Α. ΟΙ ΔΥΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ
Ο τομέας του αθλητισμού προσελκύει γιγάντιο οικονομικό ενδιαφέρον και αυτό τον καθιστά ευπρόσβλητο έναντι παρεμβάσεων κατευθυνόμενων στη χειραγώγηση αγώνων που συγκεντρώνουν την προσοχή του ευρέος κοινού. Αυτές οι παρεμβάσεις καθίστανται μάλιστα ελκυστικότερες, αν συνεκτιμηθούν τα κέρδη που μπορούν να αντληθούν από στοιχήματα επί αγώνων υψηλού ενδιαφέροντος. Τα τελευταία χρόνια πολυάριθμα σκάνδαλα, προερχόμενα ιδίως από τον χώρο του ποδοσφαίρου, έχουν δει το φως της δημοσιότητας σε διάφορες χώρες και έχουν προκαλέσει έντονες συζητήσεις αναφορικά με τη λήψη ισχυρών και εξειδικευμένων νομοθετικών μέτρων για την καταπολέμηση της αθλητικής διαφθοράς, που πλήττει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία των αθλητικών επιδόσεων και την κοινωνική σημασία του αθλητισμού.
Στη Γερμανία οι απόπειρες παρέμβασης στην έκβαση σημαντικών αθλητικών αναμετρήσεων, ιδίως σε επίπεδο παγκόσμιων πρωταθλημάτων, πυροδότησαν διαρκή ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την ποινικοποίηση της αθλητικής δωροδοκίας και δωροληψίας.[1] Τέτοιου είδους φαινόμενα καταστέλλονται σε πρώτο επίπεδο εντός των αθλητικών συλλόγων με πειθαρχικά μέτρα, όπως ο αποκλεισμός των υπαίτιων παικτών ή διαιτητών από τους αγώνες για ορισμένο διάστημα.[2] Όμως, τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν ανεπαρκή να ανακόψουν κυρίως τις προερχόμενες από τρίτους παρεμβάσεις στην εξέλιξη μεγάλων αθλητικών γεγονότων, γι’ αυτό κρίθηκε αναγκαίο να επιλαμβάνεται και η ποινική δικαιοσύνη και συγκροτήθηκε νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την εισαγωγή σχετικών ποινικών διατάξεων.[3]
Έτσι, στις 19 Απριλίου 2017 εισήχθησαν στον γερμανικό ποινικό κώδικα τα άρθρα 265c και 265d, με τα οποία κατέστη αξιόποινη η απάτη που τελείται διά αθλητικών στοιχημάτων και η χειραγώγηση επαγγελματικών αθλητικών αγώνων. Αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας προηγήθηκε η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 9ης Ιουλίου 2014 περί χειραγώγησης αθλητικών αγώνων, η οποία στο άρθρο 15 ορίζει ότι κάθε κράτος-μέρος της Σύμβασης οφείλει να διασφαλίσει ότι οι εσωτερικοί του νόμοι καθιστούν δυνατή την ποινικοποίηση της χειραγώγησης αθλητικών αγώνων, όταν αυτή διαλαμβάνει είτε εξαναγκαστικές, διαφθαρμένες είτε δόλιες πρακτικές, όπως αυτές ορίζονται από την εσωτερική του νομοθεσία.[4]
Ειδικότερα, το άρθρο 265c γερμΠ.Κ. τιμωρεί τη συμπεριφορά αθλητή, προπονητή ή διαιτητή που ζητά ή λαμβάνει ωφέλημα για τον εαυτό του ή τρίτο, προκειμένου να επηρεάσει την εξέλιξη ή το αποτέλεσμα ενός αγώνα του οργανωμένου αθλητισμού προς όφελος του αντιπάλου και, συνεπεία αυτής της επιρροής, αποκτάται αθέμιτο περιουσιακό όφελος μέσω δημόσιας στοιχηματικής διοργάνωσης επί του αγώνα. Εξάλλου, το άρθρο 265d γερμΠ.Κ. ποινικοποιεί την απαίτηση ή λήψη ωφελήματος από αθλητή, προπονητή ή διαιτητή για τον εαυτό του ή τρίτο, ώστε να ασκήσει επιρροή στην έκβαση ενός αγώνα του επαγγελματικού αθλητισμού προς όφελος του αντιπάλου κατά τρόπο που προσκρούει στους αθλητικούς κανόνες.
Η ποινικοποίηση των ανωτέρω συμπεριφορών γεννά το ερώτημα αν τα εν λόγω άρθρα ισχυροποιούν ουσιωδώς το γερμανικό ποινικό οπλοστάσιο κατά της αθλητικής διαφθοράς ή αν πρόκειται για μία περιττή ή ακόμα και ασύμβατη με τη λειτουργία του ποινικού δικαίου ως ultimum refugium νομοθετική εξέλιξη. Ακολούθως, κρίσιμο προβάλλει το ερώτημα αν το αντικείμενο προστασίας των διατάξεων προστατεύεται ήδη από άλλες διατάξεις, αν προστατεύεται αποτελεσματικά ή αν χαρακτηρίζεται από τέτοια σπουδαιότητα που δικαιολογεί τη θέσπιση ειδικών διατάξεων.
I. Έννομα αγαθά των νέων διατάξεων
1. Ακεραιότητα του αθλητισμού
Οι εν λόγω διατάξεις προστατεύουν αφ’ ενός το υπερατομικό έννομο αγαθό της ακεραιότητας του αθλητισμού και αφ’ ετέρου το ατομικό αγαθό της περιουσίας.[5]
Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο, η ακεραιότητα του αθλητισμού χρήζει ιδιαίτερης προστασίας, καθώς μέσω αυτού μεταφέρονται υψηλές αξίες και θεμελιώδεις για την κοινωνική συμβίωση αρχές, όπως η αρχή της δικαιοσύνης, η ισότητα των ευκαιριών, η ανοχή, το ομαδικό πνεύμα και το ευ αγωνίζεσθαι, οι οποίες δημιουργούν πρότυπα για τους νεαρούς θεατές των αθλητικών αγώνων και προωθούν την κοινωνικοποίησή τους. Δεδομένων μάλιστα των ετερόκλητων χαρακτηριστικών του κοινού των μεγάλων αθλητικών γεγονότων, καθώς οι θεατές ανήκουν σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και μορφωτικά επίπεδα, ο αθλητισμός εξελίσσεται σε σπουδαίο παράγοντα κοινωνικής ένταξης παρέχοντας σε ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες τη δυνατότητα να μοιραστούν εμπειρίες και συναισθήματα, ενώ συνάμα τους καλλιεργεί την αίσθηση ότι αποτελούν μέρος ενός συνόλου με κοινά βιώματα και ενδιαφέροντα.
Η ακεραιότητα του αθλητισμού συνίσταται ειδικότερα στην αυθεντικότητα των αθλητικών αναμετρήσεων, στις οποίες οι συμμετέχοντες τηρούν τους κανόνες που ισχύουν σε κάθε αγώνισμα και καταβάλλουν την προσπάθειά τους στον αγωνιστικό χώρο με την πεποίθηση ότι θα κερδίσει ο καλύτερος.[6] Τα περιστατικά αλλοίωσης της έκβασης αγώνων αναιρούν το απρόβλεπτο του αποτελέσματος και οδηγούν στην απώλεια της αξιοπιστίας του αθλητισμού εν συνόλω, ο οποίος δεν θα μπορεί πλέον να αποτελεί φορέα κοινωνικών αξιών. Επιπροσθέτως, το απρόβλεπτο των αθλητικών αναμετρήσεων είναι το στοιχείο που τις καθιστά ελκυστικές και συνεπώς, αν αυτό τεθεί σε αμφισβήτηση, προκαλείται δυσπιστία και περιφρόνηση εκ μέρους του ευρέος κοινού και επιπλέον, υπονομεύεται η οικονομική σημασία του αθλητισμού.[7]
2. Περιουσία
Αναφορικά με την περιουσιακή διάσταση του αντικειμένου προστασίας των νέων διατάξεων, στην αιτιολογική έκθεση διευκρινίζεται ότι σε αυτήν εμπίπτει η περιουσία όχι μόνο των συμμετεχόντων στα αθλητικά στοιχήματα, αλλά και των εταιρειών που τα διοργανώνουν, καθώς και των αθλητών που τηρούν τους αθλητικούς κανόνες, των αθλητικών συλλόγων, των διοργανωτών και των χορηγών των μεγάλης κλίμακας αθλητικών γεγονότων.[8] Η περιουσία των συμμετεχόντων στα αθλητικά στοιχήματα θίγεται, επειδή έχουν στοιχηματίσει υπέρ της επικρατέστερης να κερδίσει ομάδας και αυτή η ρεαλιστικά υψηλή πιθανότητα νίκης της συγκεκριμένης ομάδας ανατρέπεται. Έπειτα, εκείνοι που διοργανώνουν τα στοιχήματα πιστεύουν πεπλανημένα ότι η πιθανότητα κέρδους εξαρτάται αποκλειστικά από την τύχη, αλλά εν τοις πράγμασι ορισμένοι εκ των συμμετεχόντων γνωρίζουν την επικείμενη αθέμιτη παρέμβαση στον αγώνα και, επί επιτυχούς εξέλιξης αυτής, αποκομίζουν υψηλά κέρδη, τα οποία αντικατοπτρίζουν την περιουσιακή βλάβη των διοργανωτών των στοιχημάτων.
Οι αθλητές που συμμετέχουν στον αγώνα με τίμιο τρόπο στηριζόμενοι στις πραγματικές τους δυνάμεις υφίστανται επίσης περιουσιακές απώλειες, καθώς η ήττα, παρά την υψηλή τους προσπάθεια, σε μία καθοριστικής σημασίας αναμέτρηση μπορεί να επιφέρει υποβάθμιση της κατηγορίας της ομάδας και συνακόλουθα να οδηγήσει τους χορηγούς στο να αποσύρουν την οικονομική τους στήριξη από τον αθλητή ή την ομάδα που υπέστη την απρόσμενη ήττα. Τέλος, οι διοργανωτές των αναμετρήσεων στις οποίες σημειώνονται τέτοια φαινόμενα και οι χορηγοί που επενδύουν σημαντικά ποσά σε αυτές δεν εισπράττουν τα αναμενόμενα έσοδα και δεν λαμβάνουν την προσδοκώμενη ώθηση, με συνέπεια να καταγράφουν σημαντικές απώλειες.
II. Λόγοι που οδήγησαν στην εισαγωγή των διατάξεων
Παρά τη σπουδαιότητα των εννόμων αγαθών που εντάσσονται στο προστατευτικό πεδίο των νέων διατάξεων, αναφύεται το ερώτημα αν ήταν επιβεβλημένη η εισαγωγή ειδικών διατάξεων ή αν το αξιόποινο της συμπεριφοράς των εμπλεκόμενων στη χειραγώγηση ενός αγώνα καλυπτόταν ήδη από τις υφιστάμενες γενικές διατάξεις περί δωροληψίας και δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα και το αξιόποινο της άντλησης κερδών εκ των συναφών με τους κατευθυνόμενους αγώνες στοιχημάτων από τη διάταξη περί απάτης. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 299 γερμΠ.Κ. που τυποποιούν τη δωροληψία και τη δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα καταλείπουν τον αθλητισμό εκτός πεδίου εφαρμογής, διότι προϋποθέτουν ότι η πράξη διαφθοράς λαμβάνει χώρα κατά την αγορά και πώληση αγαθών ή υπηρεσιών και ο αθλητικός τομέας δεν δύναται να υπαχθεί σε αυτές τις έννοιες.
Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 263 γερμΠ.Κ. περί απάτης είναι ανεπαρκής να οδηγήσει στην τιμώρηση των υπαιτίων για παρεμβάσεις στην έκβαση των αθλητικών αγώνων, καθώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις χειραγώγησης που δεν συνδέονται με αθλητικά στοιχήματα και συνακόλουθη περιουσιακή βλάβη. Απάτη θα δύνατο να στοιχειοθετηθεί με την αγορά ενός δελτίου στοιχήματος και την ψευδή παράσταση του κατόχου του δελτίου προς τον διοργανωτή του στοιχήματος περί το αναλλοίωτο της έκβασης του αγώνα.[9] Έπειτα, η μεθοδευμένη άσκηση επιρροής στον αγώνα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης, διότι δεν μπορεί να οδηγήσει άμεσα, δηλαδή ανεξάρτητα από την αγορά και κατάθεση ενός δελτίου στοιχήματος, σε περιουσιακή βλάβη ή έστω διακινδύνευση.
Επιπροσθέτως, ακόμα και σε περιπτώσεις χειραγώγησης αγώνων επί των οποίων είχαν οργανωθεί στοιχήματα η αποδεικτική θεμελίωση της απάτης είναι εκτεθειμένη σε σοβαρές δυσχέρειες ως προς την περιουσιακή βλάβη, γιατί αυτή πρέπει να αποδειχθεί κατά το ακριβές της ύψος. Το Γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι η διαφορά ανάμεσα στο κόστος του δελτίου του στοιχηματίζοντος που είχε γνώση της χειραγώγησης και της εν τοις πράγμασι πολύ υψηλότερης αξίας εκείνου του δελτίου λόγω της μεγάλης πιθανότητας επιτυχίας αυτού συνιστούσε για τους διοργανωτές των στοιχημάτων μία εγγίζουσα τη βλάβη περιουσιακή διακινδύνευση, η οποία θα εξελισσόταν σε οριστική περιουσιακή βλάβη με την επιθυμητή εξέλιξη της χειραγώγησης.[10] Διακινδύνευση της περιουσίας των διοργανωτών στοιχημάτων, όμως, δεν προκύπτει πριν από την ολοκλήρωση του αγώνα, διότι η υποχρέωσή τους να καταβάλουν ορισμένο ποσό που αντιστοιχεί στο κέρδος των στοιχηματισάντων τελεί μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο υπό την αίρεση της επιτυχίας της πρόβλεψης αυτών και αυτή συναρτάται με την επιτυχή εξέλιξη της σχεδιασμένης χειραγώγησης. Διαφορετικά, η απάτη μετατρέπεται από έγκλημα βλάβης σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης.[11] Την ως άνω παραδοχή του Ακυρωτικού αντέκρουσε, άλλωστε, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο έθεσε ψηλά τον πήχυ της αποδεικτικής διαδικασίας καθιστώντας αναγκαίο τον καθορισμό του ακριβούς ύψους της περιουσιακής βλάβης.[12] Από τότε το Ακυρωτικό για τη στοιχειοθέτηση απάτης απαιτεί να υπολογίζεται η πιθανότητα επιτυχίας της στοιχηματικής πρόβλεψης και του βαθμού κατά τον οποίο η πιθανότητα αυτή επηρεάζεται λόγω χειραγώγησης του αγώνα.[13] Ο υπολογισμός αυτός συνοδεύεται, ωστόσο, από ανυπέρβλητες δυσκολίες.[14]
III. Ζητήματα συνταγματικότητας των διατάξεων
Μολονότι διαπιστώθηκαν σημαντικά κενά αξιοποίνου και σοβαρές αποδεικτικές δυσχέρειες αναφορικά με την τιμώρηση συμπεριφορών που καθιστούν τον αθλητισμό δέσμιο αθέμιτων παρεμβάσεων από μέλη αθλητικών ομάδων, άλλους παράγοντες, αλλά και από τρίτους και συνάμα πεδίο κερδοσκοπίας μέσω στοιχημάτων που διοργανώνονται επί των υψηλού ενδιαφέροντος αναμετρήσεων, παραμένει αμφίβολη η επιτακτικότητα εισαγωγής των νέων διατάξεων.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά τη δημοσίευση του σχετικού νομοσχεδίου διατυπώθηκαν αντιρρήσεις ως προς την αναγκαιότητα ποινικοποίησης των εν λόγω συμπεριφορών με προεξάρχουσες αυτές της Επιτροπής Ποινικού Δικαίου της γερμανικής Ένωσης Δικηγορικών Συλλόγων.[15] Η βασική αντίρρηση έγκειται στο γεγονός ότι η «ακεραιότητα του αθλητισμού» δεν μπορεί να αναχθεί σε αντικείμενο ποινικής προστασίας, αλλά πρόκειται για ένα σύνολο ηθικών αρχών παρόμοιων με αυτές που πρέπει να επικρατούν στο σχολείο, στην αγορά εργασίας ή στην επιστήμη, η τήρηση των οποίων καταλείπεται στα αρμόδια εσωτερικά όργανα.
Η λήψη ποινικών νομοθετικών μέτρων για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ακεραιότητα ενός τομέα που πρέπει να διέπεται από ηθικές αρχές είναι δικαιολογημένη μόνο όπου συντρέχουν σημαντικοί λόγοι, όπως στους τομείς της δημόσιας διοίκησης και της ελεύθερης οικονομίας. Η νομιμοποίηση της ποινικής προστασίας της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ακεραιότητα της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών πηγάζει ευθέως από τη συνταγματικά θεμελιωμένη αρχή της νομιμότητας, ενώ η ανάγκη ποινικής προστασίας της εμπιστοσύνης στον υγιή ανταγωνισμό και στη θεμιτή εκδίπλωση της οικονομικής δραστηριότητας απορρέει από το γεγονός ότι αυτά αποτελούν συστατικά στοιχεία της ελεύθερης αγοράς.
Ωστόσο, η ως άνω Επιτροπή δεν εντόπισε οποιαδήποτε ανάγκη παροχής ποινικής προστασίας στον αθλητισμό, καθώς θεωρεί ότι η δυνατότητα των αγώνων υψηλού ενδιαφέροντος να μεταδώσουν ηθικές αξίες και να προωθήσουν την κοινωνική ένταξη των φιλάθλων δεν είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη να εξηγήσει γιατί η προστασία του αθλητισμού δεν αρκεί να καταλείπεται στους οικείους αθλητικούς συλλόγους, αλλά πρέπει να λάβει και ποινικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι δεν είναι θεμελιωμένος ο ισχυρισμός που περιέχεται στην αιτιολογική έκθεση, σύμφωνα με τον οποίο η χειραγώγηση μεμονωμένων αγώνων επηρεάζει τη δυνατότητα του αθλητισμού εν συνόλω να συμβάλει στην εμπέδωση χρήσιμων για την κοινωνική συμβίωση αξιών και ανατρέπει το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.
Έχει δε επισημανθεί ότι οι νέες διατάξεις εγείρουν ζητήματα συνταγματικότητας υπό την έννοια της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και ειδικότερα της αρχής της αναγκαιότητας ως συστατικού αυτής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η ποινική προστασία πρέπει να αξιοποιείται μόνο για την αποτροπή μίας κοινωνικής βλάβης που δεν μπορεί να αποτραπεί με ηπιότερα μέσα.[16] Εν προκειμένω, είναι αμφίβολο αν ορισμένα ηπιότερα μέσα, όπως η πειθαρχική τιμώρηση από αθλητικούς συλλόγους ή η αντιμετώπιση των εν λόγω συμπεριφορών ως παραβάσεων τάξεως (Ordnungswidrigkeiten) πρέπει να αποκλείονται ως αναποτελεσματικά.[17] Βέβαια, η ως άνω επιχειρηματολογία παραβλέπει ότι δεν πρόκειται πάντα για μεμονωμένες παρεμβάσεις, αλλά έχουν κατά καιρούς απασχολήσει τον τύπο επαναλαμβανόμενες προσπάθειες χειραγώγησης κορυφαίων αθλητικών αναμετρήσεων, αναφορικά με τις οποίες η επιβολή ποινικών κυρώσεων συνιστά τη μοναδική αποτελεσματική λύση.[18]
IV. Έχουν οι διατάξεις την κατάλληλη θέση στον γερμανικό ποινικό κώδικα;
Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η εισαγωγή των νέων διατάξεων ήταν επιβεβλημένη, ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτος είναι οι προβληματισμός που καταγράφεται αναφορικά με το αν αυτές εντάχθηκαν στο κατάλληλο κεφάλαιο του γερμανικού ποινικού κώδικα. Ο προβληματισμός αυτός οριοθετεί σαφέστερα και το αντικείμενο προστασίας των νέων διατάξεων, καθώς και τη σχέση μεταξύ των προστατευόμενων αγαθών, αλλά και μεταξύ των δύο διατάξεων. Όπως καταδείχθηκε ανωτέρω, η διάταξη περί απάτης αδυνατούσε να καλύψει όλες τις περιπτώσεις πρόκλησης περιουσιακής βλάβης μέσω αθλητικών στοιχημάτων και ως εκ τούτου, η εισαγωγή του άρθρου 265c γερμΠ.Κ. ήταν προσανατολισμένη στη συμπλήρωση της εργαλειοθήκης για την ποινική προστασία της περιουσίας και γι’ αυτό είναι δικαιολογημένη η ένταξή της στο 22ο κεφάλαιο του γερμανικού ποινικού κώδικα που περιέχει τα εγκλήματα κατά της περιουσίας. Δεν μπορεί, εντούτοις, ευχερώς να υποστηριχθεί το ίδιο για τη διάταξη του άρθρου 265d που τιμωρεί τη χειραγώγηση των επαγγελματικών αθλητικών αγώνων, ανεξάρτητα από το αν έχουν οργανωθεί στοιχήματα επί αυτών, και αποσκοπεί κυρίως στη διαφύλαξη της λειτουργίας των παικτών που παίρνουν μέρος στους υψηλού επιπέδου αγώνες ως προτύπων. Η εν λόγω διάταξη φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεδεμένη από την προστασία της περιουσίας. Γι’ αυτό, η ένταξη της δεύτερης διάταξης στο ίδιο κεφάλαιο θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως εύλογη, μόνο αν θεωρηθεί ότι αυτή είναι επικουρική έναντι της πρώτης και πρέπει λόγω ακριβώς της σχέσης επικουρικότητας να βρίσκεται στο ίδιο κεφάλαιο.[19]
Ωστόσο, η απόφαση του νομοθέτη να εντάξει και το άρθρο 265d γερμΠ.Κ. στο κεφάλαιο με τα περιουσιακά αδικήματα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στο προστατευτικό πεδίο αυτού εντάσσεται και η περιουσία και κατά συνέπεια, η διάταξη δεν εφαρμόζεται, αν δεν υφίσταται έστω και αφηρημένη περιουσιακή διακινδύνευση. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτή η επιλογή ενδεικνύει μάλιστα την προτεραιότητα του περιουσιακού χαρακτήρα αμφοτέρων των διατάξεων,[20] αν και έχει εξίσου σθεναρά διατυπωθεί ο αντίλογος ότι στην ιεραρχική σχέση που συνδέει τα από κοινού προστατευόμενα έννομα αγαθά προεξάρχουσα είναι η ακεραιότητα του αθλητισμού.[21]
Σε κάθε περίπτωση, η σαφής αναφορά της αιτιολογικής έκθεσης και στα δύο έννομα αγαθά σε συνδυασμό με τη θέση των νέων διατάξεων στον κώδικα επιβάλλει τη συσταλτική ερμηνεία αυτών, σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω έννομα αγαθά προστατεύονται στο πλαίσιο αμφοτέρων των διατάξεων σωρευτικά.[22] Βέβαια, οι νέες διατάξεις νομοτεχνικά παραπέμπουν ξεκάθαρα στη διατύπωση των άρθρων 331-334 γερμΠ.Κ., τα οποία τυποποιούν τα κλασικά εγκλήματα διαφθοράς και μπορούν να αξιοποιηθούν ως ερμηνευτικό εργαλείο γι’ αυτές, όπως επισημαίνει και η ίδια η αιτιολογική έκθεση.[23] Ως εκ τούτου, είναι ορθή η τοποθέτηση ότι τα νέα άρθρα του γερμανικού ποινικού κώδικα αποτελούν sui generis διατάξεις περί διαφθοράς.[24]
Β. ΟΙ ΝΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
I. Το άρθρο 265c γερμΠ.Κ. περί στοιχηματικής απάτης σε αθλητικούς αγώνες (Sportwettbetrug)
1. Τα βασικά στοιχεία του εγκλήματος
Η πράξη που συγκροτεί τον πυρήνα της αντικειμενικής υπόστασης των νέων εγκλημάτων συμπίπτει απολύτως με εκείνη των κλασικών εγκλημάτων διαφθοράς. Ειδικότερα, κατά τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 265c γερμΠ.Κ. τιμωρείται η εκ μέρους αθλητών, προπονητών και διαιτητών απαίτηση ή λήψη ωφελήματος ή η λήψη υπόσχεσης για παροχή ωφελήματος ως ανταλλάγματος για την άσκηση επιρροής στην εξέλιξη ή το αποτέλεσμα ενός αγώνα του οργανωμένου αθλητισμού υπέρ του αντιπάλου, επιρροή που οδηγεί στην παραγωγή αθέμιτου περιουσιακού οφέλους μέσω στοιχήματος επί του επίμαχου αγώνα.
Συμμετρικά προς τις ανωτέρω, οι παράγραφοι 2 και 4 του ίδιου άρθρου ποινικοποιούν την ενεργητική εκδοχή του αδικήματος, η οποία συνιστά κοινό έγκλημα, διότι υποκείμενο της πράξης μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, εν αντιθέσει προς την παθητική εκδοχή που τιμωρεί πρόσωπα προερχόμενα αποκλειστικά από τον χώρο του αθλητισμού. Τα πρόσωπα αυτά πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσουν επιρροή στην επίμαχη αναμέτρηση, ακόμα κι αν δεν λαμβάνουν μέρος σε αυτή. Πρόκειται, λοιπόν, για πρόσωπα που ανήκουν στο άμεσο περιβάλλον των αθλητικών συλλόγων των οποίων οι ομάδες αγωνίζονται. Ως προς το ωφέλημα που ζητούν ή λαμβάνουν τα πρόσωπα που θα επιχειρήσουν να επηρεάσουν τη έκβαση ενός αγώνα, πρέπει να τονιστεί ότι αυτό δεν εξαντλείται σε άμεσες παροχές οικονομικής φύσεως, αλλά μπορεί να έχει μελλοντικό χαρακτήρα, μπορεί, για παράδειγμα, να συνίσταται στη σύναψη ενός συμβολαίου με υψηλότερες απολαβές.
Επομένως, στο επίκεντρο αμφότερων των εκδοχών του αδικήματος βρίσκεται μία ανταλλακτική σχέση μεταξύ της απαίτησης ή παροχής του ωφελήματος και τη βλαπτική για το έννομο αγαθό συμπεριφορά, που εν προκειμένω είναι η επιρροή στην έκβαση της αθλητικής αναμέτρησης. Αυτή η συμπεριφορά πρέπει δε να κατατείνει στη μεταβολή της έκβασης του αγώνα προς όφελος του αντιπάλου, μεταβολή που επιτυγχάνεται όχι μόνο μέσω γνήσια προνομιακών για τον αντίπαλο ενεργειών, όπως η δημιουργία ευκαιρίας για πέναλτι, αλλά και με παραλείψεις ή φαινομενικά ουδέτερες συμπεριφορές, όπως η χαμηλή επίδοση του δωροδοκηθέντος παίκτη, δηλαδή εν γένει συμπεριφορές που είναι μη συνήθεις και μη επιτρεπτές με βάση τους αθλητικούς κανόνες. Ωστόσο, στους αθλητικούς κανόνες αντιβαίνει επίσης η πρόκληση φάουλ ή οποιαδήποτε άλλη επιθετική ενέργεια σε βάρος παίκτη της άλλης ομάδας. Μάλιστα, η εν λόγω συμπεριφορά δεν έχει μικρότερη κοινωνικοηθική απαξία από το αυτογκόλ ή από το γεγονός ότι ένας παίκτης παρουσιάζει εσκεμμένα αγωνιστική συμπεριφορά σαφώς κατώτερη της συνήθους επίδοσής του. Τέτοιες συμπεριφορές θα έπρεπε επίσης να τιμωρούνται, όταν εκδηλώνονται όχι απλώς από αντιαθλητικό πνεύμα, αλλά επειδή έχουν προσυμφωνηθεί για τους ως άνω σκοπούς, αλλιώς η έννοια της ακεραιότητας του αθλητισμού αλλοιώνεται, συρρικνώνεται κατά μη εύλογο τρόπο και η αξία της σχετικοποιείται.[25]
2. Ιδιαιτερότητες
α. Σημαντική διεύρυνση του αξιοποίνου
Συνεπώς, το κέντρο βάρους και ο πυρήνας του αδίκου τόσο της παθητικής όσο και της ενεργητικής μορφής της διάταξης του άρθρου 265c γερμΠ.Κ. εντοπίζεται στη συμφωνία για παρέμβαση στην εξέλιξη ενός οργανωμένου αθλητικού αγώνα κατά τρόπον ώστε να επέλθει αθέμιτο περιουσιακό όφελος προερχόμενο από στοιχήματα ως προς την έκβαση του συγκεκριμένου αγώνα. Τα μέρη της συμφωνίας είναι ήδη εξ αυτού του λόγου αξιόποινα, ανεξάρτητα από την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος και την άντληση ή μη του σκοπούμενου κέρδους από τα συναφή στοιχήματα.[26] Μάλιστα αξιόποινο στοιχειοθετείται ήδη και πριν από τη σύναψη της συμφωνίας, αφού η αντικειμενική υπόσταση πραγματώνεται, στην παθητική της εκδοχή, με μόνη την απαίτηση ωφελήματος εκ μέρους προσώπου που έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την έκβαση της επίμαχης αναμέτρησης ή, στην ενεργητική της εκδοχή, με μόνη την προσφορά ωφελήματος σε τέτοιο πρόσωπο. Το αξιόποινο δεν εξαρτάται από την αποδοχή της πρότασης εκ μέρους της άλλης πλευράς.[27] Μόνη η απαίτηση ή η προσφορά ωφελήματος θέτει κατά ταύτα γενικό κίνδυνο για τα προστατευόμενα έννομα αγαθά, ο οποίος δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης και ως εκ τούτου, το εν λόγω αδίκημα είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης. Αυτή η σημαντική μετατόπιση του αξιοποίνου σε πρότερο της περιουσιακής βλάβης στάδιο διαφοροποιεί το υπό συζήτηση έγκλημα από την απάτη και αναδεικνύει την εμφανή ομοιότητα αυτού με τα εγκλήματα διαφθοράς.
Στο σημείο αυτό τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα αν η μετάθεση του αξιοποίνου σε αυτό το πρότερο στάδιο συνάδει με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Η διεύρυνση του αξιοποίνου συναντάται σε διατάξεις στο προστατευτικό πεδίο των οποίων ανήκουν έννομα αγαθά ιδιαίτερα υψηλής σημασίας, όπως είναι αυτές των άρθρων 331-334 γερμΠ.Κ. που προστατεύουν την καθαρότητα και την ακεραιότητα της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, ήτοι αγαθά που οριοθετούν τη νομιμότητα της δράσης της διοίκησης και κατά συνέπεια αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά της αρχής του κράτους δικαίου.[28] Με βάση την παρατήρηση αυτή είναι αμφίβολο αν η ακεραιότητα του αθλητισμού μπορεί να θεωρηθεί τόσο υψηλής σπουδαιότητας αγαθό, ώστε να δικαιολογηθεί και στην περίπτωση αυτή η διεύρυνση του αξιοποίνου.
Ο αθλητισμός χαρακτηρίζεται από υψηλή κοινωνική σημασία, αλλά είναι αμφισβητήσιμο αν ήδη η πρόταση προς κάποιον αθλητή για αλλοίωση του αποτελέσματος μίας κρίσιμης αναμέτρησης μπορεί εν τοις πράγμασι να βλάψει, να περιορίσει ή να αναστείλει την κοινωνική του σημασία.[29] Βέβαια, ακόμα και η εντύπωση ότι ορισμένοι αθλητές ή αθλητικοί παράγοντες είναι εξαγοράσιμοι θα μπορούσε να βλάψει εν γένει την ακεραιότητα του αθλητισμού και τα περιουσιακά συμφέροντα των διοργανωτών στοιχημάτων μακροπρόθεσμα. Εντούτοις, αυτή η επίπτωση δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως περιουσιακή διακινδύνευση με την έννοια ενός κινδύνου περιουσιακής μείωσης, αφού η χειραγώγηση δεν πραγματοποιήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να γίνει λόγος για αποτροπή ενδεχόμενης αύξησης της περιουσίας για διοργανωτές και χορηγούς, αλλά αυτή υπερβαίνει τα όρια της γραμματικής ερμηνείας του όρου της περιουσιακής διακινδύνευσης. Τούτη η εμφανής δυσαναλογία μεταξύ τιθέμενου με την υπό συζήτηση συμπεριφορά αδίκου και της ποινικής του αξιολόγησης παραβιάζει σαφώς την αρχή της αναλογικότητας.
β. Το στοιχείο της απόκτησης αθέμιτου περιουσιακού οφέλους
Πέρα από τα ζητήματα αντίθεσης της εν λόγω διάταξης στο Σύνταγμα λόγω υπερβολικής διεύρυνσης του αξιοποίνου, αντικείμενο έντονου προβληματισμού έχει καταστεί το γεγονός ότι η παρέμβαση στην έκβαση μίας αναμέτρησης καταλήγει στην παραγωγή αθέμιτου περιουσιακού οφέλους. Το όφελος αυτό αντιστοιχεί στην περιουσιακή βλάβη των διοργανωτών των στοιχημάτων και όσων συμμετέχουν σε αυτά. Η περιουσιακή βλάβη, όμως, δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να αποδειχθεί το ακριβές ύψος της.[30] Έτσι, με τη νέα διάταξη παραμερίστηκαν οι σοβαρές αποδεικτικές δυσχέρειες που συνοδεύουν τη θεμελίωση της απάτης. Εξάλλου, η προσβολή της ακεραιότητας του αθλητισμού δεν είναι επιδεκτική διαβάθμισης βάσει του ύψους της περιουσιακής βλάβης. Έπειτα, το ύψος της περιουσιακής βλάβης εξαρτάται από τον αριθμό των συμμετεχόντων στα στοιχήματα, ο οποίος δεν είναι γνωστός κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας για χειραγώγηση του αγώνα και δεν παραμένει σταθερός μέχρι τη διεξαγωγή του.[31]
Το αθέμιτο περιουσιακό όφελος έχει ρητώς περιληφθεί στο γράμμα του άρθρου 265c γερμΠ.Κ. και γι’ αυτό πρέπει από την ανταλλακτική σχέση να συνάγεται ότι η συμφωνούμενη παρέμβαση στην εξέλιξη του αγώνα κατατείνει στην παραγωγή αθέμιτου περιουσιακού οφέλους. Αν αυτό δεν ενταχθεί στη συμφωνία, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα.[32] Καθ’ όσον μάλιστα αποτελεί στοιχείο της συμφωνίας, συγκαθορίζει το άδικο της πράξης και πρέπει να επικαλύπτεται τουλάχιστον από τον ενδεχόμενο δόλο του δράστη. Προβληματική είναι, εντούτοις, η χρήση παθητικής φωνής κατά την περιγραφή του στοιχείου αυτού στο κείμενο του νόμου (infolgedessen ein rechtswidriger Vermögensvorteil … erlangt werde: και συνεπεία αυτού αποκτάται ένα αθέμιτο περιουσιακό όφελος …), η οποία εμποδίζει την εξατομίκευση εκείνων που επιχειρούν να αντλήσουν αθέμιτο όφελος διά των στοιχημάτων και ως εκ τούτου αντιβαίνει στη συνταγματική αρχή του ορισμένου των διατάξεων (nullum crimen nulla poena sine lege certa). Η αφηρημένη διατύπωση ενδεικνύει ενδεχομένως την πλειάδα των προσώπων που στοιχηματίζουν εν γνώσει της παρέμβασης στον αγώνα και προσδοκούν με υψηλή πιθανότητα την επίτευξη κέρδους. Ωστόσο, είναι πιθανό να προκύψει κέρδος και για συμμετέχοντες σε στοιχήματα που δεν έχουν παράσχει το ωφέλημα στον αθλητή, δεν έχουν καταστεί μέρη της συμφωνίας και δεν αποτελούν για τον δωροδοκούντα τα τρίτα πρόσωπα στα οποία επιδιώκει να προσπορίσει όφελος, αλλά απλώς γνωρίζουν ή ενδεχομένως και να μη γνωρίζουν ότι υφίσταται κάποια συμφωνία και συμπτωματικά ωφελούνται από τη μεταβολή της έκβασης του αγώνα. Η έλλειψη δυνατότητας προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να αντλήσουν κέρδη αποδυναμώνει τη σύνδεση της ανταλλακτικής συμφωνίας με την απόκτηση του περιουσιακού οφέλους και περαιτέρω, δημιουργεί προβλήματα ως προς τη θεμελίωση του αθέμιτου χαρακτήρα του οφέλους, ο οποίος πηγάζει από τη σύναψη αυτής της συμφωνίας και την έλλειψη έννομης αξίωσης απόκτησης του οφέλους[33] και δεν σχετίζεται με την πιθανώς παράνομη στοιχηματική διοργάνωση.[34]
Η διατύπωση του άρθρου ως προς το στοιχείο του αθέμιτου περιουσιακού οφέλους πάσχει επίσης για τον λόγο ότι ούτε ο δωροδοκών ούτε ο δωροδοκούμενος μπορούν να δεσμευθούν για την εξασφάλιση κέρδους διά στοιχημάτων, αλλά μπορούν μόνο να την προσδοκούν, να έχουν δόλο ως προς αυτήν. Εξάλλου, η ανταλλακτική συμφωνία που συγκροτεί τον πυρήνα όλων των εγκλημάτων διαφθοράς έχει αναπόφευκτα υποκειμενική σε μεγάλο βαθμό χροιά, αφού τα μέρη αποβλέπουν μεν σε ορισμένη ενέργεια και σε ορισμένο αποτέλεσμα, αλλά η επιτυχία του εκάστοτε εγχειρήματος δεν είναι δεδομένη, γι’ αυτό η επέλευση του επιθυμητού αποτελέσματος δεν συνιστά προϋπόθεση πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης.[35] Επομένως, η διατύπωση του άρθρου 265c γερμΠ.Κ. χρήζει βελτίωσης, ώστε να αμβλυνθεί έν τινι μέτρω η απολυτότητα που περιβάλλει την επέλευση κέδρους και να καταστεί σαφές ότι ο δωροδοκούμενος αθλητής πρέπει να γνωρίζει ότι αυτή είναι η απώτερη συνέπεια της σχεδιαζόμενης χειραγώγησης, χωρίς όμως να μπορεί να υποσχεθεί την επίτευξή της.[36]
γ. Υποκειμενική υπόσταση
Σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης αυτό που διαφοροποιεί την υπό εξέταση διάταξη από τη γενική θεωρία του ποινικού δικαίου περί δόλου είναι ο τρόπος αξιολόγησης ενδεχόμενων αναστολών του δωροδοκηθέντος αθλητή. Σε περίπτωση που υφίσταται μεν αντικειμενικά μία συμφωνία μεταξύ αθλητή και δωροδοκούντος με γνωστούς όλους τους όρους που πρέπει σε επίπεδο αντικειμενικής υπόστασης να περιέχει, αλλά η βούληση του αθλητή δεν επικαλύπτει πλήρως το περιεχόμενο της συμφωνίας δεδομένων των αναστολών του, βάσει των γενικώς ισχυόντων περί δόλου θα πρέπει να αποκλειστεί η στοιχειοθέτηση του αδικήματος ελλείψει του βουλητικού στοιχείου του δόλου. Έχει, όμως, υποστηριχθεί ότι τέτοιες επιφυλάξεις δεν είναι ουσιώδεις εν γένει στα εγκλήματα διαφθοράς και σύμφωνα με μεγάλο μέρος της θεωρίας δεν εμποδίζουν τη θεμελίωση του αδικήματος.[37]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση κατά την οποία ο αθλητής που δωροδοκείται γνωρίζει το πλήρες περιεχόμενο της συμφωνίας και έχει παράσχει τη συναίνεσή του, όμως, πιστεύει ότι το επιθυμητό από τον δωροδοκούντα αποτέλεσμα θα επέλθει και χωρίς ο ίδιος να τελέσει τη συμφωνηθείσα παρέμβαση στην εξέλιξη του αγώνα. Ακόμα κι αν ο ίδιος δεν προβεί εν τέλει στη συμπεφωνημένη ενέργεια ή παράλειψη, η συμπεριφορά του υποβαθμίζει την ακεραιότητα του αθλητισμού, καθώς διαδίδει την εικόνα της εξαγορασιμότητας μέρους των αθλητών. Εντούτοις, δεν θέτει κάποιον περιουσιακό κίνδυνο και γι’ αυτό δεν πληροί την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 265c γερμΠ.Κ., το οποίο προστατεύει σωρευτικά την ακεραιότητα του αθλητισμού και την περιουσία. Έχει, βέβαια, διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη.[38]
II. Το άρθρο 265d γερμΠ.Κ. περί χειραγώγησης επαγγελματικών αθλητικών αγώνων (Manipulation von berufssportlichen Wettbewerben)
1. Τα βασικά στοιχεία του εγκλήματος
Η πράξη που βρίσκεται στον πυρήνα του άρθρου 265d γερμΠ.Κ. ταυτίζεται επίσης με αυτήν των άρθρων 331-334 γερμΠ.Κ. Συγκεκριμένα, οι παράγραφοι 1 και 3 καθιστούν αξιόποινη τη χειραγώγηση επαγγελματικών αθλητικών αναμετρήσεων από αθλητές, προπονητές και διαιτητές που απαιτούν ή λαμβάνουν κάποιο ωφέλημα ή δέχονται την υπόσχεση παροχής ωφελήματος, προκειμένου να ασκήσουν επιρροή, κατά τρόπο που αντιβαίνει στους κανόνες του αθλητισμού, στην εξέλιξη ή το αποτέλεσμα μίας αναμέτρησης μεταξύ επαγγελματιών αθλητών προς όφελος του αντιπάλου. Οι παράγραφοι 2 και 4 καθιστούν άξια ποινικού κολασμού την ενεργητική εκδοχή του αδικήματος. Επομένως, εν προκειμένω συναντά κανείς επίσης τη συνήθη μορφή της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων διαφθοράς.
2. Ιδιαιτερότητες
α. Σχέση με το άρθρο 265c γερμΠ.Κ.
Το άρθρο 265d γερμΠ.Κ., παρότι έπεται αριθμητικά, αποτελεί το βασικό αδίκημα έναντι της διακεκριμένης παραλλαγής που τυποποιείται στο άρθρο 265c γερμΠ.Κ., αφού εστιάζει στην παρέμβαση που κατευθύνεται στην αλλοίωση της εξέλιξης ή της έκβασης ενός επαγγελματικού αθλητικού αγώνα, ανεξάρτητα από τη διοργάνωση στοιχημάτων επ’ αυτού. Η άντληση περιουσιακού οφέλους από αθλητικά στοιχήματα δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 265d γερμΠ.Κ., γι’ αυτό άλλωστε αμφισβητήθηκε έντονα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αν η περιουσία ανήκει στο προστατευτικό του πεδίο και αν εντάχθηκε ορθώς στο κεφάλαιο με τα περιουσιακά αδικήματα. Επομένως, το υπό συζήτηση άρθρο είναι επικουρικό και εφαρμόζεται, όταν δεν πληρούνται τα πρόσθετα στοιχεία του άρθρου 265c γερμΠ.Κ..
β. Στενότερο πεδίο εφαρμογής
Ως προς τον κύκλο των ενεργητικών υποκειμένων πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός οριοθετείται στενότερα στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου συγκριτικά με το άρθρο 265c γερμΠ.Κ., δεδομένου ότι περιλαμβάνει αποκλειστικά μέλη του επαγγελματικού αθλητισμού. Αυτή η επιλογή του νομοθέτη στηρίζεται προφανώς στη σκέψη ότι οι αγώνες υψηλού επιπέδου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην αξιοπιστία του αθλητισμού, αλλά και σημαντικότερες οικονομικές επιπτώσεις για τους αθλητές και τους επαγγελματικούς αθλητικούς συλλόγους. Η παράγραφος 5 του άρθρου ορίζει ως επαγγελματικούς τους αγώνες που διοργανώνονται από αθλητικούς συνδέσμους ή από έναν διεθνή αθλητικό οργανισμό, προβλέπουν τήρηση κανόνων που τέθηκαν από εθνικό ή διεθνή αθλητικό οργανισμό ως υποχρεωτικοί για τα μέλη του και στις οποίες συμμετέχουν κυρίως αθλητές που έχουν απολαβές σημαντικού ύψους.
γ. Παραβίαση των αθλητικών κανόνων
Η αντίθεση της σκοπούμενης αλλοίωσης της έκβασης του αγώνα στους αθλητικούς κανόνες δηλώνει την ανάγκη συμπλήρωσης του άρθρου από το αθλητικό δίκαιο εν γένει, στο οποίο πρέπει να αποβλέψει ο ερμηνευτής.[39] Βάσει αυτών των αθλητικών κανόνων, κείνται εκτός πεδίου εφαρμογής ενέργειες που συνάδουν με αυτούς, όπως η αμοιβαία δέσμευση των διαγωνιζόμενων ομάδων να «μην παίξουν για τη νίκη» ή η συμφωνία τους να αποβεί ωφέλιμη και για τις δύο ομάδες ενδεχόμενη ισοπαλία.[40]
Γ. ΟΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ
I. Τα βασικά στοιχεία των εγκλημάτων και τα προστατευόμενα έννομα αγαθά
Στην Ελλάδα η ανάγκη προστασίας του αθλητισμού από ενέργειες που αλλοιώνουν τη γνησιότητα των αθλητικών αγώνων παρακίνησε τον νομοθέτη να θεσπίσει ειδικές διατάξεις που ποινικοποιούν πράξεις κατατείνουσες στην άσκηση επιρροής στην εξέλιξη, τη μορφή ή το αποτέλεσμα οποιουδήποτε ατομικού ή ομαδικού αθλήματος.
Το βασικό αδίκημα περιέχεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 132 του λεγόμενου αθλητικού νόμου, ήτοι του Ν. 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 4049/2012 και ισχύει. Οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου καθιερώνουν αντιστοίχως το αξιόποινο της από τον ίδιο σκοπό συνοδευόμενης δωροληψίας και δωροδοκίας αθλητή, προπονητή, διαιτητή ή διοικητικού παράγοντα και αποτελούν επιβαρυντικές περιστάσεις του βασικού αδικήματος.[41] Έχει, επίσης, υποστηριχθεί ότι η αθλητική δωροδοκία/δωροληψία συνιστά ιδιώνυμο έγκλημα.[42] Όλες οι ανωτέρω πράξεις προσλαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου, σε περίπτωση επίτευξης του επιδιωκόμενου από τον δράστη σκοπού της αλλοίωσης της έκβασης του αγώνα, καθώς και αν ο αγώνας του οποίου το αποτέλεσμα αλλοιώνεται περιλαμβάνεται σε στοιχηματικές διοργανώσεις του εσωτερικού ή εξωτερικού. Όλα τα αναφερθέντα αδικήματα είναι εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή τους.
Το βασικό αδίκημα της παραγράφου 1 του άρθρου 132 Ν. 2725/1999 (όπως ισχύει) και οι διακεκριμένες παραλλαγές των παραγράφων 2 και 3 είναι προσανατολισμένες στην προστασία της γνησιότητας του αποτελέσματος των αθλητικών αγώνων και μόλις στην παράγραφο 4, στην κακουργηματική μορφή της πράξης, συνεκτιμάται ότι η παρέμβαση στην έκβαση ενός αγώνα έχει αποκτήσει κυρίως οικονομικό χαρακτήρα.[43]
Η γνησιότητα του αποτελέσματος των αθλητικών αγώνων είναι υπερατομικό έννομο αγαθό, το οποίο αναφέρεται στον ανεπηρέαστο χαρακτήρα του αθλητικού συναγωνισμού, στη διασφάλιση του σεβασμού και της τήρησης της lex sportiva, ήτοι του κανονιστικού εκείνου πλαισίου δυνάμει του οποίου καθορίζεται η μορφή και η έκβαση ενός αθλητικού αγώνα. Τίθεται, όμως, το ζήτημα αν μία τέτοια γενική και αόριστη έννοια είναι άξια ποινικής προστασίας. Η συμφωνία εξάλλου του εν λόγω άρθρου με την αρχή της αναλογικότητας δεν είναι δεδομένη, καθ’ όσον οι αλλοιώσεις της γνησιότητας των αθλητικών αγώνων θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από την αθλητική πειθαρχική δικαιοσύνη, αφού το ποινικό δίκαιο αποτελεί ultimum refugium έναντι ηπιότερων μέσων προστασίας ενός αγαθού. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο έννομο αγαθό απολαμβάνει τη μέγιστη δυνατή ποινική προστασία, διότι τα προαναφερθέντα αδικήματα είναι εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης. Για την τέλεση αυτών αρκεί να περιέλθει σε γνώση της άλλης πλευράς η απαίτηση ωφελήματος εκ μέρους αθλητή ή ενός εκ των λοιπών αναφερόμενων στις διατάξεις προσώπων ή η προσφορά ενός ωφελήματος από τον δωροδοκούντα, χωρίς να απαιτούνται η αποδοχή της πρότασης, η άσκηση επιρροής στον αγώνα και η επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος, αρκεί συνεπώς η επίμαχη συμπεριφορά να μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο για το αντικείμενο προστασίας των διατάξεων.[44]
Η ποινική προστασία του αθλητισμού δεν πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική πρόνοια του νομοθέτη, δεδομένου ότι τα επανειλημμένα περιστατικά χειραγώγησης αγώνων είναι ικανά να καταδικάσουν το σύνολο της αθλητικής δραστηριότητας σε διαρκή καχυποψία και απαξίωση. Εξάλλου, στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων εμπίπτουν οι παραβιάσεις των κανόνων που είναι συστατικοί της καθαρότητας του αθλητισμού. Αντιθέτως, οι παραβιάσεις ρυθμιστικών κανόνων που δεν νοθεύουν την ακεραιότητα της αθλητικής δραστηριότητας είναι επιδεκτικές αντιμετώπισης με ηπιότερες κυρώσεις. Για παράδειγμα, το να υποκριθεί κάποιος παίκτης ότι δέχτηκε μία βίαιη κίνηση εκ μέρους αντίπαλου παίκτη και εξαιτίας αυτής έπεσε στην περιοχή της αντίπαλης ομάδας, ώστε να κερδίσει πέναλτι η ομάδα του, δεν τον καθιστά αξιόποινο, διότι παραβιάζει απλώς ρυθμιστικό κανόνα.[45] Η υψηλή κοινωνικοηθική απαξία των εν λόγω πράξεων εντοπίζεται και στη διακινδύνευση της περιουσίας αόριστου αριθμού προσώπων.[46] Η αθλητική δωροδοκία δεν προσβάλλει μόνο το αθλητικό ιδεώδες, αλλά θίγει και τις αθλητικές ομάδες ως επιχειρήσεις, τους αθλητές ως επαγγελματίες και όσους συμμετέχουν σε παιχνίδια αθλητικών προγνωστικών.[47]
Έχει υποστηριχθεί ότι η αφηρημένη περιουσιακή διακινδύνευση δεν προσφέρει τόσο ισχυρό επιχείρημα για την ποινικοποίηση τέτοιων συμπεριφορών, αλλά ότι αυτή, αντιθέτως, βρίσκει ισχυρότερο έρεισμα στο Σύνταγμα, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 9, ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του κράτους.[48] Ο αθλητισμός προστατεύεται, λοιπόν, θεσμικά και αυτό το υψηλό επίπεδο προστασίας παρέχει δικαιολογητική βάση για την ποινική τιμώρηση της αλλοίωσης του κανονιστικού του ρόλου. Εντούτοις, η κακουργηματική διάσταση της πράξης, όταν ο επίμαχος αγώνας αποτελεί αντικείμενο στοιχηματικής διοργάνωσης, καθιστά εμφανή και την ένταξη της περιουσίας στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης.
II. Αντιστοιχίες με τις γερμανικές διατάξεις
Αν επιχειρηθεί ο εντοπισμός αντιστοιχιών με τις γερμανικές διατάξεις, μπορεί να λεχθεί ότι η παράγραφος 4 του άρθρου 132 Ν. 2725/1999 (όπως ισχύει) αντιστοιχεί στο άρθρο 265c γερμΠ.Κ., διότι εφαρμόζεται σε περίπτωση κινδύνου περιουσιακής βλάβης για τους διοργανωτές αθλητικών στοιχημάτων και τους στοιχηματίσαντες, ενώ οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του ίδιου άρθρου είναι συμμετρικές του άρθρου 265d γερμΠ.Κ. με τη διαφορά ότι η αντικειμενική υπόσταση της γερμανικής διάταξης δεν πραγματώνεται, αν δεν συντρέχει περιουσιακή διακινδύνευση. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 132 Ν. 2725/1999 (όπως ισχύει) δεν χρειάζονται την περιουσιακή προστασία ως πρόσθετη δικαιολογητική βάση της θέσπισής τους, αφού λόγω της συνταγματικής προστασίας της καθαρότητας του αθλητισμού ερείδονται σε πολύ ισχυρότερα θεμέλια απ’ ό,τι το άρθρο 265d γερμΠ.Κ..
Όμως, ο Έλληνας νομοθέτης κατέστησε περίπλοκη την προστασία του εν λόγω εννόμου αγαθού διχοτομώντας την στο βασικό αδίκημα της παραγράφου 1 και στα ειδικότερα αδικήματα των παραγράφων 2 και 3 περί δωροληψίας και δωροδοκίας, παρότι εν τοις πράγμασι το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 δεν διαφέρει από αυτό των επόμενων δύο παραγράφων, δεδομένου ότι το χαρακτηριστικό στοιχείο που προσδιορίζει την ποιότητα του αδίκου όλων αυτών των αδικημάτων είναι ο σκοπός αλλοίωσης της εξέλιξης ή της έκβασης ενός αθλητικού αγώνα. Μπορεί μεν το αδίκημα της παραγράφου 2 να έχει ως δυνητικό υποκείμενο μόνο αθλητή, προπονητή ή διαιτητή, αλλά το αδίκημα της παραγράφου 3 είναι κοινό έγκλημα, όπως ακριβώς και το βασικό. Ίσως ο νομοθέτης να θέλησε μέσω της παραγράφου 1 να διασφαλίσει ότι δεν θα μείνουν ατιμώρητα πρόσωπα που δεν προβαίνουν σε δωροδοκία αθλητή, αλλά τελούν πράξεις ευρισκόμενες στις παρυφές αυτής, για παράδειγμα φέρνουν σε επαφή τον αθλητή με αυτόν που επιθυμεί να τον δωροδοκήσει. Εντούτοις, οι γενικές διατάξεις περί συμμετοχής δύνανται να καλύψουν το αξιόποινο και των προσώπων αυτών. Έπειτα, η παράγραφος 1 είναι προβληματική για τον πρόσθετο λόγο ότι έχει γενική διατύπωση, η οποία βρίθει αόριστων εννοιών, όπως οι όροι «παρεμβαίνει» και «αθέμιτες ενέργειες». Άλλωστε, δεδομένων των ευρύτατων ερμηνευτικών ορίων του όρου «ωφέλημα», καθώς αυτό δεν εξαντλείται σε οικονομικής φύσης παροχές, αλλά μπορεί να συνίσταται και στην πρόταση ενός συμβολαίου με υψηλότερες απολαβές, γεννάται το ερώτημα τι άλλο μπορεί να εμπίπτει στον όρο «αθέμιτες ενέργειες». Ως εκ τούτου, η επιλογή του Γερμανού νομοθέτη να θεσπίσει μία και μόνη διάταξη για την ανεξάρτητη από στοιχήματα χειραγώγηση αθλητικών αγώνων είναι πιο επιτυχής.
III. Ιδιαιτερότητες
1. Επιρροή της έκβασης του αγώνα προς όφελος ή σε βάρος του αντιπάλου;
Πέρα από τις αντιστοιχίες μεταξύ των γερμανικών και των ελληνικών διατάξεων, μία από τις βασικές τους διαφορές έγκειται στο ότι το άρθρο 132 Ν. 2725/1999 (όπως ισχύει) δεν διευκρινίζει αν οι πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κατατείνουν στην επιρροή της έκβασης του αγώνα υπέρ ή σε βάρος του αντιπάλου. Λόγω μη περιοριστικής διατύπωσης των διατάξεων, η αλλοίωση του αποτελέσματος μπορεί να γίνει υπέρ ή κατά ενός αθλητικού σωματείου, που δεν είναι απαραίτητο να συμμετέχει στον αγώνα, καθώς μπορεί η βαθμολογική του θέση να βελτιωθεί ή να υποβαθμιστεί λόγω της ήττας ή της νίκης άλλου σωματείου.[49] Αυτή η διεύρυνση του αξιοποίνου οδηγεί στην αποτελεσματικότερη προστασία του εννόμου αγαθού.
Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί από τη θεωρία ότι η υπόσχεση ενός «πριμ νίκης» που ωθεί τους αθλητές στην καταβολή της μέγιστης δυνατής προσπάθειας κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου, καθώς παρέχει στους παίκτες πρόσθετο κίνητρο να συμμορφωθούν προς τους κανόνες διεξαγωγής του αγώνα.[50] Άλλωστε, η επιδίωξη της νίκης είναι η πεμπτουσία του αθλητισμού.[51] Σε αυτή τη σκέψη στηρίζεται και η επιλογή του Γερμανού νομοθέτη να μην καταστήσει αξιόποινες συμπεριφορές που ευλόγως αναμένονται σε μία κρίσιμη αναμέτρηση, όπως η επιδίωξη της καλύτερης δυνατής επίδοσης ενός αθλητή με σκοπό τη νίκη της ομάδας του. Όμως, η υπόσχεση κάποιου βραβείου ενδέχεται να ωθήσει τους αθλητές σε συμπεριφορές που δεν συνάδουν με τον υγιή συναγωνισμό και την ορθή διεξαγωγή του αθλητικού αγώνα, όπως η σκηνοθεσία ενός φάουλ και η εν γένει διεκδίκηση προνομίων για την ομάδα, όπως η ψευδής παράσταση περί δήθεν συστηματικής επιθετικής στάσης ενός καλού παίκτη της αντίπαλης ομάδας, προκειμένου αυτός να λάβει κόκκινη κάρτα από τον διαιτητή και να αποκλειστεί από κρίσιμους αγώνες. Αυτή η συμπεριφορά θίγει επίσης την καθαρότητα του αθλητισμού και η ευρεία διατύπωση των ελληνικών διατάξεων δύναται να καλύψει και τέτοιου είδους πράξεις.
Παρά ταύτα, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και το βασικό αδίκημα τιμωρείται αυστηρότερα από κάθε άλλη μορφή πλημμεληματικής δωροδοκίας στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα[52] και γι’ αυτό η διεύρυνση του αξιοποίνου με συμπεριφορές αθλητών που είναι αναμενόμενες στους κρίσιμους αγώνες λόγω του σημαντικού αντίκτυπου της νίκης της ομάδας τους και μπορούν να τιμωρηθούν επαρκώς με ενδοαθλητικές κυρώσεις προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας. Επιπλέον, το ευρύ περιθώριο που καταλείπει το άρθρο στον ερμηνευτή ως προς το ποιες συμπεριφορές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δημιουργεί ζήτημα αοριστίας αυτού, ενώ οι γερμανικές διατάξεις οριοθετούν σαφέστερα το πεδίο εφαρμογής τους και περιορίζουν έν τινι μέτρω το διευρυμένο αξιόποινο που χαρακτηρίζει τα εγκλήματα διακινδύνευσης.
2. Υποκειμενική υπόσταση
Η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να προσδώσει στον στόχο επιρροής της έκβασης του αγώνα τη μορφή υποκειμενικού στοιχείου του αδίκου σημαίνει ότι πρέπει να συντρέχει άμεσος δόλος α΄ βαθμού ως προς αυτόν, ενώ στο πλαίσιο των γερμανικών διατάξεων η άσκηση επιρροής στην έκβαση του αγώνα εντάσσεται στη συμφωνία των μερών και ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης αρκεί να επικαλύπτεται από ενδεχόμενο δόλο. Συνεπώς, ο αθλητής που έχει αναστολές σχετικά με την τέλεση της συμφωνηθείσας ενέργειας ή παράλειψης κατά τη διάρκεια του αγώνα ή διατηρεί αμφιβολίες αναφορικά με το αν χρειάζεται να προβεί σε αυτήν εκτιμώντας πως είναι πιθανό να επέλθει ούτως ή άλλως η επιθυμητή έκβαση, είναι αξιόποινος σύμφωνα με τη γερμανική θεωρία, αφού, όπως επισημάνθηκε, τέτοιες επιφυλάξεις δεν θεωρούνται ουσιώδεις εν γένει στα εγκλήματα διαφθοράς. Αντιθέτως, στην ελληνική έννομη τάξη προβληματική θα αποδεικνυόταν η θεμελίωση του άμεσου δόλου. Όμως, οι υψηλές απαιτήσεις των ελληνικών διατάξεων ως προς τον δόλο αντισταθμίζουν το αυστηρό πλαίσιο ποινής και τον χαρακτήρα των αδικημάτων ως εγκλημάτων διακινδύνευσης.
3. Κακουργηματική μορφή της πράξης
Αξιοπρόσεκτο είναι, τέλος, ότι οι ελληνικές διατάξεις όχι μόνο τιμωρούν την αθλητική δωροδοκία αυστηρότερα από οιαδήποτε άλλη πλημμεληματική δωροδοκία, αλλά, όπως επισημάνθηκε, την καθιστούν κακούργημα, όταν σκοπείται η αλλοίωση της έκβασης αγώνα που περιλαμβάνεται σε στοιχηματικές διοργανώσεις. Το να καταστούν τιμωρητέες αυτές οι περιπτώσεις ήταν σημαντική νομοθετική πρόνοια, αφού η διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ περί απάτης αδυνατούσε να τις καλύψει.[53] Ειδικότερα, δυσχερής θα ήταν η θεμελίωση της ψευδούς παράστασης εκ μέρους όσων είχαν στοιχηματίσει εν γνώσει της επικείμενης επενέργειας στην έκβαση του αγώνα έναντι των διοργανωτών των στοιχημάτων, αλλά, ακόμα και αν θεωρείτο συναγόμενη με την παράδοση του δελτίου, δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί η ύπαρξη περιουσιακής βλάβης, διότι δεν μπορεί γενικά να προσδοκάται ορισμένο αποτέλεσμα με βεβαιότητα. Η δε θεμελίωση απάτης σε βάρος των στοιχηματισάντων που δεν γνώριζαν την αλλοίωση της έκβασης θα ήταν εκτεθειμένη στην αντίρρηση ότι ούτε οι διοργανωτές των στοιχημάτων είχαν γνώση της σχεδιασμένης χειραγώγησης. Επίσης, θα έλειπε η απαιτούμενη αμεσότητα μεταξύ περιουσιακής διάθεσης και βλάβης, αφού θα παρεμβάλλονταν η παρέμβαση στον αγώνα και η ολοκλήρωσή του.
Παρά την ανάγκη προστασίας της περιουσίας των ασκούντων αδειοδοτημένη στοιχηματική δραστηριότητα, αλλά και όσων συμμετέχουν σε στοιχήματα, η επίταση του αδίκου δεν είναι επαρκώς δικαιολογημένη, αφού πρόκειται για διακινδύνευση ατομικού εννόμου αγαθού και επιπλέον, η οργανωμένη διενέργεια στοιχημάτων αποτελεί απλώς μία μορφή οικονομικής δραστηριότητας και όχι θεσμό της ελεύθερης οικονομίας, η μη ορθή λειτουργία του οποίου θα διατάρασσε την ομαλή λειτουργία του συνόλου της οικονομίας, όπως θα ίσχυε στην περίπτωση της κεφαλαιαγοράς.[54] Η αναιτιολόγητη αυστηροποίηση ενός ήδη αυστηρού πλαισίου ποινής παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ της βαρύτητας της πράξης και της απειλούμενης ποινής. Αντιθέτως, οι δύο νέες γερμανικές διατάξεις επιφυλάσσουν στον δράστη ελαφρύτερη τιμώρηση απ’ ό,τι τα κλασικά εγκλήματα διαφθοράς, όπερ είναι απολύτως εύλογο εκτιμώμενης της μεγαλύτερης βαρύτητας των εννόμων αγαθών που εκείνα προστατεύουν. Επιβεβλημένη θα ήταν, λοιπόν, η αναθεώρηση του πλαισίου ποινής των ελληνικών διατάξεων.
Συνοψίζοντας, πρέπει να λεχθεί ότι τόσο οι νεοεισαχθείσες γερμανικές όσο και οι ελληνικές διατάξεις περί αθλητικής διαφθοράς είναι μεν αναγκαίες για την προστασία της καθαρότητας του αθλητισμού, αλλά και της περιουσίας των προσώπων που δραστηριοποιούνται στο πεδίο αυτό, δεδομένων μάλιστα των κενών αξιοποίνου που υφίσταντο σε αμφότερες τις έννομες τάξεις, εντούτοις είναι εκτεθειμένες σε πολύ σημαντικές αντιρρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο διάλογος των δύο εννόμων τάξεων είναι σε θέση να αποφέρει χρήσιμα συμπεράσματα για τις νομοτεχνικές βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο και των δύο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. λ.χ. το άρθρο Manipulation im Fußball-Europol deckt gewaltigen Wettbetrug auf, στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung της 4.2.2013 και το άρθρο των Kubiciel/Hoven, Zur Strafbarkeit des Kaufs einer WM-Vergabe στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, 28.10.2015.
[2] Deutscher Fußball-Bund sperrt Osnabrücker Spieler, Spiegel Online, 10.07.2017.
[3] Entwurf eines Gesetzes zur Änderung des Strafgesetzbuches-Strafbarkeit von Sportwettbetrug und der Manipulation von berufssportlichen Wettbewerben, σελ. 9-10.
[4] Council of Europe Convention on the Manipulation of Sports Competitions-18.09.2014. Η Γερμανία ανήκει στα μέρη της Σύμβασης, αλλά δεν την έχει κυρώσει ακόμα.
[5] Michael Kubiciel, Umfang und Interpretation der Straftatbestände gegen Sportwettbetrug und Manipulation von berufssportlichen Wettbewerben, WiJ, 4.2016, σελ. 256.
[6] Gesetzesentwurf, σελ. 7.
[7] Gesetzesentwurf, σελ. 7.
[8] Gesetzesentwurf, σελ. 7.
[9] Michael Kubiciel, Wetten und Betrug-Zur konkludenten Täuschung, Anmerkungen zur Entscheidung BGH 5 StR 181/06 v. 15. Dezember 2006, HRRS Nr. 2007 Nr. 1-„Hoyzer“-Fall, σελ. 69-70.
[10] BGH 5 StR 181/06-Urteil vom 15.12.2006, Αριθμ. 34.
[11] Petropoulos Vas./Morozinis Ioan., Der Sportwettenbetrug durch Manipulation zu Lasten des Wettveranstalters oder des Wettenden, wistra 2009, σελ. 258-259
[12] BVerfG, 2 BvR 2500/09, 2 BvR 1857/10-Urteil vom 07.12.2011, Αριθμ. 176.
[13] BGH 4 StR 55/12-Urteil vom 20.12.2012, Αριθμ. 37.
[14] Kubiciel, WiJ 2016, σελ. 258.
[15] Stellungnahme Nr. 12/2016 von Februar 2016 des Deutschen Anwaltvereins durch den Ausschuss Strafrecht zum Referentenentwurf eines Gesetzes zur Änderung des Strafgesetzbuches: Strafbarkeit von Sportwettbetrug und der Manipulation berufssportlicher Wettbewerbe, σελ. 6-7.
[16] Michael Tsambikakis, Überflüssiges Strafrecht: Sportwettbetrug und Manipulation berufssportlicher Wettbewerbe, άρθρο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Elisa Hoven/Michael Kubiciel, Korruption im Sport, Tagungen und Kolloquien, Nomos, 2018, σελ. 37-38.
[17] Transparency International Deutschland e. V., 26.09.2016 τοποθέτηση επί του νομοσχεδίου για την αθλητική διαφθορά (BT-Drs. 18/8831).
[18] Hoven/Kubiciel/Wassmer, Das Ende des Sommermärchens-Strafbarkeit korruptiver Einflussnahme auf die Vergabe sportlicher Großereignisse, NZWiSt 2016, σελ. 121.
[19] Kubiciel, WiJ 2016, σελ. 263.
[20] Markus Rübenstahl, §§265c und 265d StGB - Korruptionsstrafrecht zur Bekämpfung des Sportwettbetrugs und der Manipulation von Sportwettbewerben?, JR 2017 (6), σελ. 269.
[21] Michael Kubiciel, Schriftliche Fassung der Stellungnahme in der öffentlichen Anhörung vor dem Rechtsausschuss des Deutschen Bundestags am 28.09.2016 zum Regierungsentwurf eines Gesetzes zur Änderung des Strafgesetzbuches- Strafbarkeit von Sportwettbetrug und der Manipulation von berufssportlichen Wettbewerben, BT-Drs. 18/8831 (20.06.2016), σελ. 12-13.
[22] Bittmann/Nuzinger/Rübenstahl, StGB §265c-Sportwettbetrug, BeckOK StGB, v. Heintschel-Heinegg, 37. έκδοση, Stand: 01.02.2018, Αριθμ. 10.
[23] Gesetzesentwurf, σελ. 13.
[24] Rübenstahl, JR 2017, σελ. 264-5.
[25] Rübenstahl, JR 2017, σελ. 276.
[26] Anna Oehmichen, Κεφάλαιο 9, Sportwettbetrug, στο βιβλίο των Knierim/Oehmichen/Beck/Geisler, Gesamtes Strafrecht aktuell, 2018, Αριθμ. 36.
[27] Gesetzesentwurf, σελ. 14.
[28] Ralf Krack, Sportwettbetrug und Manipulation von berufssportlichen Wettbewerben. Regierungsentwurf zu §§265c, 265d StGB, ZIS 2016, 11 (8), σελ. 543.
[29] Stellungnahme des Deutschen Anwaltvereins zum Gesetzesentwurf, σελ. 7-9.
[30] Bittmann/Nuzinger/Rübenstahl, StGB §265c, BeckOK StGB, Αριθμ. 72-73.
[31] Kubiciel, WiJ 2016, σελ. 259.
[32] Rübenstahl, JR 2017, σελ. 273.
[33] Anna Oehmichen, στο βιβλίο των Knierim/Oehmichen/Beck/Geisler, 2018, Αριθμ. 18.
[34] Bittmann/Nuzinger/Rübenstahl, StGB § 265c, BeckOK StGB, Αριθμ. 69-70.
[35] Ralf Krack, Sportwettbetrug und Manipulation von berufssportlichen Wettbewerben, wistra 2017 (8), (289-328), σελ. 294 και Anna Oehmichen, in: Knierim/Oehmichen/Beck/Geisler, 2018, Αριθμ. 17.
[36] Kubiciel, WiJ 2016, σελ. 264: „dass er den Verlauf oder das Ergebnis zugunsten des Wettbewerbsgegners beeinflusse, weil infolgedessen ein rechtswidriger Vermögensvorteil … erlangt werden solle“: «ώστε να επηρεάσει την εξέλιξη ή το αποτέλεσμα προς όφελος του αντιπάλου και συνεπεία αυτού να αποκτηθεί ένα αθέμιτο περιουσιακό όφελος …».
[37] Rübenstahl, JR 2017, σελ. 274.
[38] Kubiciel, WiJ 2016, σελ. 265.
[39] Anna Oehmichen, στο βιβλίο των Knierim/Oehmichen/Beck/Geisler, 2018, Αριθμ. 33.
[40] Michael Kubiciel, Neue Haftungsrisiken für Vereine: Die Straftatbestände gegen Sportwettbetrug und Spielmanipulation, SpuRt, 5/2017, σελ. 6.
[41] Β. Πετρόπουλος, Η δωροδοκία στον αθλητικό τομέα, 6ο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων με θέμα: Η ποινική διαχείριση της δωροδοκίας-Δυνατότητες και όρια, 2013, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 360.
[42] Αχ. Μαυρομάτης, Αθλητικά Εγκλήματα-Κατ’ άρθρο ερμηνεία των ποινικών διατάξεων του Ν. 2725/1999 όπως ισχύει σήμερα μετά και το Ν. 3472/2006, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006, σελ. 39.
[43] Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα, της φαρμακοδιέγερσης, των προσυνεννοημένων αγώνων και λοιπές διατάξεις», σελ. 7-8.
[44] Μαυρομάτης, Αθλητικά εγκλήματα, 2006, σελ. 361 και 369.
[45] Πετρόπουλος, 2013, σελ. 374.
[46] Ανδρέας Μαλάτος, Παραδόσεις Αθλητικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010, σελ. 781.
[47] Μαυρομάτης, Αθλητικά εγκλήματα, 2006, σελ. 359-360.
[48] Πετρόπουλος, 2013, σελ. 361-363.
[49] Μαυρομάτης, 2006, σελ. 379.
[50] Πετρόπουλος, 2013, σελ. 375.
[51] Μαυρομάτης, 2006, σελ. 378.
[52] Πετρόπουλος, 2013, σελ. 376-377.
[53]Πετρόπουλος, 2013, σελ. 405.
[54] Πετρόπουλος, 2013, σελ. 397.