Στην παρούσα εργασία επιχειρείται η εξέταση των συμπερασμάτων και των προτάσεων του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των Εναλλακτικών της Φυλάκισης Θεσμών για τον περιορισμό της χρήσης της φυλάκισης[1] υπό το πρίσμα των Ευρωπαϊκών Κανόνων για τις κυρώσεις και τα μέτρα που εκτελούνται στην κοινότητα [Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες Περί Κοινοτικών Κυρώσεων και Μέτρων CM/Rec(2017)3]. Διερευνάται η συμβατότητα των πορισμάτων του ερευνητικού έργου που διεξήχθη από το Παρατηρητήριο κατά την περίοδο 2014-2016, με την κατά ένα έτος μεταγενέστερη Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και, συγκεκριμένα, εάν και κατά πόσο οι προτάσεις και η «διακήρυξη» του Παρατηρητηρίου είναι συμβατές με τη φιλοσοφία που εκφράζεται και τις κατευθύνσεις πολιτικής που δίδονται στη Σύσταση αυτή. Η εργασία περιλαμβάνει την απόδοση στην ελληνική γλώσσα[2] της Σύστασης και συναφών με την προβληματική που θέτει το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο αποσπασμάτων του συνοδευτικού Σχολιασμού της[3] ώστε, σε συνδυασμό με την ήδη διαθέσιμη στα ελληνικά παρουσίαση του ερευνητικού έργου,[4] κάθε ενδιαφερόμενος αναγνώστης να μπορεί να διαμορφώσει ευκολότερα προσωπική άποψη για το θέμα. Περαιτέρω, εξυπηρετείται η ευρύτερη διάδοση των Συστάσεων και των λοιπών κειμένων που εγκρίνονται από τα αρμόδια όργανά του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στα κείμενα αυτά αποτυπώνονται οι τρέχουσες αντιλήψεις, τάσεις, προτεραιότητες και πολιτικές (εν προκειμένω) στο ποινολογικό πεδίο[5].
Ειδικότερα, με αφετηρία τα συμπεράσματα και τις προτάσεις που διατυπώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα μέτρα και τις κυρώσεις που χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικές λύσεις στο πρόβλημα της ίδιας της φυλακής ή στα προβλήματα που προκαλούνται από την έκταση της χρήσης της, επιχειρείται να οροθετηθεί η σχέση της ποινολογικής αντίληψης των φορέων που συνεργάστηκαν στο πλαίσιο του Παρατηρητηρίου με τις βασικές αρχές, τις κατευθύνσεις και τις πολιτικές που έχουν αποτυπωθεί στους Κανόνες του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2017.
Σημειώνεται ότι άξονας αναφοράς της έρευνας του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου κατά τη διετία διεξαγωγής του έργου σε οκτώ χώρες με δέκα ποινικές δικαιοδοσίες ήταν οι Κανόνες του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Κοινωνική Αρωγή (γνωστή ως «δοκιμασία» [probation]). Οι τελευταίοι, εγκεκριμένοι από το 2010, εντάσσουν στις βασικές αρχές της κοινωνικής αρωγής τον εξατομικευμένο χαρακτήρα της, την περιστολή της εγκληματικότητας, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των δραστών, την ανάγκη να παραμείνει η κοινωνική αρωγή στην ευθύνη του δημοσίου και, τέλος, τη συνεργασία με άλλες αρχές και φορείς προκειμένου να υπάρξει ολιστική αντιμετώπιση των αναγκών των δραστών[6].
Οι Ευρωπαϊκοί Κανόνες του 2017 αντικαθιστούν τη Σύσταση No R (92) 16 («Ευρωπαϊκοί Κανόνες για τις κυρώσεις και τα μέτρα που εκτελούνται στην κοινότητα») και τη Σύσταση Rec (2000) 22 για τη «Βελτίωση της εφαρμογής των Ευρωπαϊκών Κανόνων για τις κυρώσεις και τα μέτρα που εκτελούνται στην κοινότητα». Τα δύο αντικατασταθέντα κείμενα έχουν αποδοθεί στην ελληνική σε δύο εκδοχές, από την Πιτσελά[7] και τον Αλεξιάδη[8].
Οι αρνητικές συνέπειες της φυλακής, του επαχθέστερου –όπου έχει καταργηθεί η θανατική ποινή– μέτρου αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, έχουν αναπτυχθεί εκτενώς[9]· η επιμονή στη μαζική καταφυγή σε ένα μέτρο που αφενός προκαλεί περιττό άλγος, αφετέρου δεν ικανοποιεί τους θεσμικά διακηρυγμένους στόχους του (προστασία της κοινότητας από την εγκληματικότητα και μείωση της υποτροπής) κρίθηκε από τα κράτη - μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι θα πρέπει να αναθεωρηθεί ως πολιτική. Ήδη από το 1987 με τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες (Σύσταση No R (87) 3, οι οποίοι αναθεωρήθηκαν το 2006 με τη σύσταση Rec (2006) 2 και τελούν υπό νέα, περιορισμένη αναθεώρηση[10]), το Συμβούλιο τονίζει πως η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έσχατη λύση, και κατά συνέπεια να μην αποτελεί αυτοματοποιημένη απάντηση των κρατών στο έγκλημα. Επιπλέον, το 1999 το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε τη Σύσταση R (99) 22 σχετικά με τον υπερκορεσμό και τον πληθωρισμό του πληθυσμού των φυλακών[11], με την οποία καλούνται τα κράτη - μέλη να καταφεύγουν στη στέρηση της ελευθερίας ως επιλογή έσχατης ανάγκης και για εγκλήματα ιδιαίτερα βίαια, για τα οποία δεν μπορούν να εφαρμοστούν εναλλακτικές της στέρησης της ελευθερίας επιλογές. Στο ίδιο πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Εγκληματολογικών Προβλημάτων (CDPC) επεξεργάστηκε τη Λευκή Βίβλο για τον υπερπληθυσμό των φυλακών του 2016[12]. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT), η μακρόχρονη έκθεση των κρατουμένων σε κακές συνθήκες μπορεί να θεωρηθεί κακομεταχείριση[13]. Έτσι, τα κράτη - μέλη καλούνται, εκτός από τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης, να επιλέγουν τη φυλάκιση μόνο όταν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν εναλλακτικά μέτρα και κυρώσεις[14]. Αντίστοιχη σύσταση έχει εκδώσει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[15].
Οι εναλλακτικοί θεσμοί της στέρησης της ελευθερίας θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικοί. Αυτό οφείλεται όχι μόνον στην εκτίμηση ότι αποτελούν τρόπους αποφυγής των δυσμενών συνεπειών της φυλακής για το άτομο, την οικογένειά του και για την κοινωνία, λόγω της αποτυχίας της φυλακής να παράξει το αναμενόμενο εγκληματοπροληπτικό αποτέλεσμα και του ιδιαίτερα αυξημένου κόστους της συντήρησης των υπηρεσιών οι οποίες επιφορτίζονται με την εκτέλεση των κυρώσεων και των μέτρων στέρησης της ελευθερίας σε μαζικό επίπεδο, αλλά και στην αντίληψη ότι συνιστούν επιτυχημένα μέτρα καταπολέμησης του εγκλήματος. Επιπλέον, οι Κανόνες μπορούν να συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε αντί αυτά να αντιμετωπίζονται ως εμπόδια, να αποτελέσουν θεμέλιο και πηγή έμπνευσης της αντεγκληματικής πολιτικής και πράξης[16]. Παρά την αναγνωρισμένη σημασία των εναλλακτικών της φυλάκισης μέτρων και κυρώσεων στην κατεύθυνση αυτή, έχουν παρατηρηθεί στα κράτη - μέλη δυσκολίες στη θέσπισή τους, στην επιβολή τους από τις αρμόδιες αρχές, αλλά και στην εφαρμογή τους, σε επιχειρησιακό, γνωσιακό, μεθοδολογικό και υλικό επίπεδο. Παράλληλα, διαπιστώνεται σκεπτικισμός από τους εφαρμοστές του νόμου και το κοινωνικό σώμα όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους, γεγονός το οποίο δεν διευκολύνει την εφαρμογή τους. Επίσης, σε δομικό επίπεδο, η απουσία σχετικής κουλτούρας και η ανεπαρκής ανάπτυξη κατάλληλων υπηρεσιών καθώς και οι περιορισμένες ερευνητικές προσπάθειες ως προς τη χρήση των βέλτιστων πρακτικών, παρεμποδίζουν περαιτέρω την εφαρμογή[17].
Σύμφωνα με τη μελέτη που υποβλήθηκε από το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εναλλακτικών της Φυλάκισης Θεσμών[18], υπάρχει ανάγκη για δραστική μείωση της χρήσης της ποινής κατά της ελευθερίας και, συνεπώς, για την αντιμετώπισή της, τόσο στη νομοθεσία, όσο και την πράξη της αντεγκληματικής πολιτικής, ως έσχατη λύση, καθώς αυτή αποδεδειγμένα: α) αφενός δεν συμβάλει στη μείωση της εγκληματικότητας, τουλάχιστον στον βαθμό που χρειάζεται για να δικαιολογηθεί η κυριαρχία της στο πεδίο των ποινικών μέτρων και κυρώσεων, β) αφετέρου αποτελεί μια επιλογή που, κατά κανόνα, προσθέτει δεινά σε μια ήδη επιβαρυμένη προσωπική κατάσταση του υποκειμένου στο οποίο επιβάλλεται, χωρίς τελικώς να λειτουργεί υποστηρικτικά προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αποκατάστασης και επανένταξης.
Έτσι, η έρευνα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου καταλήγει ότι:
α. Υπάρχει ανάγκη για γενναία μείωση της χρήσης της φυλάκισης, καθώς η φυλακή δεν μειώνει την εγκληματικότητα, αλλά ενισχύει την υποτροπή και την πρόκληση βλάβης στον δράστη και την κοινότητα και αποσπά την προσοχή από τα κοινωνικά προβλήματα. κατά συνέπεια, είναι απαραίτητη η αναζήτηση διαφορετικών λύσεων.
β. Οι πολιτικές περιορισμού της χρήσης της φυλάκισης πρέπει να έχουν σκοπό τη μείωση της βλάβης και την εξοικονόμηση πόρων. Η επίτευξη της ασφάλειας μπορεί να προκύψει μέσω της περιορισμένης χρήσης της φυλάκισης και με επιλογές προσανατολισμένες στην κοινωνική δικαιοσύνη, τη θεραπεία, την αποκατάσταση και τη συμφιλίωση.
γ. Αυτές οι επιλογές θα πρέπει να συνδυαστούν όχι με αύξηση της εγκληματοποίησης, όχι με διεύρυνση δηλαδή του πεδίου παρέμβασης της ποινικής καταστολής και ενίσχυσης του τιμωρητικού πλέγματος, αλλά με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας, και με κατεύθυνση, τελικώς, ένα μικρότερο ποινικό σύστημα.
Στη συγκριτική μελέτη του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Εναλλακτικών της Φυλάκισης Θεσμών[19] έγινε προσπάθεια να ερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο η αυξανόμενη χρήση των εναλλακτικών της στέρησης της ελευθερίας μέτρων και κυρώσεων σηματοδοτεί μια μειωμένη χρήση της φυλακής, και γενικά σε ένα μικρότερο ποινικό σύστημα, με έμφαση στη μεταχείριση και στην επανένταξη, αντί της αυτοματοποιημένης επιβολής ποινών και μέτρων στέρησης της ελευθερίας. Μπορεί να ειπωθεί πως δεν έχει παρατηρηθεί μείωση της επιβολής και της έκτισης του έσχατου μέσου ποινικής παρέμβασης, δηλαδή της φυλάκισης, με τη χρήση εναλλακτικών μέτρων και κυρώσεων, κάτι που οφείλεται στις ιστορικές και πολιτικές συνθήκες κάθε χώρας. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού των φυλακών παράλληλα με την αύξηση της χρήσης των εναλλακτικών μέτρων και κυρώσεων. Από την άλλη πλευρά, παρατηρήθηκε μια μείωση της χρήσης της προσωρινής κράτησης, ως αποτέλεσμα της επιλογής εναλλακτικών αυτής μέτρων στο στάδιο της προδικασίας, η οποία όμως σηματοδοτεί τη χρήση των εναλλακτικών μέτρων ως κύρωση πριν από την ποινή, κάτι που είναι προβληματικό, υπό το πρίσμα του τεκμηρίου αθωότητας (άρ. 6 ΕΣΔΑ), κατά παράβαση της σχετικής πρόβλεψης των Ευρωπαϊκών Κανόνων για την Κοινωνική Αρωγή (CM/Rec(2001)1, κανόνας 7).
Επιπλέον, οι φορείς που συνεργάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο σημειώνουν την υποβάθμιση του ρόλου της κοινωνικής αποκατάστασης των δραστών και του τρόπου με τον οποίο επιχειρείται η προσφερόμενη σε αυτούς στήριξη, παρά το ότι οι μελέτες, σε σύμπλευση με τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες περί Κοινοτικών Κυρώσεων και Μέτρων[20], τονίζουν τη σημασία της για την αποφυγή της υποτροπής. Παρατηρούνται λοιπόν[21]:
α. Αύξηση του πληθυσμού των φυλακών, λόγω της εγκληματοποίησης κοινωνικών προβλημάτων.
β. Αύξηση του αριθμού των κρατουμένων σε συνδυασμό με αύξηση των εναλλακτικών μέτρων και κυρώσεων και υποχώρηση των θεραπευτικών και επανενταξιακών παρεμβάσεων σε όφελος τιμωρητικών και περιοριστικών επιλογών. Η στέρηση της ελευθερίας φαίνεται πως αποτελεί αυτόματη συνέπεια της μη συμμόρφωσης των κατηγορουμένων ή των δραστών με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το μέτρο ή την κύρωση που τους επιβλήθηκε.
γ. Ανάγκη για περιορισμό του ρυθμιστικού πεδίου του ποινικού συστήματος και μείωση του ρόλου της φυλακής, ώστε τα κοινωνικά προβλήματα να μην αντιμετωπίζονται με αυτοματοποιημένη χρήση μέτρων και κυρώσεων τιμωρητικού και ανταποδοτικού χαρακτήρα, αλλά με έμφαση στην επιδίωξη των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης. Με βάση αυτά, «καλύτερη» χρήση των εναλλακτικών της φυλάκισης μέτρων και κυρώσεων δεν σημαίνει «περισσότερη» χρήση τους, αλλά επιβολή τους με όρους αναλογικότητας, ως έσχατες επιλογές όταν κρίνεται ότι αφενός δεν είναι αναγκαία η επιλογή ενός μέτρου ή μιας κύρωσης που συνεπάγονται στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, αφετέρου δεν είναι ικανοποιητική η αποχή από την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού, όρου ή κύρωσης.
Έτσι, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εναλλακτικών της Φυλάκισης Θεσμών, ανέδειξε τις εξής πτυχές, ως προτάσεις για μια νέα πολιτική όσον αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα που εκτελούνται στην κοινότητα[22]:
α. Η προσωρινή κράτηση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έσχατο μέσο, δεδομένων του τεκμηρίου αθωότητας και του επώδυνου χαρακτήρα της. Η επίβλεψη των κατηγορουμένων και οι θεραπευτικές παρεμβάσεις στο στάδιο της προδικασίας θα πρέπει να αποφασίζονται μόνο με τη συναίνεση του προσώπου που υποβάλλεται σε αυτές[23].
β. Αναφορικά με την επιβολή των κοινοτικών ποινικών κυρώσεων, θα πρέπει να αποφεύγεται η κατάχρησή τους, κατά συνέπεια θα πρέπει αυτές να είναι ανάλογες με το είδος και τη σοβαρότητα της αξιόποινης πράξης για την οποία επιβάλλονται, να είναι εφικτή η συμμόρφωση του δράστη με τις υποχρεώσεις που αποτελούν περιεχόμενο κάθε κύρωσης, να μην είναι στιγματιστικές, προσβλητικές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του προσώπου, να επιβάλλονται κατόπιν εξατομικευμένης κρίσης και λεπτομερούς αξιολόγησης των αναγκών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του προσώπου που αφορούν, έπειτα από συνεκτίμηση παραγόντων όπως η ηλικία και η ωριμότητά του, καθώς και η ικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της έννομης τάξης και η προσδοκία ότι θα ωφεληθεί από τις παρεμβάσεις που θα γίνουν στο πλαίσιο αυτό. Ακόμη, οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις λόγω φυλής, θρησκείας, θέσης, οικονομικής κατάστασης ή άλλων χαρακτηριστικών, να στοχεύουν στην αποκατάσταση των ανθρώπων και να τους καθιστούν ικανούς να ζήσουν απέχοντας από την τέλεση αξιόποινων πράξεων, συμβάλλοντας στην προσωπική τους αυτονομία και την κοινωνική επανένταξή τους. Τέλος, οι εναλλακτικές κυρώσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται με επαρκή οργάνωση, χρηματοδότηση και στελέχωση των δομών και των αρμόδιων για την εκτέλεσή τους υπηρεσιών, από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες. Η ανάμειξη του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να υπόκειται στις δικλείδες ασφαλείας και στα κριτήρια που ισχύουν και για το δημόσιο τομέα.
γ. Αναφορικά με τα κοινοτικά μέτρα που έπονται της αποφυλάκισης, δηλαδή εφαρμόζονται μετά την έκτιση μέρους της ποινής κατά της προσωπικής ελευθερίας σε φυλακή, επισημαίνεται πως οι απαιτήσεις που θα συνοδεύουν την απόλυση υπό όρους θα πρέπει να είναι ανάλογες με τη φύση και τη διάρκεια των μέτρων αυτών, να είναι στοχευμένες και πρακτικές, να προσανατολίζονται στην επανένταξη του απολυθέντος και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλεί η έκτιση της ποινής στη φυλακή, να είναι διαθέσιμες χωρίς διακρίσεις, και, τέλος, να τελούν υπό διαδικαστικές εγγυήσεις που θα δίνουν τη δυνατότητα αμφισβήτησης και επανεξέτασης των επιβληθέντων όρων και περιορισμών.
δ. Περαιτέρω, όσον αφορά την αθέτηση των όρων και των υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί με τους εναλλακτικούς θεσμούς, συνιστάται οι συνέπειες να είναι ανάλογες της μη συμμόρφωσης ή της αξιόποινης πράξης του κατηγορούμενου ή του δράστη, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών συνθηκών του, χωρίς υποχρεωτική και άμεση συνέπεια τον εγκλεισμό στη φυλακή ή την αυστηροποίηση των όρων ή των υποχρεώσεων που παραβιάστηκαν. Υποστηρίζεται, επίσης, η όποια συνέπεια να επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία θα εξετάζει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και θα είναι απαλλαγμένη από διακρίσεις, λαμβάνοντας υπόψη και την εκτιμώμενη επίδραση των συνεπειών στο πρόσωπο του κατηγορούμενου ή του δράστη.
ε. Τέλος, το Παρατηρητήριο καταθέτει συστάσεις σχετικά με τη λογοδοσία των αρχών, τη διαφάνεια των διαδικασιών και τη δημοσίευση ερευνών και αποτελεσμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των κοινοτικών μέτρων και κυρώσεων. Έτσι, οι αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες θα πρέπει να λογοδοτούν δημοσίως για την επίδραση των πολιτικών τους στη χρήση της φυλακής και των εναλλακτικών θεσμών. Η εφαρμογή τους πρέπει να παρακολουθείται από ανεξάρτητα και επαρκώς χρηματοδοτούμενα όργανα. Ακόμη, τα δεδομένα που προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων και των κυρώσεων που εκτελούνται στην κοινότητα θα πρέπει να δημοσιεύονται τακτικά. Επιπλέον, εκφράζεται η θέση να μη θεωρούνται τα ποσοστά υποτροπής ως μοναδικό κριτήριο για την επιτυχία ή μη της υλοποίησης των πολιτικών σχετικά με τις εναλλακτικές της στέρησης της ελευθερίας επιλογές, ενώ θα πρέπει να παρακολουθείται το κόστος της χρήσης της φυλακής και των εναλλακτικών θεσμών· τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να δημοσιεύονται και να είναι προσβάσιμα και κατανοητά στο ευρύ κοινό, ώστε να υπάρχει επαρκής ενημέρωση του κοινωνικού σώματος για τις δαπάνες και τις λοιπές συνέπειες των διαφορετικών (φυλακτικών και μη) επιλογών που εφαρμόζονται για τον έλεγχο του εγκλήματος.
Το νέο κείμενο των Κανόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης δομείται σε δέκα υποκεφάλαια (σχετικά με τις βασικές αρχές-I, το νομικό πλαίσιο-II, την υλοποίηση και τις μεθόδους-III, την κοινοτική συμμετοχή-IV, τη συναίνεση, τη συνεργασία και τον καταναγκασμό-V, τη μη συμμόρφωση και ανάκληση-VI, την οργάνωση, το προσωπικό και τους πόρους-VII, τις διαδικασίες επιθεώρησης, παρακολούθησης και υποβολής παραπόνων-VIII, την έρευνα, την αξιολόγηση, τη συνεργασία με τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό-IX, και την αναθεώρηση των κανόνων-X). Εγκρίθηκε στις 22 Μαρτίου 2017, και, στο προοίμιό του αναφέρεται στη σημασία των κυρώσεων και των μέτρων που εκτελούνται στην κοινότητα[24] για την καταπολέμηση του εγκλήματος χωρίς την καταφυγή στο έσχατο και πιο επώδυνο μέσο, τη στέρηση της ελευθερίας, και στην ανάγκη αναθεώρησης των Κανόνων σε εναρμόνιση με τις εξελίξεις και τις νέες δυνατότητες που έχουν αναδυθεί και οι οποίες επιτάσσουν τη συχνή αναθεώρηση και επικαιροποίησή τους.
Οι Κανόνες του 2017, σε σύμπνοια, με μια πρώτη ανάγνωση, με τις εξελίξεις στον τομέα του δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εκτέλεσης των ποινών και μέτρων, και αυτών που πλήττουν τη προσωπική ελευθερία και άλλων που δεν συνεπάγονται τη στέρησή της, ορίζουν πως οι κοινοτικές ποινές και τα κοινοτικά μέτρα θα πρέπει να εφαρμόζονται με αυστηρή προσήλωση στα θεμελιώδη δικαιώματα (αρχή της αναλογικότητας του μέτρου ή της κύρωσης με το έγκλημα, σεβασμός της κατάστασης της υγείας και της ψυχολογικής κατάστασης του προσώπου, απαγόρευση διακρίσεων, σεβασμός της ιδιωτικής ζωής), να σέβονται το πρόσωπο που υπόκειται σε αυτά και να επιδιώκουν την κοινωνική του επανένταξη· η εκτέλεσή τους θα πρέπει να μην επιβαρύνει τον ήδη στιγματιστικό και επώδυνο χαρακτήρα τους, ενώ θα πρέπει η παραβίαση ενός όρου ή μιας υποχρέωσης να μην οδηγεί αυτόματα σε εκτέλεση ποινής ή μέτρου που περιλαμβάνει στέρηση της ελευθερίας. Έτσι, η πρόσβαση των δραστών σε διαδικασίες κοινωνικής ένταξης και στους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών μπορεί να δημιουργήσει προσδοκίες για την ουσιαστική πρόληψη της υποτροπής, δίνοντας έμφαση στη συναίσθηση της προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης των δραστών[25].
Το νέο κείμενο των Κανόνων για τις ποινές και τα μέτρα που εκτελούνται στην κοινότητα αποτελεί μια προοδευτική αποτύπωση νέων αντιλήψεων και αρχών που θα πρέπει να διέπουν τη νομοθέτηση, την επιβολή, την εκτέλεση και την εφαρμογή ποινών και μέτρων εναλλακτικών της στέρησης της ελευθερίας, αλλά και την επιθεώρηση και παρακολούθηση των τηρούμενων διαδικασιών και του έργου των επαγγελματιών του πεδίου, τη χρηματοδότηση και την εν γένει υλική στήριξη των σχετικών πολιτικών, την έρευνα και τη λογοδοσία, προς τον σκοπό της διάδοσης των αποτελεσμάτων σχετικά με τις επιτυχίες και αποτυχίες των φυλακτικών και μη φυλακτικών μέτρων και κυρώσεων. Οι εξελίξεις στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης και της εκτέλεσης των ποινών και των μέτρων που περιλαμβάνουν τη στέρηση της ελευθερίας, καθώς και των μη στερητικών της ελευθερίας επιλογών, η έρευνα και τα πορίσματα σχετικά με την αύξηση του πληθυσμού των φυλακών, οι ποσοτικές και ποιοτικές μεταβολές της εγκληματικότητας και η αυξανόμενη επιρροή των κοινοτικών μέτρων και κυρώσεων, είχαν καταστήσει αναγκαία την ανανέωση και αναθεώρηση των Συστάσεων του 1992 και του 2000, προς την κατεύθυνση της ακόμη μεγαλύτερης μείωσης της κυριαρχίας της φυλακής στο πεδίο των ποινικών μέτρων και κυρώσεων, και προς την κατεύθυνση της εγκατάλειψης ενός αυστηρά τιμωρητικού - ανταποδοτικού συστήματος, σε όφελος μιας υποστηρικτικής και επανενταξιακής φιλοσοφίας αντεγκληματικής πολιτικής.
Η σημασία των Κανόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης περί κοινοτικών κυρώσεων και μέτρων έγκειται στη δυνατότητά τους να οδηγήσουν σε καλύτερες πολιτικές και πρακτικές, στον στρατηγικό σχεδιασμό αντεγκληματικών πολιτικών που στηρίζονται λιγότερο στην επιβολή πόνου, ή και να αξιοποιηθούν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την τεκμηρίωση της νομολογίας του (και άρα της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο πεδίο ποινικών –φυλακτικών και μη– κυρώσεων και μέτρων), εμπνεόμενο από το γράμμα και το πνεύμα των Κανόνων (όπως, για παράδειγμα, έχουν αξιοποιηθεί οι Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες). Ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει στην προστασία της ιδιωτικής ζωής (άρ. 8 ΕΣΔΑ) από τους κινδύνους που εμφιλοχωρούν σε πρακτικές που δοκιμάζουν πτυχές του δικαιώματος αυτού (προστασία του ατόμου, της οικογένειας και των συνεργατών του από αθέμιτες και αυθαίρετες παρεμβάσεις σε ό,τι αφορά την αποκάλυψη ευαίσθητων δεδομένων και πτυχών της προσωπικής ζωής, προστασία από πιθανές απειλές στην ασφάλεια και από πιθανή διακριτική μεταχείριση)[26].
Στο προοίμιο του κειμένου των Κανόνων περιγράφονται οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε απαραίτητη η αναθεώρηση της Σύστασης No. R (92) 16. Ωστόσο, παρά τις γενικές παρατηρήσεις (σχετικά με την ανάπτυξη του πεδίου των εναλλακτικών της φυλάκισης θεσμών, τη συμβολή τους στη μείωση της βλάβης που προκαλεί το έγκλημα και στη μείωση των δεινών της φυλακής, τη σημασία για κοινής κατεύθυνσης επιλογές στο πεδίο αυτό μεταξύ των κρατών - μελών και την ανάδειξη επιλογών, που καθιστούν αναγκαία μια επικαιροποίηση των πολιτικών σχετικά με τα εναλλακτικά μέτρα και τις εναλλακτικές κυρώσεις και τις σχετικές επιλογές), το τελικό προϊόν δεν αποτελεί τη συνολικά αρμονική αποτύπωση ενός κατασταλλαγμένου κειμένου αρχών, συστάσεων και προτροπών προς μια εναλλακτική αντεγκληματική θεώρηση.
Κατά συνέπεια, οι αναθεωρημένοι Κανόνες του 2017 δημιουργούν την εντύπωση ενός ατελούς εγχειρήματος όσον αφορά την πλήρη αποτύπωση ενός προγράμματος το οποίο θα ακολουθεί μια συγκεκριμένη φιλοσοφία και κατεύθυνση. Έτσι, γίνονται αναφορές στην αποχή από το έγκλημα (desistance from crime), η οποία, ως πρόταγμα αντεγκληματικής πολιτικής, σχετίζεται περισσότερο με παραδοσιακές αποτυπώσεις της κατανόησης της επίτευξης των σκοπών του ποινικού συστήματος, και μάλιστα στον πρώτο Κανόνα, που αφορά τις βασικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν τις κοινοτικές κυρώσεις και τα κοινοτικά μέτρα που εκτελούνται στην κοινότητα. Άλλες αναφορές αναδεικνύουν την ανάγκη για δημιουργία ενός υποστηρικτικού πλαισίου που θα δίνει έμφαση στις κοινωνικές αιτίες που οδηγούν στην εγκληματικότητα και ως εκ τούτου σε περισσότερο υποστηρικτικές της επανένταξης πολιτικές και στοχοθεσίες.[27]
Ακόμη, παρατηρείται, μέσα από τη γενικά θετική σύσταση περί υιοθέτησης ενός ευρέος φάσματος επιλογών μη στερητικών της ελευθερίας, η δημιουργία ενός, θα μπορούσε να πει κανείς, οριακά συγκεχυμένου πλαισίου επιλογής μέτρων και κυρώσεων. Έτσι, για παράδειγμα, η προσπάθεια κάλυψης όλων των δυνατών επιλογών σχετικά με την ανάθεση της υλοποίησης των κοινοτικών μέτρων και κυρώσεων (σε δημόσιους φορείς, σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, στον ιδιωτικό τομέα, σε εθελοντές) δείχνει προς την κατεύθυνση του συγκερασμού διαφορετικών αντιλήψεων, που μπορεί να αποβαίνει σε βάρος της συνεκτικότητας των πολιτικών που προτείνονται. Αυτό που διαφαίνεται, δηλαδή, είναι μια προσπάθεια να ικανοποιηθούν όλα τα ενδιαφερόμενα και εμπλεκόμενα στη σύνταξη των Κανόνων μέρη, με την αποτύπωση στο τελικό κείμενο διαφορετικών (ενδεχομένως και δύσκολα εναρμονιζόμενων μεταξύ τους) ποινολογικών επιλογών και αντιλήψεων .
Επιπλέον, επισημαίνεται πως οι Κανόνες εκφράζουν μιαν ιδιαίτερα αισιόδοξη αντίληψη για τα οφέλη των ποινών και των μέτρων που εκτελούνται στην κοινότητα· παρά την αισιοδοξία αυτή, θα πρέπει να υπομνησθεί πως, όπως έχουν δείξει έρευνες, η εφαρμογή μη φυλακτικών, κοινοτικών μέτρων και κυρώσεων δεν έχει οδηγήσει σε μείωση των ποσοστών φυλάκισης και πως σε κάθε περίπτωση η σχέση μεταξύ αυτών των μέτρων και κυρώσεων και της στέρησης της ελευθερίας είναι πιο σύνθετη. Ενδεχομένως, μάλιστα, κάποιες συμπεριφορές να πρέπει να αντιμετωπίζονται με πλήρη αποφυγή του ποινικού μηχανισμού εν γένει για ορισμένες πράξεις, ήτοι με απεγκληματοποίηση, ή με την αποποινικοποίηση άλλων πράξεων που θα έπρεπε ενδεχομένως να αντιμετωπίζονται με κυρώσεις όπως επίπληξη, πρόστιμα κ.ά., που ανταποκρίνονται περισσότερο στη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας.
Αυτή η τελευταία, τελικώς, είχε υποστεί ένα σοβαρό πλήγμα στους αντικατασταθέντες Κανόνες του 2000, σε σχέση με το αρχικό κείμενο του 1992. Το πλήγμα αυτό «επιβιώνει» και στους Κανόνες του 2017, στους οποίους εισάγονται πάντως, εγγυήσεις όσον αφορά την αιτιολόγηση και τον δικαστικό έλεγχο της διάρκειας των κοινοτικών μέτρων και κυρώσεων. Συγκεκριμένα, στο κείμενο των Κανόνων του 1992 ορίζεται σαφώς και απολύτως πως η διάρκεια όλων των μέτρων και των κυρώσεων θα πρέπει να είναι ορισμένη. Στους Κανόνες του 2000 προστίθεται εξαίρεση, για τις περιπτώσεις που ο δράστης, σε συνδυασμό με προηγούμενη καταδίκη του, θέτει, λόγω συγκεκριμένων προσωπικών χαρακτηριστικών, σπουδαίο συνεχιζόμενο κίνδυνο για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια στην κοινότητα. Οι Κανόνες του 2017 διατηρούν την εξαίρεση χωρίς να επαλαμβάνουν την αναφορά σε προηγούμενες καταδίκες και προσωπικά χαρακτηριστικά, αποφεύγοντας να πάρουν θέση ως προς τους λόγους που μπορεί να δικαιολογούν την αόριστη διάρκεια των κοινοτικών κυρώσεων και μέτρων, θέτοντας ωστόσο ως όρο την περιοδική εξέταση της αναγκαιότητας για τη συνέχισή τους και την παύση τους όταν αυτή δεν είναι πια απαραίτητη. Η ρύθμιση αυτή, ιδίως στο κείμενο του 2000, δείχνει μια απομάκρυνση από την αρχή της αναλογικότητας, προς την κατεύθυνση μιας αυξανόμενης σημασίας της διακινδύνευσης και της συνεκτίμησής της για τη μέτρηση του ύψους της ποινής. Η ίδια η εστίαση στη διακινδύνευση, όμως, μπορεί να αποτρέψει από την επιλογή ποινών και μέτρων που εκτελούνται στην κοινότητα, προς την κατεύθυνση των ποινών και μέτρων κατά της ελευθερίας.
Επιπρόσθετα, πρόκληση αποτελεί το ζήτημα των υπηκόων τρίτων χωρών και των ζητημάτων που ανακύπτουν λόγω της ιδιότητάς τους ως αλλοδαποί (επιβολή μέτρου ή ποινής σε μια χώρα, ενώ παράλληλα εκκρεμεί μέτρο επιστροφής τους σε άλλη χώρα, ζητήματα επικοινωνίας και άσκησης δικαιωμάτων λόγω εμποδίων που προκύπτουν από την άγνοια μιας γλώσσας και την έλλειψη διερμηνείας, κ.ά.). Οι Κανόνες κάνουν μνεία στην ανάγκη η πτυχή αυτή να εξετάζεται υπό το φως της εμπειρίας που εξακολουθεί να σωρεύεται σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι υπήκοοι τρίτων χωρών αντιμετωπίζονται με διάκριση σε σχέση με τους γηγενείς[28].
Τέλος, όπως αναφέρεται, η προβλεπόμενη αναθεώρηση των Κανόνων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την εμπειρία τόσο των εφαρμοστών των μέτρων και των ποινών που εκτελούνται στην κοινότητα όσο και των υποβαλλόμενων σε αυτά προσώπων.
Από την άλλη πλευρά, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εναλλακτικών της Φυλάκισης, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, υλοποίησε την έρευνά του κατά τα έτη 2014-2016, πριν από την έγκριση του τελικού κειμένου των αναθεωρημένων Κανόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης, καλεί προς μια συγκεκριμένη, συνεκτική και προσανατολισμένη σε συγκεκριμένες στοχοθεσίες πολιτική σχετικά με τα μέτρα και τις κυρώσεις που εκτελούνται στην κοινότητα, με σκοπό την επίτευξη της, γενικώς παραδεδεγμένης, σε επίπεδο ακαδημαϊκής έρευνας και συστάσεων, ανάγκης, αφενός για μείωση της επιβολής και έκτισης ποινών κατά της προσωπικής ελευθερίας, αφετέρου για υιοθέτηση άλλων, μη φυλακτικών επιλογών. Οι τελευταίες, δεν θα προσθέτουν στον ποινικό μηχανισμό, αλλά θα λειτουργούν αποκλειστικά ως επιλογές εκεί που κρίνεται ότι η στέρηση της ελευθερίας δεν είναι αναγκαία[29], με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και, τέλος, θα κατευθύνουν τα κράτη - μέλη προς την υιοθέτηση ενός προτύπου ποινικής πολιτικής το οποίο θα προκρίνει την υποστήριξη ως μέσο επανένταξης, παρά την τιμωρία ως μέσο αποχής από το έγκλημα.
Έτσι, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εναλλακτικών της Φυλάκισης Θεσμών, στη «Διακήρυξη για μια νέα ποινική αντίληψη»[30], συνοψίζοντας τη φιλοσοφία μιας κατά το δυνατό απεμπλοκής των κρατών από την επιμονή στην κυριαρχία της στέρησης της ελευθερίας, προτείνει να στρέψουμε το βλέμμα στη λογική ότι «το πανεπιστήμιο του εγκλήματος θα πρέπει να αντικατασταθεί από την εκπαίδευση για τη ζωή»[31]. Επομένως, οι κοινοτικές κυρώσεις και τα κοινοτικά μέτρα θα πρέπει να εγκαταλείψουν το ανταποδοτικό ιδεώδες και να διέπονται από άλλες αρχές, οι οποίες θα αναδεικνύουν τα επανενταξιακά και υποστηρικτικά χαρακτηριστικά τους και θα χρησιμοποιούν αντίστοιχα πλαίσια και υπηρεσίες, με τη συμμετοχή και ενεργοποίηση της ευθύνης του ίδιου του προσώπου που υποβάλλεται σε αυτές τις κυρώσεις και τα μέτρα, καθώς με την ανταποδοτική λειτουργία θεωρείται πως, άπαξ και εκτίθηκε η ποινή, έχει «ξεπληρωθεί» το χρέος προς την κοινωνία· η προσέγγιση αυτή κρίνεται από το Παρατηρητήριο ότι κατ’ ουσίαν αποτελεί «πρόσκληση» υποτροπής, με την εγκατάλειψη του δράστη στην πολλές φορές προδιαγραμμένη τύχη του. Αντίθετα, με τη μείωση της καταφυγής στη φυλακή, την απάλειψη των στιγματιστικών συνεπειών των εναλλακτικών μέτρων και κυρώσεων και την προσφορά πραγματικών δυνατοτήτων κοινωνικής επανένταξης και αποκατάστασης, είναι δυνατή η (με υποστήριξη, αλλά κατ’ ουσίαν από το ίδιο το πρόσωπο) αλλαγή, προς την κατεύθυνση που επιδιώκεται από τις αρχές της ποινικής δικαιοσύνης και της επανένταξης[32]. Συνέπειες, δηλαδή, ευεργετικές για τα ίδια τα πρόσωπα και τις οικογένειές τους, αλλά και για τα θύματα των αξιόποινων πράξεων, και κατ’ επέκταση για την κοινωνία. Το κείμενο των Κανόνων θα πρέπει να αξιοποιηθεί, παρά τα τρωτά σημεία που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, προς τη-22, σ. 24 για το δημόσιο τομέα,κτανοποιητικόσωπα ν κατεύθυνση της εμπέδωσης της αντίληψης πως η επιβολή ποινών και μέτρων για αξιόποινες πράξεις θέτει κινδύνους για τις θεμελιώδεις ελευθερίες· είναι σημαντικό να γίνει κτήμα πως το ζήτημα της αποδοτικότητας των επιλογών της αντεγκληματικής πολιτικής δεν πρέπει να θέτει τις βασικές επιδιώξεις της δικαιοσύνης και τα ανθρώπινα δικαιώματα υπό σκιά[33].
Η επεξεργασία του παρόντος κειμένου, όπως και η μετάφραση των Κανόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης περί κοινοτικών κυρώσεων και μέτρων [CM/Rec(2017)3], έγινε στο πλαίσιο του έργου «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ - MATCHING FUNDS» [ΕΛΚΕ ΔΠΘ, ΚΕ 81967] με φορέα χρηματοδότησης τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Tabar, Ο.F., Miravalle, Μ., Ronco, D., Torrente, G. (2016), Reducing the prison population in Europe: Do community based sentences work?, Rome: Antigone Edizioni (www.prisonobservatory.org/upload/EPO_2_WS1_Final_report.pdf), Heard, C. (2016), Alternatives to imprisonment in Europe: A handbook of good practice, Rome: Antigone Edizioni (www.prisonobservatory.org/upload/Good%20practice%20handbook%20AS.pdf), European Prison Observatory (2016), Manifesto for a New Penal Culture, Rome: Antigone Edizioni (www.prisonobservatory.org/upload/Manifesto%20English%20variation%202.pdf).
[2] Συνημμένο έγγραφο στην ελληνική μετάφραση της συμβολής του R. Canton για την αξία, την προέλευση, τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις των Ευρωπαϊκών Κανόνων περί Κοινοτικών Κυρώσεων και Μέτρων, στο παρόν τεύχος.
[3] Βλ. το κείμενο της Σύστασης και του Σχολιασμού στην αγγλική γλώσσα (από την οποία έγινε και η απόδοση στα ελληνικά) σε https://rm.coe.int/168070c09b 9.
[4] Αλοσκόφης, Ο., Βιδάλη, Σ., Κόρος, Δ., Κουλούρης, Ν., Μαυρομάτη, Α., Σπυρέα, Σ. (2017). Ποινικές κυρώσεις και δικονομικά μέτρα που εφαρμόζονται στην κοινότητα: Οι εναλλακτικές επιλογές στη στέρηση της ελευθερίας. Η έρευνα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Φυλακών και η ελληνική συμβολή. Αθήνα: Μοτίβο Εκδοτική – Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Για την αρχική ελληνική έκθεση βλ. Koulouris, N., Aloskofis, W., Vidali, S., Koros, D., Spyrea, S. (2015), Alternatives to Prison in Europe: Greece. European Prison Observatory. Alternatives to detention. Rome: Antigone Edizioni, http://www.prisonobservatory.org/alternatives/ALTERNATIVES%20TO%20PRISON%20IN%20EUROPE.%20GREECE.pdf
[5] Στην κατεύθυνση αυτή, και στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να τεθεί στη διάθεση όλων των πλευρών που ασχολούνται με τη χάραξη πολιτικής και τις πρακτικές εφαρμογές της στο πλαίσιο των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, εντάσσεται και η έκδοση ενός συνεκτικού, χρηστικού οδηγού βασισμένου στα θεμέλια των προδιαγραφών του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε διεθνή ερευνητικά στοιχεία και σε γνώσεις που έχουν αποκτηθεί από την πολυετή εφαρμογή σε διάφορες χώρες κοινοτικών κυρώσεων και μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής αρωγής: Geiran, V. και Durnescu, I. (2019), Implementing Community Sanctions and Measures. Guidelines, Council of Europe. Διαθέσιμο στο https://rm.coe.int/implementing-community-sanctions-and-measures/1680995098.
[6] https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/DisplayDCTMContent?documentId=09000016806f54e6.
[7] Πιτσελά, Α. (2003). Διεθνή Κείμενα Σωφρονιστικής Πολιτικής. Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 849-867 και 868-875.
[8]Αλεξιάδης, Σ. (2006). Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής. Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, Ε’ έκδοση, σ. 297-316 και 415-423.
[9] Ενδεικτικά: Χάιδου, Α. (2018). Ποινολογία-Σωφρονιστική. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 72 επ., Κουράκης, Ν., συνεργασία-επιμέλεια: Ν. Κουλούρης (2009). Ποινική Καταστολή, Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, Ε’ έκδοση, σ. 356 επ
[10] Council for Penological Co-operation (PC-CP), 9th Plenary meeting Strasbourg, 5-7 November 2019, Summary Meeting Report, PC-CP (2019) 10, Strasbourg, 12 November 2019 PC-CP\docs 2019\PC-CP(2019)10_E, https://rm.coe.int/pc-cp-2019-10-e-summary-meeting-report-9th-plenary-meeting-5-7-novembe/168098c644, σ. 4) και PC-CP(2018)15Rev6, PC-CP(2018)15Rev7.
[11] Αλεξιάδης, Σ. (2006). Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής. Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, Ε’ έκδοση, σ. 399-406
[12] European Committee on Crime Problems, White Paper on Prison Overcrowding, PC-CP\docs 2016\PC-CP(2015)6_e rev7, 30 June 2016 https://rm.coe.int/16806f9a8a.
[13] Murdoch, J. (2006). The Treatment of Prisoners: European Standards. Council of Europe: Council of Europe Publishing, σ. 212-213.
[14] European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment (2002), CPT Standards. CPT/Inf/E, Rev. 2010, Council of Europe, σ. 19-20.
[15] Rafaelli, R. (2017). Prison Conditions in Member States: Selected European Standards and Best Practices. Policy Department C: Citizens’ Rights and Constitutional Affairs. European Parliament. Διαθέσιμο στο http://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/BRIE/2017/583113/IPOL_BRI(2017)583113_EN.pdf.
[16] Canton, R. (2019), The European Rules on Community Sanctions and Measures: Their value, origins, effects and implications, στο παρόν τεύχος (και σε ελληνική μετάφραση).
[17] Bishop, N. and Schneider, U. (2001). Improving the implementation of the European Rules on Community Sanctions and Measures: Introduction to a new Council of Europe Recommendation. European Journal of Crime, Criminal Law, and Criminal Justice, Vol. 9/3, p. 180-192.
[18] Αλοσκόφης, Ο., Βιδάλη, Σ., Κόρος, Δ., Κουλούρης, Ν. Μαυρομάτη, Α., Σπυρέα, Σ. (2017), ό.π., σ. 15 επ.
[19] Tabar, O. F., Miravalle M., Ronco, D., and Torrente, G., Reducing the Prison Population in Europe: Do Community Based Sentences Work?, Rome, Antigone Edizioni, May 2016,http://www.prisonobservatory.org/upload/EPO_2_WS1_Final_report.pdf.
[20] Canton, R. (2019), ό.π.
[21] Αλοσκόφης, Ο., Βιδάλη, Σ., Κόρος, Δ., Κουλούρης, Ν. Μαυρομάτη, Α., Σπυρέα, Σ. (2017), ό.π., σ. 18-19.
[22] Ό.π., σ. 20-22.
[23] Σύμφωνα με τον Canton, η σημασία της συναίνεσης έγκειται στην υπεύθυνη ενημέρωση του προσώπου και στην απόκτηση από αυτό συνειδητότητας για το τι πρόκειται να συμβεί, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν απαιτείται συναίνεση – βλ. Canton, R. (2019), ό.π.
[24] Που είναι σημαντικό να αποκαλούνται έτσι, και όχι «εναλλακτικά της φυλάκισης» μέτρα και κυρώσεις, καθώς η ορολογία αυτή δείχνει ότι η φυλακή εξακολουθεί να θεωρείται ποινή-κανόνας – βλ. Canton, R. (2019), ό.π.
[25] Canton, R. (2019), ό.π.
[26] Canton, R. (2019), ό.π.
[27] Βλ. Geiran, V. και Durnescu, I. (2019), Implementing Community Sanctions and Measures. Guidelines, Council of Europe, ό.π., σ. 21 επ.
[28] Βλ. σχετικούς προβληματισμούς σε Canton, R. (2019), ό.π.
[29] Έτσι και McNeill, F. (2013), Community Sanctions and European Penology. In: Daems, T., Snacken, S. and Van Zyl Smit, D. (eds.) European Penology? Series: Oñati international series in law and society. Hart Publishing: Oxford, σχετικά με τον κίνδυνο επέκτασης του ποινικού συστήματος.
[30] Η διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Εναλλακτικών της Φυλάκισης για μια νέα ποινική αντίληψη, απόδοση στην ελληνική γλώσσα Κόρος, Δ., Κουλούρης, Ν., στο Αλοσκόφης, Ο., Βιδάλη, Σ., Κόρος, Δ., Κουλούρης, Ν. Μαυρομάτη, Α., Σπυρέα, Σ. (2017), ό.π., σ. 89-94.
[31] Ό.π., σ. 91.
[32] Ό.π., σ. 91-93.
[33] Canton, R. (2019), ό.π.