Morgan, Levinas’s Ethical Politics (Indiana: Indiana University Press, 2016)
Γ. Κακολύρη (επιμ.), Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida (Αθήνα: Πλέθρον, 2015)
- Πού μπορεί να αποδοθεί η επίμονη επίκληση του Άλλου και της ετερότητας στη σύγχρονη πολιτική και πνευματική ζωή; Γιατί ο παρεκκλίνων, η τοξικομανής ή ο πρόσφυγας αντιμετωπίζονται ως Άλλοι, που μας απευθύνουν εκκλήσεις; Κάποιοι θα προέτασσαν τον υποβόσκοντα ρομαντισμό της εποχής μας, ο οποίος αναζήτησε μια αρχετυπική μορφή που να εκφράζει τα όρια του Εγώ ή και του Λόγου. Άλλοι θα στρέφονταν στα κινήματα των τελευταίων δεκαετιών, που βρήκαν ένα μέσο να διαρρήξουν τα όρια του ρεαλισμού ή του οικονομισμού της πολιτικής.
- Στο ερώτημα αυτό, ένα ερώτημα επί της συγκυρίας, θα ξαναγυρίσω, ας ξεκινήσω όμως από την πηγή των σκέψεων που ακολουθούν. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν δυο πολύ ενδιαφέροντα βιβλία: το πρώτο στη γλώσσα μας, το Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida, έχει επιμέλεια και εισαγωγή του Γεράσιμου Κακολύρη, το δεύτερο, το Levinas’s Ethical Politics, είναι του Michael Morgan κι εκδόθηκε στις ΗΠΑ. Όπως φανερώνουν οι τίτλοι τους, το πρώτο είναι αφιερωμένο στον ηθικό και πολιτικό στοχασμό του Derrida, το δεύτερο του Emmanuel Levinas. Δυο επιφανών στοχαστών με πολύ έντονη παρουσία στη σύγχρονη συζήτηση, ακόμα κι όταν αυτή ξεπερνά τα όρια της φιλοσοφικής κοινότητας.
- Μέσα στον πολτό, που σερβίρεται συχνά ακόμα κι από ειδικούς, αγνοείται το βάθος της σκέψης και των δυο αυτών φιλοσόφων, κυρίως όμως αποσιωπούνται οι διαφορές που τους χωρίζουν. Είναι πολλά εκείνα που τους ενώνουν, δεν είναι όμως λίγα αυτά που τους χωρίζουν[1].
Για παράδειγμα, κι οι δυο θεωρούν ότι υποκείμεθα στην κλήση του άλλου, κι άρα υπέχουμε καθήκοντα απέναντί τους, υποχρεώσεις πάνω στις οποίες οικοδομείται ο κοινωνικός κι ο πολιτικός δεσμός.
Εκεί όμως όπου ο Levinas υποστηρίζει ότι το υποκείμενο συναντά τον Άλλον άμεσα, με μια πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, από την οποία εν συνεχεία αναβρύζουν ποικίλες διαπροσωπικές σχέσεις, που εκτείνονται για να αγκαλιάσουν όλους τους τρίτους[2], ο Derrida διαβλέπει την απειλή της απροβλημάτιστης υποστασίωσης του Άλλου[3] και θέλει τη σχέση με αυτόν να διασχίζεται από μια εγγενή ένταση. Κάθε σχέση εμπεριέχει ήδη μια σχάση, η ταυτότητα μια διαφορά, η συνέχεια μια ασυνέχεια[4].
Ή πάλι εκεί όπου, σε επόμενη στιγμή, ο Levinas θέλει τον Άλλον να προηγείται του υποκειμένου και να του απευθύνει μια έκκληση, στην οποία το υποκείμενο έχει ευθύνη να ανταποκριθεί[5] , ο Derrida αποσυνδέει κατηγορηματικά την «καθαρή φιλοξενία» του Άλλου από την «πρόσκληση» του υποκειμένου: «[γ]ια να μπορέσει η απροϋπόθετη φιλοξενία να λάβει χώρα, πρέπει να αποδεχτείτε τον κίνδυνο να έρθει ο άλλος και να καταστρέψει τον τόπο, ξεκινώντας μια επανάσταση, κλέβοντας τα πάντα ή δολοφονώντας τους πάντες»[6].
Κι ο ένας όμως κι ο άλλος συμφωνούν στην καταληκτική σκέψη: η ευθύνη που το υποκείμενο έχει προς τον Άλλο δεν απορρέει από υπολογισμό, αλλά από γενναιοδωρία: «[δ]εν πρέπει να ξέρει ούτε ο αποδέκτης ούτε ο δωρητής ότι [η δωρεά] λαμβάνει χώρα»[7]. Κι αυτή η ευθύνη είναι το θεμέλιο της δικαιοσύνης, του κανονιστικού ορίζοντα της προσωπικής ηθικής και της δημόσιας ζωής[8].
- Τι πιο ελκυστικό, θα αναρωτηθεί κάποιος. Πόσο εναργέστερα μπορεί να αποδοθεί η δοτικότητα που όλοι θεωρούμε ότι πρέπει να χαρακτηρίζει τη στάση μας απέναντι στους άλλους, που μας έχουν ανάγκη; Και βαθύτερα: πόσο καλύτερα μπορεί να εκφρασθεί το βαθύτερο πνεύμα του ανθρωπισμού, μιας στάσης που έχει τόσο κακοπάθει ακόμη κι από τους πιο ειλικρινείς υποστηρικτές του; Είναι σάμπως η παρουσία του άλλου να φωτίζει, ιδίως στα μάτια του Derrida, ταυτόχρονα την ανάγκη να κινηθούμε προς το μέρος του και τις σύμφυτες με τον εγωισμό μας αντιστάσεις. Τι να εξηγήσεις στο προσφυγόπουλο που κλαίει, στην απεγνωσμένη τοξικομανή, στον κλοσάρ που αδιαφορεί για βοήθεια; Η ανάγκη βαθύτερης κατανόησης, με την πιο εμφατική του όρου έννοια, είναι εκείνη που φαίνεται να χαρίζει λάμψη στη γενναιοδωρία απέναντι στη ετερότητα. Και ταυτόχρονα να ακονίζει την κριτική ματιά μας απέναντι στους υφιστάμενους θεσμούς, που έχουν στεγάσει τόσες αδικίες.
- Ωστόσο μερικά ερωτήματα ρίχνουν σκιά σε αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα. Το πρώτο: από πού συνάγεται αν και πώς ο άλλος απευθύνει κάτι σε εμένα; Αν τα λόγια που μου απευθύνει δεν διαμεσολαβούνται από τον δικό μου ερμηνευτικό ορίζοντα, σε ποια έκταση απευθύνονται σε εμένα;
Το δεύτερο ερώτημα, ή καλύτερα, δέσμη ερωτημάτων αφορά τον άλλο πόλο της σχέσης άλλου κι υποκειμένου: αν τα λόγια που μου απευθύνει δεν διαμεσολαβούνται από τον δικό μου ερμηνευτικό ορίζοντα, σε ποια έκταση τον αναγνωρίζω ως ένα όν διαφορετικό από εμένα; Ως προς τι είναι άλλος; Πώς είμαι βέβαιος για τη διαφορά μας; Και, τέλος, οφείλω να λάβω υπόψιν και να αντιμετωπίσω με γενναιοδωρία όλες τις διαφορές μου με άλλους;
Το τρίτο ερώτημα αφορά το περιεχόμενο της σχέσης: από πού συνάγεται ότι ο άλλος μου απευθύνει έκκληση – κι όχι απειλή; Ότι ικετεύει κι ότι, φερ’ ειπείν, δεν εκβιάζει ούτε επαιτεί;
- Είναι βέβαιο ότι τόσο ο Levinas όσο κι ο Derrida έχουν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Όπως, για παράδειγμα, ήδη είδαμε, ο Derrida αναγνωρίζει ότι το εγχείρημά του μένει, και οφείλει να μένει, ανοικτό στο ενδεχόμενο η φιλοξενία να συνεπάγεται την καταστροφή του υποκειμένου από τον άλλον: αυτό ακριβώς σημαίνει ότι η φιλοξενία είναι απροϋπόθετη. Ωστόσο τα ερωτήματα επιμένουν: για να περιοριστούμε στο τελευταίο από αυτά, υπάρχει διαφορά μεταξύ του ενδεχομένου και της βεβαιότητας ότι ο άλλος θα καταστρέψει το υποκείμενο – κι αν ναι, πως δικαιολογείται; Γιατί δεν οφείλω να φιλοξενήσω τον άλλον όταν είμαι βέβαιος ότι θα με καταστρέψει[9]; Αν πάλι οφείλω να τον φιλοξενήσω ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, πού μπορώ να στηρίξω το καθήκον μου εκτός από σ’ ένα απόκρυφο ή μεσσιανικό θεμέλιο[10];
Αν λοιπόν αυτά τα ερωτήματα ευσταθούν, μας οδηγούν σε μια διαφορετική προοπτική. Ο άλλος με αγγίζει και η επαφή μου μαζί του διαμεσολαβείται από τον δικό μου ερμηνευτικό ορίζοντα. Ο άλλος δεν μου απευθύνει μια αυτεξάρτητη κλήση, η κλήση του βασίζεται σε υποχρεώσεις που έχω απέναντί του αλλά κι απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μου, σε δυο διακριτά όντα, που όμως έχουν κοινή ιδιότητα, την ηθική προσωπικότητα.
Τo ικετευτικό βλέμμα του προσφυγόπουλου, η απόγνωση της τοξικομανούς, η αδιαφορία του παρεκκλίνοντος - όλα αυτά μας νοιάζουν επειδή κι αυτοί κι εμείς είμαστε ηθικά πρόσωπα. Ηθικά πρόσωπα, τα οποία έχουν κάτι κοινό με τους άλλους, την προσωπικότητα, αλλά και κάτι ριζικά διαφορετικό, την προσωπικότητα. Παράδοξο; Όχι κατ΄ανάγκην: καθένας από εμάς είναι όμοιος με τους άλλους ως προς το ότι μπορεί να αποτελεί την αρχή των πράξεών του και να αναλαμβάνει την ευθύνη για αυτές∙ ταυτόχρονα όμως καθένας από εμάς τελεί όποιες πράξεις ο ίδιος θέλει και αναλαμβάνει την ευθύνη για αυτές. Κι αυτή η κοινότητα ανάμεσά μας είναι εκείνη που μας κάνει όλους υποκείμενα δικαιωμάτων. Δικαιωμάτων, που (χρειάζεται να το θυμίσουμε;), έχουμε όλοι – παρά τις διαφορές μας.
- Από όσα προηγήθηκαν διαγράφεται μια απάντηση στο ερώτημα της γοητείας που ασκεί η ρητορική του Άλλου. Ο άλλος δεν είναι Άλλος, αλλά ηθικό πρόσωπο κι υπό την ιδιότητά του αυτή του πρέπει σεβασμός. Ο παρεκκλίνων, η τοξικομανής ή το προσφυγάκι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πρόσωπα γιατί είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, τα οποία απορρέουν από την ηθική τους προσωπικότητα και τις σύμφυτες με αυτή υποχρεώσεις τους. Και το ενδιαφέρον σήμερα είναι ότι όλο και συχνότερα υπογραμμίζεται η αξίωσή τους να αντιμετωπίζονται ως υποκείμενα δικαιωμάτων, μια αξίωση υποκείμενη στη βάσανο του παλιού καλού ορθού λόγου προκειμένου να μορφοποιηθεί και να βρει θεσμικά στηρίγματα. Αυτή δε η οξεία πλέον επίγνωση της αξίωσης όλων όσων έχουν ανάγκη χαρίζει γοητεία στη ρητορική της ριζικής ετερότητας, παράλληλα όμως φωτίζει και τη στενότητά της. Η ευαισθησία δεν αρκεί, το όνειρο χρειάζεται και λογισμό.
[1] Πρβλ. J. Derrida, «Violence et métaphysique. Essai sur la pensée d’ Emmanuel Levinas», in L’ écriture et la différence (Paris: Seuil, 1967), 184 επ.
[2] M. Morgan, Levinas’s Ethical Politics , 49.
[3] J. Derrida, «Φιλοξενία, δικαιοσύνη και ευθύνη. Ένας διάλογος με τον Jacques Derrida», εις Γ. Κακολύρη (επιμ.), Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida, 321.
[4] Όπως γράφει ο Γεράσιμος Κακολύρης, η «αναπόφευκτη εμφάνιση του τρίτου, και μαζί του της δικαιοσύνης» αποτελεί μια πρωταρχική «επιορκία», υποσημείωση του μεταφραστή εις J. Derrida, όπ. παρ., 317.
[5] M. Morgan, Levinas’s Ethical Politics , 60.
[6] J. Derrida, «Φιλοξενία, δικαιοσύνη και ευθύνη…», 321, πρβλ. Β. Μπιτσώρη, «Jacques Derrida: Δικαιοσύνη, δίκαιο – συμβάν, μεσσιανικότητα», εις Γ. Κακολύρη (επιμ.), Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida, 100.
[7] Γ. Κακολύρη, «Εισαγωγή», εις τον ίδιο (επιμ.), Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida, 27, πρβλ. και M. Morgan, Levinas’s Ethical Politics, 49.
[8] Βλ. Γ. Κακολύρη, όπ. παρ., 34. Πρβλ. ειδικά ως προς τη θεμελίωση των δικαιωμάτων M. Morgan, Levinas’s Ethical Politics, 107 και 112.
[9] Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον το τελευταίο ερωτηματικό που θέτει ο Κακολύρης, «Εισαγωγή», εις τον ίδιο (επιμ.), Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida, 37.
[10] Πρβλ. και Στ. Βιρβιδάκη, «Αποδόμηση και μη αποδομήσιμες έννοιες της ηθικής φιλοσοφίας», εις Γ. Κακολύρη (επιμ.), Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida, 294/5, για τη φιλοσοφικά δύσκολα αποδεκτή αξίωση μη αποδομησιμότητας του εγχειρήματος της αποδόμησης.