεί σε ηπιότερη μεταχείριση του δράστη, αφού αυτός θα φέρει ευθύνη για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του αρχικού στόχου σε αληθή συρροή με ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά του πληγέντος στόχου, εφόσον βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αμέλειας[6]. Αντιστοίχως, λοιπόν, εδώ θα ήταν υποστηρίξιμη η ευθύνη της κακής πενθεράς για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά της Διαλεχτής σε αληθή συρροή με ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε βάρος του μονάκριβου γιου της[7]. Υπέρ αυτής της άποψης θα μπορούσε να πει κανείς ότι τάσσεται ο Παπαδιαμάντης, ενόψει της ακροτελεύτιας φράσης του διηγήματος: «Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας της».
Στον αντίποδα της προαναφερθείσας προσέγγισης βρίσκεται μια διαφορετική θεώρηση του περιστατικού, η οποία εδράζεται στο ακόλουθο σκεπτικό[8]: Στήνοντας η γριά Καντάκαινα την “δηλητηριώδη παγίδα” στην Διαλεχτή, η οποία εν συνεχεία πήγε στο σπίτι της χωρίς η κακή πενθερά να είναι σε θέση να γνωρίζει αν και πότε η νύφη της θα έπεφτε στην παγίδα, είχε απόλυτη επίγνωση ότι ο πρώτος άνθρωπος που θα έτρωγε το χριστόψωμο θα πέθαινε[9]. Άρα η πλάνη της αφορούσε μόνο το ποιος θα ήταν εκείνος που θα έτρωγε πρώτος και, κατά τούτο, πρόκειται για μια πλάνη περί το πρόσωπο (error in persona), άλλως: πλάνη περί τα κίνητρα[10], η οποία κατά την κρατούσα άποψη δεν συνιστά καν απόκλιση της αιτιώδους διαδρομής[11] και αντιμετωπίζεται ως ποινικώς αδιάφορη[12].
Στο ίδιο αποτέλεσμα θα κατέληγε όποιος θα ακολουθούσε μια δογματική οδό που είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στον αγγλοσαξονικό χώρο. Πρόκειται για την “θεωρία της μεταφερόμενης πρόθεσης” (“doctrine of transferred intent / malice”), βάσει της οποίας ισχύει ότι το υποκειμενικό στοιχείο από το οποίο διακατέχεται ο δράστης όταν αρχίζει να τελεί το έγκλημα σε βάρος ενός άλλου, δηλαδή η ανθρωποκτόνος πρόθεσή του, θεωρείται κατά το Δίκαιο ότι είναι υπαρκτή και ισοδυνάμως εφαρμόσιμη ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η εκ προθέσεως τελούμενη πράξη πλήττει ένα διαφορετικό πρόσωπο[13]. Σε αποφθεγματική διατύπωση: “η πρόθεση ακολούθησε την σφαίρα”[14]· κατά προσαρμογή στο διήγημα του Παπαδιαμάντη: “η ανθρωποκτόνος πρόθεση της Καντάκαινας ακολούθησε το παραδοθέν χριστόψωμό της”.
Δεν πρέπει να παροραθεί ότι τόσο το “Χριστόψωμο” όσο και ο “Άμλετ” προσφέρονται για προβληματισμό σε σχέση και με ένα άλλο πρόβλημα: Άραγε, αν η πρώτη περίπτωση αξιολογηθεί ως πλάνη περί το πρόσωπο, θα έπρεπε η γριά Καντάκαινα να φέρει ευθύνη όχι μόνο για τετελεσμένη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε βάρος του γιου της αλλά και για απόπειρα ανθρωποκτονίας τόσο σε βάρος της Διαλεχτής όσο και της «δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της», και την επίμαχη ημέρα είχε κοιμηθεί με την Διαλεχτή μέχρι να σημάνει ο όρθρος; Αντιστοίχως, στον “Άμλετ” τίθεται το ερώτημα αν ο Κλαύδιος θα έφερε ευθύνη όχι μόνο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε βάρος της Γερτρούδης αλλά και για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του Άμλετ.
Η απάντηση είναι εξίσου δυσχερής τόσο για τον “Άμλετ” όσο και για το “Χριστόψωμο”: Από την στιγμή που κατά την εξιστόρηση του εφεδρικού σατανικού σχεδίου ο Κλαύδιος δηλώνει «εγώ θα έχω έτοιμον ποτήριον, εξ ου ολίγον μόνον αν εκμυζήση, αρκεί προς εκτέλεσιν του σκοπού ημών, αν τυχόν αυτός διαφύγη το δηλητηριασμένο ξίφος σου» (Hamlet, 4.7.157-159), δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπήρχε ικανή θανατηφόρα δόση δηλητηρίου μέσα στο κύπελλο, την οποία μπορούσε ο Άμλετ να καταναλώσει ανά πάσα στιγμή είτε πριν από την μητέρα του είτε μετά από αυτήν· άλλωστε, με την εναπομείνασα δόση του δηλητηρίου ο Άμλετ εξανάγκασε τον Κλαύδιο να αυτοκτονήσει. Συνεπώς, αφού διέτρεξε κίνδυνο και η ζωή του Άμλετ (πριν πιει η Γερτρούδη από το δηλητηριασμένο κύπελλο, την είχε προσφέρει στον γιο της), ο Κλαύδιος εμφανίζεται να έχει σωρευτικό δόλο ανθρωποκτονίας, το μεν αναγκαίο ως προς την σύζυγό του, το δε άμεσο α΄ βαθμού ως προς τον ανιψιό του[15].
Δεδομένου, όμως, ότι ο Άμλετ τελεί σε πλάνη ως προς την θανατηφόρα ιδιότητα του κρασιού που του προσφέρεται, αποτελεί ανίδεο όργανο του Κλαύδιου, ο οποίος τον χειραγωγεί ως έμμεσος αυτουργός απόπειρας ανθρωποκτονίας. Έτσι, τίθεται το μείζον ερώτημα πότε άρχεται η εκτέλεση της ανθρωποκτονίας επί εμμέσου αυτουργίας: Όταν αρχίζει να αυτοπροσβάλλεται το ίδιο το θύμα (συνολική λύση) ή όταν η εγκληματική εξέλιξη εκφύγει των χειρών του έμμεσου αυτουργού, ο οποίος ό,τι ήταν να κάνει από την μεριά του το έκανε, και από εκεί και πέρα γαία πυρί μιχθήτω (ατομική λύση);[16] Αν ακολουθηθεί η πρώτη λύση, δεν δύναται να χρεωθεί στον Κλαύδιο και η απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Άμλετ, αφού αυτός δεν πρόλαβε να πάρει καν στα χέρια του το κύπελλο με το δηλητηριασμένο κρασί.
Εφαρμόζοντας όσα επισημάνθηκαν για τον “Άμλετ”, και δεδομένου ότι μετά την παράδοση του φαρμακωμένου χριστόψωμου η γριά Καντάκαινα εξαφανίσθηκε από το προσκήνιο, χάνοντας την κυριαρχία επί της εξέλιξης των πραγμάτων, θα μπορούσε να της χρεωθεί η απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος της Διαλεχτής αλλά και της δεκαετούς παιδίσκης, μόνο εφόσον προκρινόταν η ατομική λύση, επί τη βάσει της οποίας αξιολογείται σε βάρος του δράστη ο κίνδυνος που δημιουργείται για κάθε πρόσωπο που θα βρεθεί στο πεδίο εμβέλειας της θανάσιμης και πλέον μη εποπτεύσιμης παγίδας· ωστόσο, η λύση αυτή δεν είναι δογματικώς ανέφελη, αφού οδηγεί σε έναν πολλαπλασιασμό του ήδη αναλωθέντος ανθρωποκτόνου δόλου της κακής πενθεράς, η οποία έναν μόνο άνθρωπο ήθελε να σκοτώσει[17].
Πάντως, επειδή σε τέτoιες περιπτώσεις ο δράστης ελέγχει το βλαπτικό συμβάν με τέτοια ασφάλεια όπως και όταν χρησιμοποιεί ένα μηχανικό μέσο, ο δε ανίδεος αυτοπροσβαλλόμενος ενεργεί απολύτως τυφλά, η θανάτωση του θύματος υποστηρίζεται ότι μπορεί να αξιολογηθεί ως έργο ενός άμεσου και όχι έμμεσου αυτουργού (η θεώρηση αυτή οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο της ατομικής λύσης)[18].
Ανεξάρτητα από το ποια προσέγγιση πρέπει να προκριθεί ως ορθότερη όχι μόνο σε σχέση με την δυνατότητα χρέωσης στον δράστη και της απόπειρας σε βάρος του αρχικού στόχου, αλλά και σε σχέση με το αν η “δηλητηριώδης παγίδα” που πλήττει πρόσωπο διαφορετικό από τον αρχικό στόχο πρέπει να υπαχθεί στο πεδίο του αστοχήματος βολής ή της πλάνης περί το πρόσωπο, αξίζει να γίνει η εξής καταληκτική επισήμανση:
Τόσο ο Σαίξπηρ όσο και ο Παπαδιαμάντης αξιοποίησαν το φαινόμενο της “δηλητηριώδους παγίδας”, η οποία προσφέρεται ιδανικά για να φαίνεται το ύπουλο έγκλημα σαν ατύχημα[19], με έναν τρόπο που ήξεραν ότι θα καθήλωνε τον θεατή και, αντιστοίχως, τον αναγνώστη: Ακριβώς επειδή στην παγίδα που έστησε ο κακός βασιλιάς και η κακή πενθερά, εμφορούμενοι αμφότεροι από διάθεση εκδικητική προς το θύμα, έπεσαν οι ίδιοι μέσα: Ο μεν πρώτος γιατί έχασε την λατρευτή του βασίλισσα (εν συνεχεία δε, πέθανε και ο ίδιος από το δηλητήριό του που τον ανάγκασε ο Άμλετ να πιει), η δε δεύτερη έχασε τον μονάκριβο γιο της. Έτσι ακριβώς αποδίδεται δικαιοσύνη από την ίδια την μοίρα (poena naturalis!) και επιτυγχάνεται η πολυπόθητη κάθαρση του θεατή και αναγνώστη.
Το συμπέρασμα αυτό αντικατοπτρίζεται στην περίφημη φράση του Λαέρτη: «Ως ξυλόκοττα εις την ιδίαν μου παγίδα συλληφθείσα. Φονεύομαι δικαίως υπό της προδοσίας μου» (Hamlet, 5.2.291-292: “Why, as a woodcock to mine own springe, Osric: / I am justly killed with mine own treachery”).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. π.χ. Ανδρουλάκη, ΠοινΔ, ΓενΜ, 2η έκδ., Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2006, σ. 298· Βαθιώτη, Εποστρακισμός βλήματος και απόκλιση αιτιώδους διαδρομής, ΠοινΔικ 2009, σ. 900 κ.ε., 903.
[2] “Δηλητηριώδης παγίδα” ως μέσο ανθρωποκτονίας υπάρχει ήδη στην “Μήδεια” του Ευριπίδη: Η Μήδεια, για να εκδικηθεί τον Ιάσονα που την απαρνήθηκε, στέλνει τους δυο γιους της στην βασιλοπούλα Γλαύκη, θυγατέρα του Κρέοντος, προκειμένου να της παραδώσουν δύο δώρα που, εν αγνοία τους, είναι ποτισμένα με φαρμάκι: ένα πέπλο λεπτό και μια κορώνα χρυσοποικιλμένη. Από την επαφή με τα φαρμακωμένα δώρα πεθαίνει όχι μόνο η Γλαύκη αλλά και ο Κρέων!
[3] Hamlet, edit. by Ann Thompson / Neil Taylor, Bloomsbury Arden Shaekespare, 2017, 5.2.273-275. Τα ελληνικά χωρία είναι ειλημμένα από την μετάφραση του Μιχ. Δαμιράλη, εκδ. Ι. Ν Σιδέρη, έκδοσις δευτέρα, Αθήναι, χ.χ.
[4] Βλ. π.χ. NK-Puppe, 5η έκδ., 2017, § 16, αριθμ. περιθ. 74, 93.
[5] Βλ. π.χ. Hillenkamp, Die Bedeutung von Vorsatzkonkretisierungen bei abweichendem Tatverlauf, 1971, σ. 19 και 20, υποσ. 3· πρβλ., όμως, Leu, Zur Abgrenzung zwischen aberratio ictus und error in obiecto. Die Vorsatzkonkretisierungen im Spannungsfeld zwischen Tätervorstellung und Gattungsvorsatz, ZStrR 132 (2014), σ. 383 κ.ε., 387/388, με περαιτέρω παραπομπές στις υποσ. 22 και 23· Puppe, Die Zurechnung des Erfolges zum Vorsatz, ZStW 129 (2017), σ. 1 κ.ε., 2.
[6] Βλ. π.χ. Χωραφά, ΠοινΔ, ΓενΜ, επιμ. Κ. Σταμάτη, 9η έκδ., Αφοι Π. Σάκκουλα, 1978, σ. 294/295· Μαγκάκη, ΠοινΔ, Διάγραμμα ΓενΜ, 3η έκδ., Παπαζήση, Αθήνα, 1984, σ. 331· Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, 2η έκδ., Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2001, σ. 360/361· Ανδρουλάκη, ό.π., 2006, σ. 301.
[7] Πρβλ. Μυλωνόπουλο, ΠοινΔ Ι, Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2007, σ. 294· Heinrich, StrafR, AT, 52016, αριθμ. περιθ. 1113.
[8] Για την άποψη αυτή, η οποία σε μονογραφικό επίπεδο διατυπώθηκε από τον Hsu, “Doppelindividualisierung” und Irrtum, 2007, σ. 18 και passim (πρβλ. Jakobs, System der strafrechtlichen Zurechnung, 2012, σ. 58· Μυλωνόπουλο, ό.π., 2007, σ. 295), καθώς και για την προβληματική των “θανάσιμων παγίδων”, βλ. Βαθιώτη, Δόλος: Θεμελίωση και αποκλεισμός του στο Ποινικό Δίκαιο, 2η έκδ., Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2014, αριθμ. περιθ. 461 κ.ε., 465.
[9] Σε αντίθεση, πάντως, με τον Σαίξπηρ, ο Παπαδιαμάντης δεν μας διαφωτίζει για την δραστικότητα του δηλητηρίου που περιείχετο στο χριστόψωμο – γνωρίζουμε μόνο ότι ο καπετάν Καντάκης πέθανε, αφού το έφαγε «ολόκληρον σχεδόν».
[10] Βλ. π.χ. El-Ghazi, Die Abgrenzung von error in persona (vel obiecto) und aberratio ictus, JuS 2016, σ. 304· Kühl, StrafR, AT, 8η έκδ., 2017, § 13, αριθμ. περιθ. 25. Ήδη Puppe, Zur Revision der Lehre vom »konkreten« Vorsatz und der Beachtlichkeit der aberratio ictus, GA 1981, σ. 1 κ.ε., 2.
[11] Βλ. π.χ. LK-Vogel, 2010, § 16, αριθμ. περιθ. 76.
[12] Έτσι ακριβώς και στην αγγλοσαξονική επιστήμη· βλ. π.χ. Herring, Criminal Law. Text, Cases and Materials, 22006, σ. 176.
[13] Βλ. π.χ. Burdick, Law of Crime, 1946, σ. 149, κατά παραπομπή Ritz, Felony Murder, Transferred Intent, And The Palsgraf Doctrine In The Criminal Law, Washington and Lee Law Review Vol. 16 (1959), σ. 169-191, 171. Από την γερμανική επιστήμη πρβλ. την “θεωρία της τυπικής ισοδυναμίας” (formelle Gleichwertigkeitstheorie), επί της οποίας βλ. Hillenkamp, 32 Probleme aus dem Strafrecht, AT, 2001, σ. 55.
[14] Ritz, ό.π., σ. 190: “the intent followed the bullet”.
[15] Περί του ότι η προβληματική του αστοχήματος βολής είναι ασύμβατη με τον σωρευτικό ή τον διαζευκτικό δόλο βλ. π.χ. Rengier, StrafR, AT, 8η έκδ., 2016, § 15, Rdn. 29.
[16] Επί του θέματος αυτού βλ. την μελέτη “Απόπειρα κατ’ έμμεση αυτουργία επί παγιδεύσεως ενός ανίδεου οργάνου”, εις: Βαθιώτη, Εμβάθυνση σε ειδικά ζητήματα Ποινικού Δικαίου. Από την πράξη στη θεωρία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 131 κ.ε., όπου περαιτέρω παραπομπές.
[17] Περί του κινδύνου διπλασιασμού του δόλου (Vorsatzverdopellung) στην γνήσια μορφή της πλάνης περί το πρόσωπο βλ. Ambos, Vorgerücktenklausur Strafrecht: »Das fehlgeschlagene Attentat«, Jura 2004, σ. 492. Από την αγγλοσαξονική επιστήμη πρβλ. Keiter, With Malice Toward All: The Increased Lethality of Violence Reshapes Transferred Intent and Attempted Murder Law, University of San Francisco Law Review, Vol. 38 (2004), σ. 261 κ.ε., 269, 274.
[18] Βλ. σχετικά Weddig, Mittelbare Täterschaft und Versuchsbeginn bei der Giftfalle, 2008, σ. 41 κ.ε. (για κριτική στην άποψη αυτή βλ. σ. 47)· πρβλ. Αθ. Αναγνωστόπουλο, Η έμμεση αυτουργία, 2007, σ. 217.
[19] Σε ό,τι αφορά μεν το “Χριστόψωμο”, ο Παπαδιαμάντης μας πληροφορεί ότι, επειδή «Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω» και «ουδεμία νεκροψία ενεργήθη», «ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου»· σε ό,τι αφορά δε τον “Άμλετ”, ο Σαίξπηρ διά στόματος Κλαύδιου που απευθύνεται στον Λαέρτη (Hamlet, 4.7.65-66) λέγει: «γιατί ώς και η ίδια του η μάνα δεν θα πάρει είδηση το τέχνασμα και ατύχημα θα το νομίσει» (“But even his mother shall uncharge the practice / And call it accident”). Οι εμφάσεις του γράφοντος.