Το φαινομένο του lobbying,[1] εκδηλούμενο με κάποιες από τις επιμέρους μορφές του, παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερο εγκληματολογικό ενδιαφέρον, το οποίο εντοπίζεται κατά κύριο λόγο σε δύο κεντρικά σημεία προβληματισμού: πρώτον, τη σημασία του ως παράγοντα διαμόρφωσης της αντεγκληματικής πολιτικής ενός κράτους, και, δεύτερον, κατά πόσο το ίδιο το φαινόμενο μπορεί υπό προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί εγκληματικό, ήτοι εάν μπορεί να γίνει λόγος για τη δημιουργία ενός νέου εγκληματικού τύπου. Ως προς αμφότερες τις ως άνω προβληματικές θα επιχειρηθεί μια σύντομη προσέγγιση.
Στην πρώτη προβληματική εντάσσεται η χρησιμοποίηση του lobbying από τις πολυεθνικές εταιρείες ως εργαλείου άσκησης επιρροής στην αντεγκληματική πολιτική των κρατών με σκοπό την ακώλυτη ικανοποίηση των οικονομικών τους συμφερόντων.[2] Εν προκειμένω, το lobbying εκδηλώνεται υπό τη μορφή της μεθόδου άσκησης επιρροής στο έργο της νομοθετικής εξουσίας (Public Policy Lobbying),[3] ή άλλως ως «η προσπάθεια που έχει σχεδιαστεί για να επηρεαστεί αυτό που κάνει η κυβέρνηση».[4] Η αξιοποίηση της συγκεκριμένης πρακτικής για την επίτευξη νομοθετικών μεταρρυθμίσεων προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων αναπόφευκτα –και ορθά– έχει υποβληθεί σε σημαντική κριτική, καθώς εμφανώς διαβρώνει τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομοθετική διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Διαβρωτική είναι η επίδραση της πρακτικής αυτής, όταν αντικείμενο της επιρροής καθίσταται η αντεγκληματική πολιτική ενός κράτους. Και τούτο διότι αυτή χαράσσεται επί τη βάσει ενός πλέγματος αξιολογήσεων σχετικά με την κοινωνικοηθική απαξία συγκεκριμένων συμπεριφορών και την εύρεση του καταλληλότερου τρόπου έκφρασης αυτής της απαξίας, ενώ συστηματοποιείται περαιτέρω μέσω της υιοθέτησης ενός συγκεκριμένου εγκληματολογικού προτύπου τιμώρησης. Όταν οι πολυεθνικές εταιρείες[5] ως ιδιωτικές ομάδες συμφερόντων αποκτούν λόγο στη διαμόρφωση της αντεγκληματικής πολιτικής, κυρίως όσον αφορά την αντιμετώπιση της οικονομικής εγκληματικότητας (π.χ. στην αποποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς, στην οριοθέτηση ενός πλαισίου ποινής, στη θέσπιση των προϋποθέσεων ποινικής δίωξης μιας εγκληματικής πράξης), οι δικαιοπολιτικές αξιολογήσεις αυτές του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αμβλύνονται, αν δεν τίθενται εκποδών. Καίτοι η εφαρμογή της πρακτικής αυτής επί μιας συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης είναι δυσχερώς διαπιστώσιμη, παραμένει εξόχως προβληματική. Συνεπώς, όταν το lobbying εκδηλώνεται υπό τους ως άνω όρους, μπορεί να λειτουργήσει ως αθέμιτος παράγοντας διαμόρφωσης της αντεγκληματικής πολιτικής ενός κράτους, υποκαθιστώντας τον δικαιοπολιτικό της χαρακτήρα –τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις– με ένα οικονομικό-ταξικό πρόσημο.
Ως προς τη δεύτερη προβληματική, έχει υποστηριχθεί ότι το lobbying εμφανίζει εγκληματολογική συγγένεια με τις αξιόποινες πράξεις διαφθοράς.[6] Η προσεκτικότερη εξέταση της σχέσης lobbying και διαφθοράς αποκτά κεντρική σημασία λόγω του κινδύνου που θέτει η τελευταία για τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους και για τα ανθρώπινα δικαιώματα.[7] Σύμφωνα με ορισμό της Διεθνούς Διαφάνειας, ως διαφθορά νοείται «η κατάχρηση της εμπιστευόμενης εξουσίας για προσωπικό όφελος».[8] Η εκτεταμένη σώρευση παρανόμου πλούτου μέσω των πράξεων διαφθοράς υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς, όχι μόνο επειδή κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολίτων στην ευνομούμενη λειτουργία του κράτους, αλλά και επειδή διαιωνίζει και βαθαίνει τις ταξικές ανισότητες.[9] Κατά τούτο, η διαφθορά μπορεί να λάβει πολύ ευρύτερες διαστάσεις από αυτές που διαγράφουν οι νομοτυπικές υποστάσεις των επιμέρους ποινικών διατάξεων μιας έννομης τάξης, καθώς αποτελεί εν τέλει ένα φαινόμενο με ηθικοκοινωνικές καταβολές,[10] που τελείται εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων, επανατοποθετείται η διερεύνηση του κατά πόσον πράγματι το lobbying συμπλέκεται με ή εντάσσεται στην έννοια της διαφθοράς. Ειδικότερα, κεντρική ομοιότητά τους αποτελεί ότι τόσο ο εκπρόσωπος των συμφερόντων όσο και το πρόσωπο το οποίο παρέχει ένα αθέμιτο ωφέλημα αποσκοπούν στο να επηρεάσουν μια δημόσια απόφαση. Η συγγένεια αυτή σαφώς δεν μπορεί αφ’ εαυτής να αποτελέσει βάση για την κατάφαση του εγκληματικού χαρακτήρα του lobbying. Σύμφωνα με μια θεωρητική θέση,[11] η εγκληματική πράξη προϋποθέτει κατ’ ελάχιστον τρία στοιχεία: έναν πιθανό δράστη, έναν πιθανό στόχο και την απουσία ενός φύλακα ικανού να αποτρέψει το έγκλημα. Η θέση αυτή πρέπει να συνδυαστεί και με την εγκληματολογική θεωρία της ορθολογικής επιλογής,[12] η οποία έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας του λευκού κολλάρου (white collar crime).[13] Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, ο δράστης προτού εγκληματίσει, προβαίνει σε μια υπολογιστική στάθμιση των συναπτόμενων με την τέλεση του αδικήματος κινδύνων, αφενός, και της προσδοκωμένης από την τέλεση του αδικήματος (οικονομικής) ωφέλειας, αφετέρου. Κατά τούτο, μπορεί να ειπωθεί ότι, στην περίπτωση που η άσκηση επιρροής κριθεί ως αναποτελεσματική, είναι πιθανόν οι ομάδες συμφερόντων, υιοθετώντας μια παρόμοια υπολογιστική προσέγγιση εκτίμησης των κινδύνων, των συνεπειών, του κόστους και του αναμενόμενου κέρδους, να προβούν σε πράξεις διαφθοράς προκειμένου να κάμψουν τους κανόνες προς όφελός τους.[14] Στην περίπτωση αυτή, ο πιθανός δράστης είναι διατεθειμένος να τελέσει πράξεις διαφθοράς, καθόσον αυτές αξιολογούνται αποτελεσματικότερες ως προς την επίτευξη του επιθυμητού σκοπού, εντοπίζει έναν κατάλληλο στόχο, με τη μορφή ενός σημαίνοντος προσώπου που εμπλέκεται στη χάραξη πολιτικής, πρόθυμου να ενεργήσει παράνομα, και, ελλείψει ικανών αποτρεπτικών μηχανισμών, ασκεί μέσω της διαφθοράς την επιρροή του. Εκ της ανωτέρω εγκληματολογικής προσέγγισης, συνάγεται ότι το lobbying ενέχει δυνάμει εγκληματικό χαρακτήρα, καθώς δύναται να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της διαφθοράς και να επεκτείνει το εγκληματικό πεδίο της.
Η παρατήρηση αυτή, ιδωμένη μάλιστα υπό το φως διαβρωτικής επίδρασης της διαφθοράς για την δημοκρατία, υποδεικνύει την ανάγκη δογματικής θεμελίωσης μιας αξιόποινης κατηγορίας lobbying ως αυτοτελούς εγκληματικού τύπου διαφθοράς.[15]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Βλ. Μπίνη Α., Σωτηροπούλου Α., LOBBYING: ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ EΠΙΡΡΟΗΣ ΜΕ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ (2022), σ. 10, όπου το lobbying κατά τα ελάχιστα στοιχεία του περιλαμβάνει πάντοτε «την προώθηση των συμφερόντων μίας ομάδας κατά τη διαδικασία λήψης μίας απόφασης». ↑
- Βλ. Τεχνιτή Μ., Σκέψεις για τη Σχέση των Πολυεθνικών Εταιριών με την Αντεγκληματική Πολιτική των Κρατών, Τιμητικός Τόμος για τον Νέστορα Κουράκη, προσπελάσιμο σε:
http://crime-in-crisis.com/%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B7-%CF%83%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B7 %CF%84%CF%89%CE%BD%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CE%B5%CE%B8%C
E%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%B5/#_ftn15. ↑ - Βλ. ό. π., σημ. 9 και 10. ↑
- Βλ. Μπίνη Α., Σωτηροπούλου Α., ό. π., σημ. 27, σ. 10. ↑
- Βλ. για τους λοιπούς τρόπους που αξιοποιούν οι πολυεθνικές εταιρείες, και ιδίως για την πρακτική των Διμερών Συμφωνιών Επενδύσεων, Τεχνιτή Μ., ό. π. ↑
- Βλ. Μπίνη Α., Σωτηροπούλου Α., ό. π. σ. 30 επ. ↑
- Βλ. σχετικώς Κάρκαλη Ι., Δίκαιο και πολιτική κατά της διαφθοράς, 2016, σ. 7, όπου παρατηρείται ότι:
«είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι αυτοί που ειλικρινά πιστεύουν στην καλή διακυβέρνηση, στην εξάλειψη του πελατειακού κράτους, των διεφθαρμένων συναλλαγών, της φαυλοκρατίας είναι πολλοί. Στην πραγματικότητα, είναι οι πολλοί: η σιωπηλή πλειοψηφία των έντιμων ανθρώπων που προκρίνουν με τον καθημερινό μόχθο τους την αξιοκρατία, την πρόοδο κατά την ατομική αξία καθενός, τη διαφάνεια, την αλληλεγγύη». ↑ - Βλ. επίσημη ιστοσελίδα Διεθνούς Διαφάνειας, προσπελάσιμη σε: http://www.transparency.org/whoweare/organisation/faqs_on_corruption/2/#defineCorruption. ↑
- Βλ. Σιμόπουλου Κ., Η διαφθορά της εξουσίας, Στάχυ, 4η έκδ. 2001, σ. 53. ↑
- Βλ. Μπεντενιώτη Α., Ιωάννου Λ., Κωνσταντίνου Α., Γεωργιάδη Θ., ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Θεσμικό πλαίσιο, διεθνή πρότυπα και πρακτική εφαρμογή, 2022, σ. 8 ↑
- Πρόκειται για το βασικό εγκληματικό τρίγωνο του Felson. Βλ. Felson, M. (1986). Linking Criminal Choices, Routine Activities, Informal Control, and Criminal Outcomes, στο Andresen, M. A., Brantingham, P. J., Kinney, J. B. (επιμ.), Classics in Environmental Criminology, σ. 341-349. ↑
- Βλ. Scheschke Sebastian, Bachelor Assignment: EU Lobbying – Between Pluralism and Criminality?, σ. 17 επ., προσπελάσιμο σε: https://essay.utwente.nl/62723/1/Sebastian_Scheske.pdf. ↑
- Βλ. Τεχνιτή Μ., ό. π., για την εφαρμογή της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής στην αξιόποινη δράση των πολυεθνικών εταιρειών, σύμφωνα με τον οποίο: «όταν οι ποινικές κυρώσεις έναντι των εταιριών όταν επιβάλλονται είναι χρηματικές, τότε για αυτές, η απόφαση το αν θα παρανομήσουν ή όχι, προκύπτει απλώς από μια αφαίρεση, – και αν όχι από μια μελέτη οικονομικού ρίσκου». ↑
- Βλ. Μπίνη Α., Σωτηροπούλου Α., ό. π., σ. 30 επ. ↑
- Βλ. Scheschke S., ό. π., σ. 30 επ., όπου προτείνεται η εισαγωγή των όρων «criminal lobbying» και «corruptive lobbying» ως αξιόποινων κατηγοριών lobbying. ↑