Ο νέος Ποινικός Κώδικας, εκτός όλων των άλλων σημαντικών αλλαγών που επιφέρει, καταργεί στο άρθρο 462 του τον Νόμο 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου. Έναν νόμο γεννημένο σε περιόδους ταραχής, ο οποίος κατηγορήθηκε μεταξύ άλλων για το ότι παραβίαζε την αρχή της αναγκαίας αναλογίας μεταξύ της βαρύτητας μίας πράξεως και της επαπειλούμενης για αυτήν ποινής.
Με την επιβαρυντική περίσταση του νόμου αυτού καταδικάστηκε μεταξύ άλλων και μια 53χρονη καθαρίστρια, από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας σε δεύτερο βαθμό σε ποινή κάθειρξης 10 ετών (σε πρώτο βαθμό είχε καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης 15 ετών!) για πλαστογραφία μετά χρήσεως, καθώς, προκειμένου να προσληφθεί ως καθαρίστρια σε σχολείο, χρησιμοποίησε πλαστό απολυτήριο Δημοτικού[1]. Οι συνθήκες ένδειας, στις οποίες κατά τους ισχυρισμούς της ζούσε αυτή η γυναίκα, το γεγονός ότι τυγχάνει μητέρα τριών παιδιών και ότι ο σύζυγός της πάσχει από κάποιας μορφής αναπηρία που τον εμποδίζει να εργάζεται καθώς και ότι αυτή είχε καταφέρει να φοιτήσει έως και στην Ε΄ τάξη του δημοτικού (επομένως δεν είχε φοιτήσει μόνο σε μία τάξη για να έχει το τυπικό προσόν), προκάλεσε τη λαϊκή οργή. Η ελληνική κοινωνία κατέληξε (για ακόμα μια φορά) στο συμπέρασμα ότι η δικαιοσύνη είναι άδικη και «δαγκώνει» μόνο τους αδύναμους.
Η υπόθεση αυτή, λόγω και της έκτασης που έλαβε, κυρίως λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης εν γένει, φαίνεται να έχει αίσια κατάληξη. Παραπέμφθηκε λόγω σοβαρότητος στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η Αντιεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ζήτησε την αθώωση της σχολικής καθαρίστριας και η απόφαση που εξέδωσε η Ολομέλεια είναι άκρως αισιόδοξη. Όμως, το ερώτημα το οποίο απασχόλησε τον νομικό κόσμο είναι αν τελικά ο νόμος υπήρξε άδικος ή αν η εφαρμογή αυτού, χωρίς σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας, τον κατέστησε στα μάτια του μέσου πολίτη άδικο.
Ζούμε σε μία χώρα στην οποία ο διορισμός στο Δημόσιο, κυρίως λόγω της ασφάλειας που αυτός επαγγέλλεται, αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί στόχο μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, πολλές παρόμοιες περιπτώσεις ανθρώπων που δεν πληρούσαν τα απαραίτητα τυπικά προσόντα για τον πολυπόθητο διορισμό τους και κατέληξαν με ένα πλαστό πτυχίο / δίπλωμα να εργάζονται σε αυτό, έχουν απασχολήσει τα Δικαστήρια. Γνωστή είναι η απόφαση του Αρείου Πάγου[2] αφορώσα σε ιατρό με πλαστό πτυχίο, η οποία καταδικάστηκε για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση. Είναι όμως το ίδιο να χρησιμοποιείς πλαστό πτυχίο, προκειμένου να διοριστείς ως ιατρός, επάγγελμα το οποίο απαιτεί χρόνια σπουδών και εξειδικευμένες γνώσεις, η έλλειψη των οποίων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, και το ίδιο να χρησιμοποιήσεις ένα πλαστό απολυτήριο δημοτικού προκειμένου να εργαστείς ως καθαρίστρια; Είναι σαφές ότι όπως και η ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου τονίζει «δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει». Βέβαια, ο Άρειος Πάγος στην εν λόγω απόφαση τελείωνε την φράση αυτή αναφέροντας «πλην αυτό προϋποθέτει ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη», ανοίγοντας την πόρτα σε ερμηνείες και αποφάσεις όπως αυτή της καθαρίστριας που λαμβάνουν ως δεδομένο ότι από την στιγμή που η πρόσληψη έχει γίνει με πλαστό πτυχίο, η αντιπαροχή παύει να είναι νόμιμη. Το «κοινό περί δικαίου» αίσθημα όμως ορίζει διαφορετικά, κρίνοντας ότι οι δύο αυτές περιπτώσεις χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης, καθώς η εν λόγω καθαρίστρια πράγματι απέδωσε έργο αντίστοιχο των μισθών που της καταβλήθηκαν, ενώ δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον οιονδήποτε ιατρό, ο οποίος μη έχοντας τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες δεν αποδίδει το έργο για το οποίο έχει διοριστεί.
Ένα άλλο ζήτημα το οποίο τίθεται αναφορικά με τις προσλήψεις στο δημόσιο με πλαστό πτυχίο είναι και εκείνο του χρόνου τέλεσης της χρήσης του πλαστού τίτλου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της 53χρονης καθαρίστριας, όπως και σε πλήθος άλλων υποθέσεων, έγινε δεκτό από το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας ότι η εξαπάτηση, εκτός της (άπαξ) χρήσης του πλαστού τίτλου με σκοπό τον διορισμό, συνεχίστηκε με τη μορφή παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος-Δημοσίου. Μία τέτοια προσέγγιση, όμως, οδηγεί σε μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές αλλά και σε απόλυτη κατάλυση της αρχής της αναλογικότητας και επιλεκτική επιβολή ποινών. Ειδικότερα, η επαπειλούμενη ποινή για ακριβώς την ίδια πράξη ποικίλλει ανάλογα με το πότε θα γίνει η τελευταία αντιληπτή, χωρίς στην πραγματικότητα η απαξία της πράξης να μεταβάλλεται. Δημιουργείται, δε, το παράδοξο, όσα περισσότερα χρόνια εργάζεσαι και αποδίδεις πραγματικό έργο, τόσο πιο βαριά να είναι η επαπειλούμενη ποινή, αν και το Δημόσιο ήταν εκείνο που επί σειρά ετών «αμέλησε» να ελέγξει το προσκομισθέν πτυχίο και να αντιληφθεί την πλαστότητα αυτού. Αντίστοιχα, όσο περισσότερα χρόνια εργάζεσαι (συσσωρευομένων των καταβληθέντων μισθών και δυνάμει του πλέον κατηργημένου Ν. 1608/1950), η πράξη μπορεί να καταλήξει κακουργηματική με αποτέλεσμα να γιγαντώνεται, σε σχέση με την πλημμεληματική μορφή, και ο χρόνος παραγραφής αυτής.
Τα ως άνω νομικά ζητήματα επέλυσε τελικά, η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[3], η οποία αναίρεσε την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, δικαιώνοντας την σχολική καθαρίστρια. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, αφενός, «στην περίπτωση που κάποιος προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν είχε τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει την θέση αυτή, η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας του, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη, εκτός εάν το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔΧ απέβλεψε στις ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα του προσλαμβανομένου, όπως αυτές τεκμηριώνονταν με βάση το τυπικό προσόν (…)». Αφετέρου, ως προς τον χρόνο και την εφ’ άπαξ ή κατ’ εξακολούθηση τέλεση της πράξης, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απεφάνθη ότι «επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος και η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση πραγματώθηκε με θετική ενέργεια, ήτοι με την άπαξ θετική απατηλή συμπεριφορά της παράστασης ψευδούς γεγονότος, ως αληθινού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με την μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου της παρασιώπησης, ήτοι της παράλειψης ανακοίνωσης του αληθινού γεγονότος και με την δημιουργία έτσι νέας πλάνης, κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του, που όμως αυτή έχει ήδη επέλθει με την αρχική επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και να αποτελεί έτσι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, αν δεν διαπράττεται κάθε φορά νέα αυτοτελής απάτη, με την πρόκληση νέας και διαφορετικής βλάβης στην περιουσία του παθόντος.».
Ευτυχώς, με την άνωθι απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου «ευθυγραμμίστηκε» η νομολογία με τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης. Από τον Γολγοθά ωστόσο τόσο της συγκεκριμένης σχολικής καθαρίστριας όσο και των τόσων άλλων ανώνυμων κατηγορουμένων για παρόμοια αδικήματα, καταδεικνύεται το πώς μπορούσε ο νόμος περί καταχραστών του δημοσίου να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ της ποινής και της αντικειμενικής βαρύτητας του αδικήματος και κατ’ επέκταση την αρχή της ισότητας, συνελόντι ειπείν, το γιατί κατέστη πρόδηλα αναγκαία η μεταρρύθμιση των ποινικών μας νομοθετημάτων. *
(* Οι παραπάνω σκέψεις υπήρξαν αποτέλεσμα της παρακολούθησης της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας επιστημονικής ημερίδας με Τίτλο «Παράνομες προσλήψεις – εκφάνσεις ποινικού και διοικητικού καταλογισμού» που οργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά την 28η Ιανουαρίου 2019 με ομιλητές την Αρεοπαγίτη Διονυσία Μπιτζούνη, τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά Δημήτριο Ασπρογέρακα, τον Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Σπύρο Βλαχόπουλο και τον Δικηγόρο Πολυχρόνη Τσιρίδη. Οι ως άνω διαλέξεις περιλαμβάνονται και σε: Πειραϊκή Νομολογία, 41ος Τόμος - 1ο Τεύχος 2019)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Υπ’ αριθμ. 295/2018 απόφαση Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας.
[2] Υπ’ αριθμ. 196/2015 ΑΠ (ΠΟΙΝ) – δημοσίευση ΝΟΜΟΣ
[3] Υπ’ αριθμ. 3/2019 ΑΠ (ΟΛΟΜ-ΠΟΙΝ) – δημοσίευση ΝΟΜΟΣ