Otto Dix, Stormtroops advancing under a gas attack
Aπό τη σειρά «Ο Πόλεμος» #12
Ήταν 11 του Νοεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, και ώρα 5 και 15 το πρωί του 1918, ακριβώς πριν 100 χρόνια, όταν με ανακωχή τελείωσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ή Μεγάλος Πόλεμος, όπως αποκαλείται στη Γαλλία και στην Αγγλία, δύο από τα κράτη που πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος στον πόλεμο αυτόν.
Έναν πόλεμο που αιματοκύλισε την ευρωπαϊκή ήπειρο για 4 ολόκληρα χρόνια και λίγους μήνες, και στον οποίο έχασαν την ζωή τους περίπου 18 εκατομμύρια στρατιώτες και άμαχοι.
Έναν πόλεμο που άλλαξε ριζικά τη μορφή της Ευρώπης και είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση αυτοκρατοριών (Αυστροουγγρικής, Οθωμανικής) και τη δημιουργία πλήθους νέων κρατών (Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία).
Έναν πόλεμο, εντέλει, το τέλος του οποίου και ο τρόπος που επετεύχθη αυτό έδωσαν την αφορμή για ποικίλες προσεγγίσεις, ερμηνείες, αλλά πάνω απ’ όλα για πικρία και θυμό από την πλευρά της ηττημένης Γερμανίας. Συναισθήματα που απετέλεσαν ένα υπόβαθρο επί του οποίου, μέσω πλήθους άλλων παραγόντων, οικοδομήθηκαν οι συνθήκες για το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο γράφων, με τις μηδαμινές ιστορικές του γνώσεις, πιστεύοντας πως ο κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα καθώς και η σημερινή Ευρώπη όπως την ξέρουμε είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και επιθυμώντας προσωπικά να τιμήσει αυτήν τη Μεγάλη Επέτειο, επέλεξε να αναφερθεί σ’ ένα εμβληματικό έργο τέχνης που γεννήθηκε από τη ζωντανή εμπειρία του πολέμου αυτού. Ο δημιουργός του ήταν στρατιώτης στο μέτωπο, και αυτά που ζωγράφισε τα είδε με τα μάτια του. Η δική του συμβολή στην ανάδειξη της φρίκης του τεχνολογικού πολέμου, μαζί με εκείνες άλλων καλλιτεχνών που την είχαν επίσης ζήσει, δεν απέτρεψε μεν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συνέβαλε όμως καθοριστικά ώστε να περιοριστεί η απανθρωπία και τα εγκλήματα των σύγχρονων Πολέμων με την κύρωση Διεθνών Συνθηκών.
Λίγα λόγια για τον Otto Dix
Ο Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης Wilhelm Heinrich Otto Dix γεννήθηκε στην Γκέρα, τρίτη σε μέγεθος πόλη του ομόσπονδου κρατιδίου της Θουριγγίας, το 1891.
14 χρονών το 1905, άρχισε μαθήματα ζωγραφικής και διακόσμησης στη σχολή τέχνης και χειροτεχνίας της πόλης του.
Το 1909, 18 χρονών πλέον, μετακομίζει στη Δρέσδη, τη φημισμένη για την πνευματική της ζωή πρωτεύουσα του γειτονικού κρατιδίου της Σαξονίας, όπου σπούδασε κατ’ ουσίαν ζωγραφική και διακοσμήσεις.
(Η βαθύτατη επιρροή που άσκησε στην ευαισθησία του αυτή η γνώση είναι σαφέστατη καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ακμής τους έργου του.)
Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τον Otto Dix 23 ετών. Κατετάγη στον στρατό αμέσως ως εθελοντής, και παρέμεινε στρατιώτης ώς το τέλος του πολέμου. Τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε.
Το 1919, 28 χρονών, γράφτηκε στην Ακαδημία της Δρέσδης για να σπουδάσει ζωγραφική, και ταυτοχρόνως ξεκινά και η καριέρα του ως καλλιτέχνης.
Το 1922 μετακόμισε στο Ντίσελντορφ όπου συνεχίζοντας τις σπουδές του γράφτηκε στην Ακαδημία και σπούδασε χαλκογραφία. Η γνώση της χαλκογραφίας τού επέτρεψε να δουλέψει το επόμενο διάστημα τη σειρά χαλκογραφιών που παρουσιάστηκε με την επωνυμία «Ο Πόλεμος» το 1924 στο Βερολίνο. Η σειρά αυτή των χαρακτικών είναι και το αντικείμενο του παρόντος κειμένου.
Το 1925, έργα του συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση «Νέα Αντικειμενικότητα. Γερμανική Ζωγραφική μετά τον Εξπρεσιονισμό». Ο τίτλος της έκθεσης θα παραμείνει έκτοτε στην ιστορία της τέχνης προσδιορίζοντας αυτή την ομάδα και το ύφος της. Ο Otto Dix θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της «Νέας Αντικειμενικότητας».
Το 1927 γίνεται καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δρέσδης. Το 1931 εκλέγεται μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Βερολίνου.
Με την άνοδο στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στις 30 Ιανουαρίου 1933, η ζωή του Otto Dix αλλάζει. Στις 6 Απριλίου του ιδίου έτους, δύο μήνες σχεδόν μετά την κατάκτηση της εξουσίας, το νέο καθεστώς απομάκρυνε τον Dix από τη θέση του ως καθηγητή στην Ακαδημία της Δρέσδης.
Υποχρεώνεται να εκκενώσει το ατελιέ του. Το έργο του περιλαμβάνεται στην έκθεση «Εικόνες παρακμής» που διοργάνωσαν οι ναζί στο δημαρχείο της Δρέσδης τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Μετακομίζει από τη Δρέσδη, σε μια οιονεί εσωτερική εξορία, στην περιοχή της λίμνης της Κωνσταντίας για να μην συγχέεται με την ομώνυμη πόλη της Ρουμανίας].
Το 1937, το έργο του περιλαμβάνεται στη διαβόητη έκθεση «Εκφυλισμένη Τέχνη» που λαμβάνει χώρα από τις 19 Ιουλίου έως τις 30 Νοεμβρίου στο Μόναχο και εν συνεχεία σε άλλες γερμανικές πόλεις, αποσκοπώντας στη γελοιοποίηση και τον εξευτελισμό πολλών καλλιτεχνών των οποίων το έργο δεν συμφωνεί με τον νέο κανόνα μιας υγιούς ρωμαλέας Γερμανικής Τέχνης.
Το 1938, 280 από τα έργα του κατάσχονται από τα γερμανικά μουσεία, θύματα της μανίας των ναζί εναντίον της μοντέρνας τέχνης.
Το 1939 συλλαμβάνεται και ανακρίνεται από την Γκεστάπο μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ.
Το 1944 καλείται να λάβει μέρος στη Volkssturm, την έσχατη προσπάθεια του ναζιστικού κόμματος να ανακόψει την επέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων στο έδαφος της Γερμανίας. Στο σώμα αυτό κλήθηκαν να καταταγούν οι άνδρες από 16 έως 60 χρόνων. Ο Otto Dix αιχμαλωτίζεται και φυλακίζεται σε στρατόπεδο.
Μετά τον πόλεμο, η εξέλιξη του έργου του Dix καταδεικνύει ότι τα 12 χρόνια που παρέμεινε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα στην εξουσία ήταν μοιραία όχι μόνον για το κράτος αλλά πολύ περισσότερο για το ψυχική και συναισθηματική κατάσταση του γερμανικού λαού. Ο Otto Dix ουδέποτε κατάφερε να ξαναβρεί τα ερείσματα επί των οποίων στηρίχθηκε η περίοδος ακμής του έργου του.
Πεθαίνει από εγκεφαλική αποπληξία στις 24 Ιουλίου 1969.
Ο πόλεμος
«Ακόμη κι ο πόλεμος πρέπει να θεωρηθεί σαν φυσικό συμβάν».
*Από το πολεμικό ημερολόγιο του Otto Dix
Το ξέσπασμα του πολέμου, το καλοκαίρι του 1914, αντιμετωπίστηκε από τη γερμανική νεολαία με ενθουσιασμό. Πολλοί έσπευσαν να καταταγούν εθελοντικά, μεταξύ αυτών και ο Otto Dix. Εκπαιδεύτηκε ως χειριστής βαρέως πολυβόλου, και το φθινόπωρο του 1915 προσφέρθηκε εθελοντικά να πάει στο μέτωπο.
Η εμπειρία του πολέμου για τον Dix ήταν αποκαλυπτική. Έζησε στα χαρακώματα, εισέπνευσε τα χημικά αέρια, εβίωσε τις ατελείωτες ώρες αναμονής θαμμένος μέσα στη λάσπη τους χειμώνες, γνώρισε τον θάνατο σε όλες τις μορφές του. Όλα αυτά είχαν ποικιλότροπες επιπτώσεις στη ζωή και το έργο του.
Μια πρώτη κρίση για το έργο του μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Otto Dix σαν ζωγράφος συνέχιζε να είναι πολεμιστής, και αυτό δεν σταμάτησε σχεδόν ποτέ και μετά τον πόλεμο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.
Ευρισκόμενος στα χαρακώματα, ο Dix, για να σκοτώνει τον χρόνο και να αποφεύγει την πλήξη της ατελείωτης αναμονής, άρχισε να σχεδιάζει με κάρβουνο, μελάνη αλλά και τέμπερα ενίοτε. Σχεδίαζε εικόνες που έβλεπε μπροστά του. 300 περίπου από αυτά τα σχέδια τα έστειλε σε μια κοπέλα στη Δρέσδη με την οποία διατηρούσε φιλική σχέση. Άλλα τόσα, ίσως και περισσότερα, έστειλε στην οικογένειά του. Κάποια εξ αυτών θα αποτελέσουν το έναυσμα για τα χαρακτικά που επρόκειτο να δημιουργήσει μετά τον πόλεμο.
Η μελέτη αυτών τον σχεδίων, μοναδική άλλωστε εικαστική μαρτυρία για τη ζωή του στρατιώτη, φανερώνει ότι ο Dix δεν εμπλέκεται ψυχικά παίρνοντας μέρος υπέρ ή κατά του πολέμου. Δεν σχεδιάζει το δράμα και τον πόνο για τους σκοτωμένους συντρόφους κλπ. Αντιθέτως, διαφαίνεται η κατάπληξή του έως του βαθμού του συγκλονισμού από την τρομακτική παραμόρφωση του εδάφους γύρω του. Τα λιβάδια, τα χωράφια, όλα έχουν μετατραπεί σε ατελείωτο πεδίο κρατήρων από τις οβίδες, λάσπης, χαρακωμάτων, αγκαθωτών συρματοπλεγμάτων – ερημιά και μαυρίλα κυριαρχούν. Οι βίαιες, αγχώδεις, κοφτές γραμμές, αποτέλεσμα της επιρροής του φουτουρισμού και του κυβισμού αλλά και του ασθμαίνοντος ρυθμού του μετώπου. Ας φανταστούμε τις συνθήκες. Ο Dix σκιτσάρει μέσα στο χαράκωμα, σε φτηνές υπόλευκες ταχυδρομικές κάρτες που ο στρατός παραχωρούσε στους στρατιώτες για να γράφουν στους δικούς τους. Οι διαστάσεις περιορισμένες, 9 x 14 πόντους κατά το πλείστον, ο χώρος του ακόμη πιο περιορισμένος. Οι συνθήκες δεν επιτρέπουν τη βραδεία επεξεργασία και την εξονύχιση, παράγοντες απαραιτήτους ώστε να διοχετευθούν στο έργο νύξεις ψυχικών τάσεων και θέσεων. Αυτά απαιτούν ησυχία, χρόνο, και προπάντων απόσταση από τη ζέουσα εμπειρία.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Dix υπέφερε από εφιάλτες κατά τους οποίους έβλεπε ότι σερνόταν αγχωμένος μέσα σε ερείπια.
Άρχισε να ζωγραφίζει εικόνες από την καθημερινή ζωή στις πόλεις της ηττημένης Γερμανίας, εικόνες στις οποίες είναι έκδηλη η πικρία κι ο σαρκασμός. Βετεράνοι του πολέμου, ανάπηροι, πετσοκομμένοι, παραμορφωμένοι, αληθινά ανθρώπινα ερείπια, γεμίζουν τις ζωγραφιές αυτές. Παράλληλα ο Dix μαθαίνει χαλκογραφία, το μέσον που θα του επιτρέψει να ξεκινήσει τη μεγάλη του σειρά «Ο Πόλεμος» και να εργαστεί αδιαλείπτως πάνω σ’ αυτήν κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1923-24.
Την άνοιξη του ‘24 έφυγε με τη σύζυγό του για ένα ταξίδι στην Ιταλία. Ευρισκόμενος στο Παλέρμο, σχεδίασε στις κατακόμβες σκελετούς και κρανία, λεπτομερώς. Τα σχέδια αυτά τού χρησίμευσαν ως υλικό ώστε να εντείνει την εντύπωση που επεδίωκε στα χαρακτικά του.
Μια δεύτερη σημαντικότατη πηγή οπτικών πληροφοριών για τον Dix ήταν οι πολλές φωτογραφίες που κυκλοφορούσαν δείχνοντας τα φρικτά παραμορφωμένα πρόσωπα των στρατιωτών από θραύσματα όλμων, οβίδων, ναρκών κλπ. Πολλοί άνθρωποι εξ αυτών επέζησαν και υπέστησαν πολλές χειρουργικές επεμβάσεις έως ότου αποκτήσουν ένα κάπως ανθρώπινο πρόσωπο. Άλλοι όμως, παρά τις προσπάθειες των γιατρών, έπρεπε να καταφύγουν στην χρήση ειδικώς κατασκευασμένων προσωπείων ώστε να μπορούν να έχουν στοιχειώδη κοινωνική ζωή.
Ο Dix παρακάλεσε έναν φωτογράφο φίλο του να του μεγεθύνει κάποιες από τις φωτογραφίες αυτές ώστε να τις χρησιμοποιήσει σαν πηγή πληροφοριών.
Κατά καθόλου τυχαία σύμπτωση, το 1924 πολλές από τις συγκλονιστικές αυτές φωτογραφίες συμπεριελήφθησαν στο βιβλίο Krieg dem Kriege («Πόλεμος στον Πόλεμο») που εξέδωσε σε πολλές γλώσσες ο φιλειρηνιστής Ernst Friedrich.
Η σειρά «Ο Πόλεμος» αποτελείται από πέντε portfolios. Το κάθε ένα περιλαμβάνει 10 χαρακτικά, δημιουργώντας ένα σύνολο εικόνων. Ας επιτραπεί στον γράφοντα να συνεισφέρει μια προσωπική μαρτυρία. Είχα την ευκαιρία το 2007 να δω όλη τη σειρά άψογα εκτεθειμένη, καθώς και πολλά από τα σκίτσα που ο Dix έκανε στο μέτωπο, στην έκθεση «Allemagne, les années noires», «Γερμανία, τα μαύρα χρόνια», στο Μουσείο Μαγιόλ στο Παρίσι. Δεν ήξερα το έργο, κι έτσι είχα την ευκαιρία να το δω χωρίς το δέος που προκαλεί η εκ των προτέρων γνώση της αξίας του. Τα πρώτα αισθήματα ήταν ανάμικτα. Μια έντονη αποστροφή, μια δυσκολία να αντιμετωπίσω αυτό που έβλεπα αλλά και μια ταυτόχρονη ακαταμάχητη έλξη να επιστρέψεις, να το ξαναδείς, να πλησιάσεις. Ωσάν να καλείσαι να παραστείς μάρτυς σε θανατηφόρο δυστύχημα ή σε νεκροτομείο. Κλείνοντας τη μαρτυρία αυτή, θα ήθελα να κάνω σαφές πως συμμερίζομαι απολύτως την άποψη πολλών ευρυμαθών μελετητών, και κατά πολύ ειδικοτέρων εμού, οι οποίοι κατατάσσουν τη σειρά «Ο Πόλεμος» στα επιφανέστερα επιτεύγματα της χαρακτικής του 20ού αιώνα.
Το μόνον έργο με το οποίο μπορεί επάξια να συγκριθεί είναι η πασίγνωστη και αγέραστη σειρά «Τα δεινά του πολέμου» («Los desastres de la guerra») του Γκόγια. Διαφορετικό όμως είναι το περιεχόμενο των δύο έργων, και τελείως άλλες οι πηγές της έμπνευσης. Ο Γκόγια απεικονίζει την αγριότητα και την ωμότητα του ανθρώπου επί του αντιπάλου του. Βλέπουμε ανθρώπους να προβαίνουν σε απάνθρωπες πράξεις πάνω στους αιχμάλωτους εχθρούς.
Από τα 50 χαρακτικά του Otto Dix, μόνον 2 δείχνουν στην ίδια εικόνα τους εχθρούς. Όλες οι άλλες χαλκογραφίες δείχνουν τις ανυπόφορες και ολέθριες επιπτώσεις του πολέμου σ’ όλη τους τη φυσική διάσταση. Ουδείς ηρωισμός υπάρχει εδώ, ουδεμία προσπάθεια να εξυμνηθεί η πολεμική αρετή των Γερμανών συμπολεμιστών του. Τίποτα τέτοιο. Υπάρχει μόνο λάσπη, τρέλα, σήψη, κόκαλα πεθαμένων, σκουλήκια, μαύρο χώμα σκαμμένο από τους όλμους, πόρνες του στρατού, μάσκες αντιασφυξιογόνες, αποσύνθεση, άνθρωποι αγνώριστοι από τα φρικτά τραύματα και τις πληγές, σύρματα, παλούκια, προχώματα και χαρακώματα διάσπαρτα με οστά, κρανία σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης. Με λίγα λόγια, η καθημερινή εμπειρία του στρατιώτη που έζησε όλα τα βάσανα του πολέμου και απέβαλε από τη σκέψη του κάθε εξιδανίκευση γι’ αυτόν. Είδε μόνον πόνο, θάνατο, καταστροφή, κι αυτή ζωγραφίζει. Είδε τους συμπολεμιστές του να γίνονται μαύροι από την έλλειψη οξυγόνου. Άλλους να μετατρέπονται σε άμορφη μάζα οστών, αίματος, σάρκας.
Τα δικά του λόγια
«Έπρεπε να πάω στον πόλεμο. Έπρεπε να γνωρίσω πώς κάποιος δίπλα σου ξαφνικά έπεφτε νεκρός, πώς μια σφαίρα τον χτυπούσε καίρια. Έπρεπε να γνωρίσω. Να το γνωρίσω άμεσα. Το ήθελα αυτό. Επιπλέον δεν είμαι διόλου ειρηνιστής, ή είμαι; Ίσως ήμουν ένα φιλοπερίεργο άτομο, έπρεπε να τα δω όλα αυτά για μένα. Είμαι τόσο ρεαλιστής, ξέρετε, που όφειλα να δω τα πάντα με τα ίδια μου τα μάτια για να βεβαιωθώ ότι είναι έτσι… Έπρεπε να ζήσω όλα αυτά τα απαίσια, απύθμενα ερέβη της ζωής για μένα. Γι’ αυτόν τον λόγο πήγα στον πόλεμο. Και γι’ αυτόν τον λόγο πήγα εθελοντής. Έπρεπε να τα δω με τα μάτια μου: την πείνα, τους ψύλλους, τη λάσπη, το χέσιμο πάνω σου από τον φόβο, το να σταυρώνεσαι. Αν θέλεις να είσαι ήρωας, πρέπει επίσης να γίνεις μάρτυρας των σκατών, μόνο αν βρεθείς εκεί μέσα για σένα μπορείς να γίνεις ήρωας».
Αν διαβάσουμε τη μαρτυρία του και κοιτάξουμε τα χαρακτικά, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι, παρά την πρώτη τους απατηλή αίσθηση αντικειμενικής αμεροληψίας, είναι εικόνες που δεν τους λείπει κάποια αξιολόγηση. Κι αυτή η αξιολόγηση, αδιαλείπτως, πηγάζει από τη ζοφερή θέση του δημιουργού για την ανθρώπινη συνθήκη. Σύμφωνα με τα λόγια του: «Τα πτώματα είναι απρόσωπα».
Η συμβίωση επί μακρόν σε συνθήκες τόσο σκληρές, με τις εικόνες που προαναφέραμε, διατράνωσε προφανώς μια κυνική αντιμετώπιση του ανθρωπίνου όντος. Ακόμη και τα πιο λαμπρά νιάτα, τα πιο σπινθηροβόλα μάτια, η ορμή, η ελπίδα, το σθένος, γίνονται σε μια στιγμή ένα απρόσωπο πτώμα που σήπεται και γίνεται βρωμερή βορά ποντικών και σκουληκιών. Η ζωή δίπλα στον Θάνατο, σχεδόν θάνατος κι η ίδια.
Ας αναφερθούμε συντόμως λίγο και στον τρόπο με τον οποίο ο καλλιτέχνης κατάφερε να δημιουργήσει αυτόν τον κόσμο.
Πρώτα απ’ όλα, ο αποκλεισμός του χρώματος.
Είναι δύσκολο να φανταστούμε αυτόν τον κόσμο του ζόφου, της νύχτας, του κρύου, της λάσπης κλπ., με χρώματα. Οι χρωματικές αντιθέσεις, με τη βίαιη σύγκρουσή τους ή τη λυρική μετεξέλιξή τους, δημιουργούν, ανεξαρτήτως του εικονιζομένου συμβάντος, αισθήματα ευφρόσυνα, μιας άγριας πιθανής ευφροσύνης, μιας λυσσώδους ίσως χαράς, αλλά το χαρούμενο στοιχείο διαποτίζει και εμφιλοχωρεί σε κάθε εκπηγάζον συναίσθημα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι άλλα δύο εμβληματικά έργα κατά του πολέμου, τα προαναφερθέντα «Δεινά του Πολέμου» του Γκόγια και η Γκουέρνικα του Πάμπλο Πικάσο, φανερώνουν ότι οι δημιουργοί τους έκριναν ως προσφορότερο μέσον την τονική αντίθεση του άσπρου με το μαύρο για να επιτύχουν τον στόχο τους.
Αφού αποκλείστηκε το χρώμα, ήταν μάλλον προφανές για τον καλλιτέχνη πως η οξυγραφία, είτε γραμμική (acquaforte) είτε τονική (acquatinta), με τις πάμπολλες δυνατότητες οπτικών εκφάνσεων που διαθέτει, ήταν το πλέον ενδεδειγμένο μέσον – και τούτο γιατί; Επειδή ο καλλιτέχνης γνώριζε τί εικόνες επρόκειτο να προσπαθήσει να παραστήσει. Τη σήψη, τη διάβρωση, το καμένο δέρμα, την αιμάσσουσα σάρκα, το λασπωμένο χώμα, τα σκουριασμένα σύρματα και τους πασσάλους των χαρακωμάτων, κλπ.
Διάβρωση, έγκαυμα, λάσπη, σκουριά, εικόνες που λαμβάνει η πρωτογενής επεξεργασία της ύλης από τον ζωγράφο και τον χαράκτη. Ο Dix ήξερε ότι η τεχνική της χαλκογραφίας, με τις απειράριθμες δυνατότητές της, δίνει στο βλέμμα όλες αυτές τις εντυπώσεις.
Τέχνη αλχημείας, τέχνη της διάβρωσης, της βίαιης εγχάραξης, της οξειδώσεως: πηγή όλων των ζοφερών μορφών που προαναφέρθηκαν.
Είναι φανερό, τουλάχιστον στον γράφοντα, ότι ο Dix επέλεξε την οξυγραφία ως μέσον για όλα τα παραπάνω, το αποτέλεσμα αποτελεί αδιάψευστη μαρτυρία.
Όλη η σειρά εκδόθηκε το 1924 και εκτέθηκε σε δεκαπέντε γερμανικές πόλεις το ίδιο έτος. Πρέπει να σημειωθεί ότι το 1924 είχε ανακηρυχθεί «Διεθνές Έτος κατά του Πολέμου» στο πλαίσιο της δεκάτης επετείου από την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου.
Η έκθεση της σειράς συμπεριλάμβανε και το κατεστραμμένο πια έργο «Το χαράκωμα», και έφερε τίτλο «Nie wieder Krieg» – No more war /Ποτέ πια πόλεμος.
Με την ελπίδα ότι το παρόν κείμενο ενδέχεται να προκαλέσει στον φιλότεχνο αναγνώστη την επιθυμία να αναζητήσει περαιτέρω πληροφόρηση για το έργο ή για την περίοδο αυτή της τέχνης, σταματάω εδώ αυτή την ατελή εκ των πραγμάτων απόπειρα.
Επιλέγω λίγες λέξεις του Otto Dix ώστε να πληροφορηθούμε τον λόγο για τον οποίο έφτιαξε το έργο:
«Δεν ζωγράφισα εικόνες πολέμου με σκοπό να αποτρέψω τον πόλεμο. Δεν θα ήμουν ποτέ τόσο αυθάδης. Τις ζωγράφισα με σκοπό να εξορκίσω τον πόλεμο. Όλη η τέχνη είναι προσπάθεια εξορκισμού».