Τα ζητήματα που προκύπτουν αναφορικά με τους ανηλίκους στο πλαίσιο της σχετικής με τα ναρκωτικά νομοθεσίας είναι τόσο νομικά όσο και πρακτικά. Η συνδυαστική εφαρμογή του ειδικού ποινικού νόμου και των ειδικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, οι λειτουργικές ελλείψεις της θεραπευτικής μεταχείρισης αλλά και γενικότερα η ανάγκη ανάληψης ευθύνης που αποδεικνύει η εικόνα του ανήλικου εξαρτημένου αποτελούν τη βάση προβληματισμού για το παρόν κείμενο. Ποιες είναι οι πιθανές κυρώσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας ανήλικος ή νεαρός ενήλικος παραβάτης του νόμου περί ναρκωτικών, αν είναι εξαρτημένος και αν δεν είναι; Τα ερωτήματα αυτά απαντώνται μέσα από τη μελέτη των σχετικών διατάξεων αλλά και των θεμελιωδών αρχών του δικαίου των ανηλίκων. Παράλληλα, οι υποθέσεις εργασίας που προκύπτουν από το νόμο δίνουν το ερέθισμα για τη διατύπωση βαθύτερων σκέψεων λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση της ανηλικότητας. Η πρακτική εφαρμογή των θεραπευτικών μέτρων αναπόδραστα αποτελεί επίσης αντικείμενο προβληματισμού. Σε κάθε περίπτωση η ανάδειξη των εκάστοτε κενών υπηρετεί τον σκοπό της βελτίωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 4139/2013 «περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις», σε ανηλίκους ή νεαρούς ενήλικες που καθίστανται δράστες εγκλημάτων προβλεπόμενων στον εν λόγω νόμο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 121-132 ΠΚ και 133 ΠΚ αντίστοιχα, εφόσον είναι ευμενέστερες. Κατά τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 39, ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 15ο έτος ηλικίας και τελεί κάποια από τις πράξεις των άρθρων 20 (διακίνηση ναρκωτικών), 21 (ιδιαίτερες περιπτώσεις), 22 (διακεκριμένες περιπτώσεις), 24 (πρόκληση και διαφήμιση) και 25 (οδήγηση μεταφορικών μέσων), κρίνεται υπεύθυνος κατά το άρθρο 127 παρ. 1 ΠΚ και είναι εξαρτημένος μπορεί να υποβληθεί σε παρακολούθηση ειδικού προγράμματος απεξάρτησης αντί της ποινής της εισαγωγής σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Από τη διατύπωση της διάταξης προκύπτει σαφώς ότι εξαιρείται από τη θεραπευτική μεταχείριση ο εξαρτημένος ανήλικος που τελεί κάποια από τις ιδιαίτερα διακεκριμένες πράξεις του άρθρου 23 του ν. 4139/2013. Για τον ανήλικο δράστη των πράξεων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρείται και το όριο ηλικίας των 15 ετών, είτε είναι εξαρτημένος είτε όχι, η έννομη συνέπεια κατά το 127 παρ. 1 ΠΚ είναι ο ποινικός σωφρονισμός.
Ωστόσο, η ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 2 του ν. 4139/2013 μετά την τροποποίηση του άρθρου 127 παρ. 1 ΠΚ με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 4322/2015 και το άρθρο 26 του ν. 4356/2015 έχασε πεδίο εφαρμογής, αφού πλέον για την επιβολή ποινικού σωφρονισμού σε ανήλικο άνω των 15 ετών απαιτείται η διάπραξη εγκλήματος που για τον ενήλικο δράστη απειλεί ισόβια κάθειρξη. Από τις προαναφερθείσες όμως πράξεις των άρθρων 20, 21, 22, 24, 25 του ν. 4139/2013 καμία δεν επισύρει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Συνεπώς, στο πλαίσιο του νόμου περί ναρκωτικών οι πράξεις για τις οποίες ο ανήλικος δράστης άνω των 15 ετών θα αντιμετώπιζε την ποινή της εισαγωγής σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων περιορίζονται στο άρθρο 23 του ν. 4139/2013.
Καθίσταται, λοιπόν, φανερό ότι για τον ανήλικο που διαπράττει έγκλημα σχετικό με τα ναρκωτικά απειλείται η επιβολή θεραπευτικών μέτρων εφόσον είναι εξαρτημένος ή η επιβολή αναμορφωτικών μέτρων εάν δεν είναι εξαρτημένος ή αν τα θεραπευτικά μέτρα δεν είναι πλέον αναγκαία (ά. 123 και 124 ΠΚ). Περαιτέρω, στις ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις του άρθρου 23 του ν. 4139/2013 είναι δυνατή η επιβολή ποινικού σωφρονισμού κατά το άρθρο 127 παρ. 1 ΠΚ.
Βέβαια, από τις περιστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 παρ. 2 περ. α’ και β΄ του ν. 4139/2013 το ύψος του προσδοκώμενου οφέλους άνω των 75.000 ευρώ αλλά και η χρήση όπλων κατά την τέλεση ή προς τον σκοπό διαφυγής περιορίζουν ιδιαίτερα τις πιθανότητες διάπραξής τους από ανηλίκους λόγω των αντικειμενικών δυνατοτήτων τους. Επιπλέον, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 4139/2013 πρόθεση του νομοθέτη είναι να τιμωρήσει αυστηρότερα τον ενήλικο που οδηγεί ανήλικα άτομα στη χρήση ή τα εργαλειοποιεί. Αν όμως ο δράστης είναι ανήλικος, ερωτάται αν όντως συντρέχει αυτή η επιπλέον απαξία που ήθελε να προσδώσει ο νομοθέτης στην πράξη με την αυξημένη ποινή.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 127 παρ. 1 ΠΚ πληρούνται για την επιβολή ποινικού σωφρονισμού, η ιδιαίτερη φύση και ο προσανατολισμός του δικαίου των ανηλίκων επιτάσσει την προτεραιότητα των μη ιδρυματικών κυρώσεων. Συνεπώς, ακόμα και όταν το άρθρο 127 ΠΚ μπορεί να εφαρμοσθεί, η κρίση περί της μη επάρκειας των αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων πρέπει να προηγείται (ά. 126 παρ. 3 και 127 παρ. 1 ΠΚ).
Τέλος, κατά το άρθρο 127 παρ. 1 ΠΚ μπορεί να επιβληθεί ποινικός σωφρονισμός σε ανήλικο άνω των 15 ετών, ο οποίος μετά την εισαγωγή του σε ίδρυμα αγωγής τελεί πράξη, που αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 39 παρ. 2 του ν. 4139/2013 διατηρεί το πεδίο εφαρμογής του στο μέτρο που ο ανήλικος θα τελέσει την πράξη του άρθρου 22 παρ. 2 περ. α’ του ν. 4139/2013. Συγκεκριμένα, ο ανήλικος που έχει τοποθετηθεί σε ίδρυμα αγωγής, αν διακινήσει ναρκωτικές ουσίες εντός των εγκαταστάσεών του, μπορεί είτε να υποβληθεί σε ποινικό σωφρονισμό κατά το άρθρο 127 παρ. 1 ΠΚ, ή αν είναι εξαρτημένος, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 2 του ν. 4139/2013, να παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα απεξάρτησης. Ωστόσο, ενώπιον μιας τέτοιας περίπτωσης η αντίδραση της πολιτείας θα έπρεπε απαραίτητα να συνοδευτεί και από μια λεπτομερή αναθεώρηση της λειτουργίας και επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι δομές για τους ανηλίκους.
Ορθώς και σύμφωνα με τις διεθνείς τάσεις το άρθρο 39 παρ. 3 του ν. 4139/2013 περιλαμβάνει τη δυνατότητα επιβολής παρακολούθησης ειδικού θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης αντί της ποινής αντίστοιχα και για τους δράστες μετεφηβικής ηλικίας (18-21 ετών).
Γενικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 123 ΠΚ, τα θεραπευτικά μέτρα διατάσσονται μετά από προηγούμενη διάγνωση και γνωμοδότηση από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών. Στην πράξη, ωστόσο, οι εξειδικευμένες αυτές διεπιστημονικές ομάδες δεν έχουν συσταθεί ούτε λειτουργήσει. Αντίστοιχα δεν έχουν λειτουργήσει ούτε θεραπευτικά καταστήματα ειδικά για ανήλικους παραβάτες. Κατά συνέπεια, η ποινική δικαιοσύνη ανηλίκων αντιμετωπίζει τους εξαρτημένους ανήλικους παραβάτες με αναμορφωτικά μέτρα όπως τους μη εξαρτημένους, ενώ η εφαρμογή των θεραπευτικών μέτρων στους ανηλίκους είναι σπανιότατη υποδεικνύοντας την ανάγκη άμεσης παρέμβασης της πολιτείας.
Κοσμάτου Κ., Παρασκευόπουλου Ν. (2013). Ναρκωτικά – Κατ’ άρθρ. ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του "Ν. περί εξαρτησιογόνων ουσιών" (ν. 4139/2013), Έκδ. 3η. Αθήνα Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα.
Νούσκαλης, Γ. (2016). Ορισμένες σκέψεις γύρω από την ποινική μεταχείριση ανηλίκων διακινητών ναρκωτικών μετά τις νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες, σε: Μ. Γασπαρινάτου (Επιμ.), Έγκλημα και Ποινική Καταστολή σε Εποχή Κρίσης, Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Νέστορα Κουράκη (σελ. 2220-2227). Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλα.
Πανταζή – Μελίστα, Ε. (2014). Θεραπευτικά μέτρα ή περιορισμός σε ΕΚΝΝ. Ποια η σύγχρονη βούληση του νομοθέτη για την αντιμετώπιση των ανηλίκων εξαρτημένων παραβατών του Νόμου περί ναρκωτικών (άρθρα 123, 127 παρ. 1 β’ ΠΚ και 39 Ν 4139/2013). ΠοινΔικ 17, τ. 12, σελ. 1088-1092.
Πιτσελά, Α., Φίλου Μ. (2008). Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ανηλίκων δραστών στο πεδίο του ποινικού δικαίου, σε: Α. Κουτσουράδη κ.ά. (Επιμ.), Ψυχιατρική & Δίκαιο. ΙΙΙ. Μειωμένη νοητική επάρκεια (σελ. 55-82), Αθήνα – Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλα.