"...ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει"[1]. Αφετηρία σκέψεως για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβληματισμού γύρω από ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με την έκτιση της ποινής, δύναται ενδεχομένως να αποτελέσει ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει η επιβολή της ποινής. Απώτερος στόχος κάθε ποινής είναι, όχι η εκδίκηση, αλλά ο σωφρονισμός αυτού που διέπραξε το έγκλημα και η αποτροπή των άλλων δια της απειλούμενης τιμωρίας. Κάθε ποινή εμπερικλείει δηλαδή στον σκοπό της τα στοιχεία τόσο της γενικής όσο και της ειδικής προλήψεως. Η πρώτη τελεσφορεί, όταν οι πολίτες απέχουν από την εγκληματική δραστηριότητα λόγω του εκφοβιστικού - αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής αλλά και όταν εδραιώνεται στην κοινωνία η εμπιστοσύνη ως προς την ισχύ των κανόνων του δικαίου. Η ειδική πρόληψη από την άλλη, αποσκοπεί στο ίδιο το άτομο, ήτοι στην βελτίωση και την αναμόρφωση αυτού, ούτως ώστε να επανενταχθεί στην κοινωνία[2].
Σχετικά με τις άδειες εξόδου από την φυλακή, αυτές αποτελούν ένα μέτρο που αφορά την έκτιση της ποινής και συγκεκριμένα την μεταχείριση των κρατουμένων εντός του σωφρονιστικού καταστήματος[3]. Κατά την χορήγηση μιας τέτοιας άδειας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει, ο κρατούμενος που εκτίει μακροχρόνια στερητική της ελευθερίας ποινή, διαβιεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα εκτός του σωφρονιστικού καταστήματος, εξακολουθώντας όμως να εκτίει την ποινή που του έχει επιβληθεί και υπό τον όρο ότι θα επιστρέψει στην φυλακή. Δεν πρόκειται άρα ούτε για διακοπή εκτελέσεως της ποινής (ΚΠΔ 557 επ.) ούτε για έκτιση της ποινής υπό το καθεστώς ελευθερίας (υφ' όρων απόλυση, ΠΚ 105 επ.), καθότι ο φυλακισμένος μετά την λήξη της χορηγηθείσας άδειας θα επιστρέψει στο κατάστημα κρατήσεως. Ο θεσμός των αδειών αυτών εντάσσεται σε μία γενικότερη θεωρία που άφορα το άνοιγμα των φυλακών με απώτερο στόχο την επίτευξη της ειδικής προλήψεως, και έχει αναπτυχθεί ποικιλοτρόπως σε διάφορα εθνικά δίκαια. Πρωτοπόρος, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στην νομοθετική πρόβλεψη αδειών σε κρατουμένους υπήρξε η Σουηδία (1945), ενώ αργότερα ακολούθησαν και άλλες χώρες, και το μέτρο αυτών θεωρήθηκε ως επιτυχημένο[4].
Όσον αφορά την ελληνική σωφρονιστική νομοθεσία, προβλέπεται χορήγηση τακτικών αδειών σε κρατουμένους, αλλά και έκτακτων ή εκπαιδευτικών αδειών, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που το γράμμα του νόμου ορίζει, και με απώτερο σκοπό την επικοινωνία του κρατουμένου με το εξωτερικό κοινωνικό περιβάλλον και ιδίως την οικογένεια αυτού[5]. Τον τελευταίο καιρό όμως, έχει δημιουργηθεί έντονος πολιτικός, αλλά και νομικός, διάλογος, γύρω από το θέμα των αδειών αυτών. Ιδίως με τον ν.4274/2014, που έθετε ως αρνητική προϋπόθεση για την χορήγηση άδειας, να μην κρατείται ο αιτών σε κατάστημα Γ΄ τύπου, και με τον ν.4322/2015, που κατήργησε τα καταστήματα Γ' τύπου, επαναφέροντας την χορήγηση αδειών στο καθεστώς του αρχικού Σωφρονιστικού Κώδικα, ανέκυψαν διάφοροι προβληματισμοί ως προς τις προϋποθέσεις χορηγήσεως αδειών σε κρατουμένους[6]. Στο σημείο αυτό ανακύπτει και το βασικό ζήτημα. Είναι σκόπιμος ο αποκλεισμός μιας σημαντικής μερίδας των κρατουμένων από την δυνατότητα αιτήσεως για άδεια ή η θέσπιση τέτοιων προϋποθέσεων ώστε να χορηγείται άδεια εξόδου σε σπάνιες μόνον περιπτώσεις;
Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Καταρχήν πρέπει να τονιστεί ότι η επικοινωνία και η διατήρηση δεσμών του κρατουμένου με το περιβάλλον εκτός της φυλακής είναι απαραίτητο στοιχείο του σωφρονιστικού συστήματος, καθώς αποτελεί εξειδίκευση του σκοπού της ειδικής προλήψεως, ήτοι του σωφρονισμού και της επανεντάξεως του ατόμου στην κοινωνία. Γίνεται δεκτό δηλαδή ότι η επικοινωνία αυτή κατά την έκτιση της ποινής, εξυπηρετεί τον ίδιο τον σκοπό της ποινής για τον σωφρονισμό και την επανένταξη, εφόσον υφίσταται μια ανθρώπινη και αξιοπρεπής εφαρμογή του ποινικού συστήματος, που εντάσσει την ειδική πρόληψη στον σκοπό αυτής[7]. Έχει υποστηριχθεί μάλιστα και η θεωρία, σύμφωνα με την οποία στο στάδιο εκτίσεως της ποινής συγκεκριμένα κυριαρχεί η ειδική πρόληψη[8]. Επί ελλείψεως της επικοινωνίας αυτής, το σωφρονιστικό σύστημα θα οδηγούσε σε απομόνωση των κρατουμένων και θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία στην επάνοδο του ατόμου στην κοινωνία μετά την αποφυλάκισή του. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνάδει με την ειδική πρόληψη, που είναι ο σωφρονισμός του ατόμου στο κατάστημα κρατήσεως, ούτως ώστε μετά την έξοδο αυτού από την φυλακή να επανέλθει ομαλά στο κοινωνικό περιβάλλον. Και επιπλέον, άνευ της εντάξεως της ειδικής προλήψεως στον σκοπό της ποινής, η έκτιση της ποινής θα αποτελούσε απλώς τυπική εκτέλεση της καταδικαστικής αποφάσεως[9]. Επομένως, η επικοινωνία του κρατουμένου με τον έξω κόσμο, και ιδίως με το οικογενειακό περιβάλλον, αποτελεί "ζωτικής σημασίας πτυχή" για την αναμόρφωση του κρατουμένου και την προετοιμασία του για την αποφυλάκιση[10].
Ο νομοθέτης προς τον ως άνω σκοπό ορίζει ως τρόπο επικοινωνίας του κρατουμένου με τον εκτός της φυλακής κόσμο, το μέτρο των αδειών. Ο ενδεχόμενος αποκλεισμός όμως ενός ποσοστού κρατουμένων από το δικαίωμα να αιτηθούν την λήψη μιας τέτοιας άδειας ή η θέσπιση τέτοιου είδους προϋποθέσεων, ούτως ώστε να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής ή σπάνια η λήψη άδειας, ουσιαστικά θα απέκλειε τους κρατουμένους αυτούς από ένα πολύ σημαντικό μέσο επικοινωνίας. Και εδώ τίθεται το επόμενο ερώτημα, δηλαδή, εάν η επικοινωνία αυτή μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τις άδειες, αλλά με τα υπόλοιπα μέσα που προβλέπονται, όπως είναι οι επισκέψεις, η τηλεφωνική επικοινωνία ή η αποστολή επιστολών. Με άλλα λόγια, μπορεί να εξασφαλιστεί η επικοινωνία με τον έξω κόσμο και η ομαλή επανένταξη χωρίς την ύπαρξη αδειών, αλλά μόνον με τα υπόλοιπα μέσα επικοινωνίας;
Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι κάποια στιγμή ο κρατούμενος στον οποίο έχει επιβληθεί η στερητική της ελευθερίας ποινή, θα βγει από την φυλακή και θα κληθεί να ζήσει εντός της κοινωνίας, από την οποία είχε απομακρυνθεί κατά το διάστημα εκτίσεως τη ποινής του. Εάν ο κρατούμενος αποκοπεί πλήρως από το κοινωνικό του περιβάλλον, είναι αναμενόμενο να αντιμετωπίσει μεγάλη δυσκολία στην επανένταξη του στο κοινωνικό σύνολο. Η διατήρηση της επικοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί και μέσω των υπολοίπων μέτρων που προβλέπονται, πέρα των αδειών εξόδου από το κατάστημα. Εντούτοις, τα λοιπά αυτά μέτρα έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα έναντι των αδειών εξόδου. Τα μέτρα αυτά περιορίζονται εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, μη αφήνοντας τον κρατούμενο να έρθει σε πραγματική και ουσιαστική επικοινωνία με το κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο θα κληθεί να ζήσει μετά την λήξη της ποινής του[11]. Επομένως, οι άδειες εξόδου καθίστανται μάλλον το πιο αποτελεσματικό μέτρο επικοινωνίας, ιδίως όταν ο κρατούμενος έχει εκτίσει ένα σημαντικό τμήμα της ποινής του και πλησιάζει η στιγμή της αποφυλακίσεώς του, ακριβώς διότι, αφενός μεν, στοχεύει κατευθείαν στην ουσιαστική επικοινωνία με το οικογενειακό κυρίως περιβάλλον, αφετέρου δε, ο κρατούμενος έρχεται σε άμεση επαφή με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο θα επανέλθει μετά την απόλυσή του από το κατάστημα κρατήσεως[12]. Από την άλλη όμως, προκειμένου να λάβει ένας κρατούμενος άδεια εξόδου από το κατάστημα, θα πρέπει όχι απλώς να πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, αλλά να αιτηθεί την χορήγηση της άδειας αυτής στο αρμόδιο όργανο, ήτοι το Πειθαρχικό Συμβούλιο της φυλακής .
Ζήτημα γεννάται εν προκειμένω, ως προς το ποια είναι τα στοιχεία αυτά, τα οποία θα πρέπει να λάβει υπόψη το αρμόδιο όργανο προκειμένου να χορηγήσει στον αιτούντα άδεια εξόδου. Για κάθε κρατούμενο, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν κάποιες τυπικές προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας, οφείλει το ως άνω όργανο να εκδώσει απόφαση που να εγκρίνει το αίτημα του, ή θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και κάποια άλλα στοιχεία που άπτονται της υποκειμενικής κρίσεως των προσώπων που συγκροτούν το όργανο; Το γράμμα του νόμου ακολουθεί την δεύτερη εκδοχή θέτοντας ως ουσιαστική πλέον προϋπόθεση, να εκτιμάται πως δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής ή κίνδυνος τελέσεως νέων εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της άδειας[13]. Τίθεται άρα το ζήτημα της προγνώσεως στην όποια πρέπει να προβεί το αρμόδιο όργανο όσον άφορα τους δύο αυτούς κινδύνους. Το όργανο χορηγήσεως της άδειας για να προβεί στην κατάλληλη και ορθή πρόγνωση, πρέπει να εκτιμήσει ορισμένους παράγοντες, όπως είναι η συμπεριφορά και η προσωπικότητα του αιτούντος, η ατομική και κοινωνική κατάσταση αυτού και της οικογενείας του, και η ωφέλεια που θα έχει η χορήγηση αδείας στην προσωπικότητα του ιδίου. Ακριβώς όμως επειδή δεν έχουν οριστεί από τον νόμο τα κριτήρια για την αξιολόγηση της προσωπικότητας ή για το πως εκτιμάται η ωφέλεια της άδειας στον κρατούμενο, γίνεται φανερό πως εναπόκειται κατ' ουσίαν στην διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου η συγκεκριμενοποίηση των στοιχείων αυτών, πράγμα το οποίο στην πράξη έχει δημιουργήσει αρκετές δυσκολίες[14]. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κρατούμενος δεν αρκεί να πληροί κάποιες τυπικές προϋποθέσεις για να λάβει άδεια εξόδου από τη φυλακή, αλλά θα πρέπει το όργανο χορηγήσεως αυτής, συνεκτιμώντας και εξειδικεύοντας τα στοιχεία που ο νόμος θέτει, να κρίνει ότι θα γίνει ορθή χρήση της άδειας.
Τέλος, το ως άνω όργανο ενδέχεται να απορρίψει το αίτημα του κρατουμένου για χορήγηση άδειας εξόδου από την φυλακή. Στην περίπτωση αυτή η απόρριψη πρέπει να γίνεται με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση[15]. Πρέπει όμως να σημειωθεί, έστω και συνοπτικά, ότι στην πράξη έχει ανακύψει ιδιαίτερο ζήτημα όσον αφορά την αιτιολόγηση αυτών των αποφάσεων, καθώς δεν είναι λίγες οι αποφάσεις εκείνες, η αιτιολόγηση των οποίων πάσχει[16]. Έχει κριθεί ότι η απλή επανάληψη διατάξεων του νόμου χωρίς παράθεση πραγματικών περιστατικών (πράγμα το οποίο συμβαίνει συχνά στην πράξη), δεν αποτελεί ειδική αιτιολόγηση όπως το γράμμα του νόμου απαιτεί[17]. Αντιθέτως, για να είναι αιτιολογημένη η απόρριψη αιτήματος για άδεια, θα πρέπει να περιέχονται συγκεκριμένα γεγονότα και εμπειρικά δεδομένα τα οποία να τεκμηριώνουν επαρκώς την υποψία του Συμβουλίου για κίνδυνο φυγής ή τελέσεως εγκλημάτων[18].
Κλείνοντας, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε ένα οριστικό συμπέρασμα ως προς όλα τα ζητήματα που ανακύπτουν γύρω από τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας σε κρατουμένους στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Εντούτοις, στο άρθρο αυτό, τίθενται οι βασικοί προβληματισμοί σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, καθώς και μία κατεύθυνση για την συλλογιστική πορεία που ακολουθείται, προκειμένου να δοθεί μια πιθανή απάντηση. Ο θεσμός της άδειας χρήζει ίσως νομοθετικής βελτιώσεως, ιδίως όσον αφορά την πρόβλεψη συγκεκριμένων κριτηρίων εκτιμήσεως της προσωπικότητας του κρατουμένου, ούτως ώστε η διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου να μην είναι απεριόριστη, καθώς και τον προσδιορισμό των στοιχείων εκείνων που πρέπει να περιλαμβάνονται στην αιτιολόγηση της αποφάσεως του οργάνου. Επίσης, το μείζον ζήτημα δεν είναι τόσο το εάν πρέπει να χορηγούνται ή όχι άδειες σε κρατουμένους, αλλά μάλλον το ποια είναι εκείνα τα μέτρα που πρέπει να προβλέπονται, ώστε να συμβάλλουν πράγματι στον σωφρονισμό του κρατουμένου και την επανένταξη αυτού στη κοινωνία.[19] Πάντως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ενδέχεται να μην έχουν όλοι οι κρατούμενοι από νομικής σκοπιάς αξίωση να λάβουν άδεια. Πρέπει όμως να έχουν το δικαίωμα για αίτηση στο αρμόδιο όργανο, το οποίο θα κρίνει την σκοπιμότητα χορηγήσεως της άδειας αυτής. Η θέσπιση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, οι οποίες εξειδικεύονται όσο το δυνατόν πληρέστερα στο γράμμα του νόμου, δίνει το δικαίωμα στους κρατουμένους για μία σωστή εκτίμηση και μία δίκαιη απόφαση του αρμοδίου οργάνου όσον αφορά την χορήγηση ή μη άδειας εξόδου από την φυλακή[20].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Πλάτων, Πρωταγόρας, 324 Β. Ο Πρωταγόρας για να πείσει για το ότι η αρετή είναι κάτι το οποίο μπορεί να διδαχτεί, βασίζει το επιχείρημά του στον σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής. Αυτός που τιμωρεί έλλογα, δεν τιμωρεί για να εκδικηθεί αλλά προνοώντας για το μέλλον. Ο Πλάτων, τόσο στον "Πρωταγόρα" όσο και στους "Νόμους" (934 Α, Β), εκφράζει την άποψη ότι η ποινή που επιβάλλεται δεν πρέπει να τίθεται εκδικητικά (για το παρελθόν) αλλά αποτρεπτικά (για το μέλλον), θέτοντας το ζήτημα της γενικής και ειδικής προλήψεως.
[2]. Βλ. αντί πολλών, Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, Αθήνα, 1984, σελ. 52, για την επιδίωξη της γενικής και της ειδικής προλήψεως στο Ποινικό Δίκαιο, καθώς και Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τ. 1, Αθήνα, 2007, σελ. 37, για τον συνδυασμό γενικής και ειδικής προλήψεως ως προς τον σκοπό της ποινής.
[3]. Ως προς την νομική φύση του θεσμού των αδειών σε κρατουμένους, σκόπιμη κρίνεται η ακόλουθη σημείωση. Αρμόδιο όργανο που αποφασίζει για την έγκριση ή την απόρριψη του αιτήματος του κρατουμένου για χορήγηση άδειας είναι το Πειθαρχικό Συμβούλιο της φυλακής. Το όργανο αυτό είναι συλλογικό όργανο της διοικήσεως (βλ. ΟλΣτΕ 2011/2003). Η απόφαση του ιδίου οργάνου είναι μέτρο εσωτερικής τάξεως και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Για τα μέτρα εσωτερικής τάξεως βλ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Αθήνα, 2014, σελ. 440, όσον αφορά την στέρηση εκτελεστού χαρακτήρα των ως άνω μέτρων και το μη παραδεκτό της προσβολής αυτών με αίτηση ακυρώσεως. Για περαιτέρω ανάλυση της φύσεως των αποφάσεων του αρμοδίου οργάνου που αφορούν την επικοινωνία του κρατουμένου με τον έξω κόσμο (όπως είναι οι άδειες εξόδου), βλ. Μανιτάκη, Τα Συνταγματικά δικαιώματα των κρατουμένων και η δικαστική προστασία τους, ΠοινΧρ ΛΘ, 177, και τις εκεί παραπομπές, ιδίως την μελέτη του Αuby, Le contentieux administratif du service public pénitentiaire, Revue du Droit Public, 1987, 547 επ., για το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η στροφή της νομολογίας στη Γαλλία, κατά τη δεκαετία του '80, όσον αφορά τα θέματα των κρατουμένων και των διοικητικών διαφορών που συνδέονται με την σωφρονιστική δημόσια υπηρεσία, καθώς και για την υπαγωγή των αποφάσεων των υπηρεσιών αυτών στον ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο.
[4]. Βλ. Ward, Inmate Rights and Prison Reform In Sweden and Denmark, J.Crim.L.Crimm.Pol.Sc., 1972, 240, διαθέσιμο και ηλεκτρονικά στο: https://scholarlycommons.law.northwestern.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=5787&context=jclc. Βλ. επίσης, Smit / Dünkel, Imprisonment Today and Tomorrow, International Perspectives on Prisoners' Rights and Prison Conditions, Hague-London-Boston, 2001, σελ. 837, για μία επισκόπηση και μία αξιολόγηση, όσον αφορά την θεωρία για το άνοιγμα των φυλακών και την χορήγηση αδειών σε κρατουμένους στο Σκανδιναβικό μοντέλο (ιδίως σε Σουηδία και Δανία), στην Γερμανία, στον Καναδά και σε άλλα εθνικά δίκαια ("The opening of prisons by creating open prisons and allowing furloughs and other forms of leave, has developed very differently in various countries of the world... Systematic prison furloughs are used in many countries including Austria, Belgium, Canada, Denmark, Germany, Hungary and Sweden, and generally have very low failure rates."). Σημειώνεται επίσης ότι στις Η.Π.Α. αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση εισήγαγε η πολιτεία του Mississippi ήδη από το 1944 και ακολούθησαν οι πολιτείες του Michigan και της California, για περαιτέρω ανάλυση, βλ. σχετικά, Zemans / Cavan, Marital Relationships of Prisoners, J.Crim.L.Crimm.Pol.Sc., 1958, 52, διαθέσιμο ηλεκτρονικά στο: https://www.jstor.org/stable/1140532?seq=1#page_scan_tab_contents.
[5]. Για τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας σε κρατουμένους βλ. τα άρθρα 54-58 του ν.2776/1999 (https://www.e-nomothesia.gr/kat-dikasteria-dikaiosune/n-2776-1999.html) αλλά και τα άρθρα 52-56 του σχεδίου για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα που ετέθη σε δημόσια διαβούλευση (http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=8630) καθώς και Αλεξιάδη, Σωφρονιστική, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 303, ιδίως για την διάκριση των προϋποθέσεων σε τυπικές και ουσιαστικές. Βλ. επίσης, Schwind / Böhm, Strafvollzugsgesetz, Kommentar, Berilin-New York, 1999, σελ. 210, για την επικοινωνία του κρατουμένου με την κοινωνία και πρωτίστως με τους συγγενείς του μέσω των αδειών εξόδου. Τέλος, για τον σκοπό (ratio) του θεσμού των αδειών σε κρατουμένους βλ. το κείμενο της Συστάσεως No R (82) του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις άδειες κρατουμένων ("prison leave") σύμφωνα με το οποίο οι άδειες συμβάλουν στην βελτίωση των συνθηκών κρατήσεως και στην ύπαρξη ανθρωπιστικών όρων εντός των φυλακών ("prison leave contribute toward makins prisons more humane and improving the conditions of detention") καθώς και στην κοινωνική επανένταξη του κρατουμένου ("one of the means of facilitating the social reintegration of the prisoner").
[6]. Άρθρο 1§11,12,13 του ν.4274/2014 (https://www.e-nomothesia.gr/kat-dikasteria-dikaiosune/n-4274-2014.html) και άρθρο 1§1 του ν.4322/2015 (https://www.e-nomothesia.gr/kat-dikasteria-dikaiosune/n-4322-2015.html).
[7]. Βλ. Laubenthal, Strafvollzug, Berlin, 2007, σελ. 259, για την επικοινωνία με τον έξω κόσμο, ως μια ανάγκη που προκύπτει από τη βασική απαίτηση για μια ανθρώπινη και αξιοπρεπή εφαρμογή του ποινικού συστήματος ("Die Kommunikation mit der Außenwelt ist eine Notwendigkeit, die sich schon aus der Grundforderung nach einer humanen und menschenwürdigen Ausgestaltung des Strafvollzugs ergibt.").
[8]. Βλ. Roxin, Sinn und Grenzen Staatlicher Strafe, Juristische Schulung, 1966, 381, για την διαλεκτική ενωτική θεωρία ("dialektische Vereinigungstheorie") που ο ίδιος εισήγαγε, κατά την οποία οι μεμονωμένες θεωρίες της ποινής επικεντρώνονται μονόπλευρα σε ορισμένες πτυχές του ποινικού δικαίου, και συγκεκριμένα, η ειδική πρόληψη στην εκτέλεση της ποινής, η ανταποδοτική θεωρία στην δικαστική ετυμηγορία και η γενική πρόληψη στην ποινική απειλή ("Die einzelnen Straftheorien richten den Blick einseitig auf bestimmte Aspekte des Strafrechts - die spezialpräventive Lehre auf den Volzug, der Vergeltungsgedanke auf das Urteil und die generalpräventive Auffassung auf den Zweck der Strafrohungen"). Βλ. επίσης Kaufmann, Die Strafvollzugsreform: Eine kritische Bestandsaufnahme, Karlsruhe, 1971, σελ. 11, για την επανακοινωνικοποίηση των κρατουμένων ("Resozialisierung der Gefangenen") στο σωφρονιστικό σύστημα του κοινωνικού κράτους δικαίου ("Strafvollzug im sozialen Rechtsstaat").
[9]. Βλ. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, τ. 1, Αθήνα, 1978, σελ. 52.
[10]. Βλ. Livingstone / Owen QC / Macdonald, Prison Law, Oxford, 2003, σελ. 251: "Maintaining links between prisoners and the outside world, is seen as a vital aspect of their rehabilitation and preparation for release".
[11]. Βλ. Livingstone / Owen QC / Macdonald, οπ.π., σελ.283, σχετικά με τα μέτρα επικοινωνίας που περιορίζονται εντός του σωφρονιστικού καταστήματος: "…it is therefore limited, takes place under prison authority scrutiny, and is removed from the pleasures and strains of outside living to which prisoners will have to return".
[12]. Βλ. Calliess / Müller-Dietz, Strafvollzugsgesetz, München, 2008, σελ. 146, για την αποτελεσματικότητα της άδειας εξόδου ως μέσο θεραπείας και επανακοινωνικοποίησης ("Urlaub ist eine Behandlung und Resozialisierungsmaßnahme"). Βλ. επίσης Kaiser / Schöch, Strafvollzug, Eine Einführung in die Grundlagen, Heidelberg, 2003, σελ. 158, για την διατήρηση προσωπικών σχέσεων και την αντιμετώπιση πραγματικών συνθηκών διαβίωσης κατά την χορήγηση άδειας εξόδου από την φυλακή ("...persönliche Beziehungen zu nahestehenden Personen aufrechtzuerhalten und sich unter normalen Lebensbedingungen zurechtzufinden.").
[13]. Άρθρο 55 § 1, υποπαρ. 1, στ. 3, 4 και υποπαρ., 2, στ. α', β', γ' του ν.2776/1999 καθώς και άρθρο 53 § 1, στ. 3, 4 και § 2 του σχεδίου για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα.
[14]. Ως προς το ζήτημα της προγνώσεως, έχουν ανακύψει διάφορα προβλήματα, καθώς σε πολλές περιπτώσεις υφίσταται μεγάλη δυσκολία σχηματισμού επιτυχούς προγνώσεως, αφού πάντοτε θα υπάρχουν απρόβλεπτοι και αστάθμητοι παράγοντες ικανοί να την διαψεύσουν. Βλ. περαιτέρω, ΣυμβΠλημΠατρ 71/2003, ΠραξΛογΠΔ 2003, 116, κατά το οποίο "ο νομοθέτης αν και γνώριζε την δυσκολία αυτή, προέκρινε την δυνατότητα επανεντάξεως των κρατουμένων στην κοινωνία". Βλ. επίσης ΣυμβΠλημΘεσ 27/2006, ΠοινΔικ 2006, 748, όπου γίνεται δεκτό ότι η καλή διαγωγή, η συνεργασία με το προσωπικό της φυλακής και η μη τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελούν θετικές ενδείξεις για την χορήγηση άδειας. Σκόπιμο ενδεχομένως θα ήταν να εξειδικεύονται στο γράμμα του νόμου τα κριτήρια εκτιμήσεως της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του κρατουμένου, ούτως ώστε, αφενός μεν το Συμβούλιο να μπορεί να σχηματίσει μία λογικά τεκμηριωμένη και σωστά θεμελιωμένη στον νόμο πρόγνωση για την ορθή χρήση της άδειας, αφετέρου δε να αποφεύγονται εσφαλμένες εκτιμήσεις του Συμβουλίου, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε αστοχία τόσο ως προς την απόρριψη όσο και ως προς την έγκριση του αιτήματος για άδεια.
[15]. Άρθρο 54 § 5 ν.2776/1999 καθώς και 52 § 5 του σχεδίου για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 54 § 6 του ν.2776/1999, "σε περίπτωση δεύτερης συνεχόμενης απόρριψης της αίτησης για χορήγηση αδείας, ο κρατούμενος δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών ως Συμβούλιο, μέσα σε δέκα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της απορριπτικής απόφασης". Βλ. επίσης και το άρθρο 52 § 6 του σχεδίου για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα.
[16]. Βλ. την σχετική έκθεση της ανεξάρτητης αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη, σελ. 13 (https://www.synigoros.gr/resources/newsletters/014/files/6982_5_1-.pdf), κατά την οποία "από την διερεύνηση αριθμού απορριπτικών αποφάσεων φάνηκε ότι στην πλειονότητά τους δεν διαθέτουν καν στοιχειώδη αιτιολογία". Βλ. επίσης, παρόμοια παρατήρηση, στην δημοσίευση του Μπρακουμάτσου, στο https://theartofcrime.gr/%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%AD%CE%B3%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B6%CE%B7%CF%84%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF/.
[17]. Βλ. ΣυμβΠλημΘεσσ 1225/2004, ΠραξΛογΠΔ 2005, 109-110, για αιτιολογία η οποία κρίθηκε ότι δεν ήταν ειδική, σύμφωνα με τον νόμο, καθώς στηριζόταν σε απλή επανάληψη των διατάξεων του νόμου και μόνον.
[18]. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι για παράδειγμα η συμπεριφορά του αιτούντος κατά προηγούμενη άδεια (ΣυμβΠλημΠειρ 678/2000, ΠοινΧρ 2001, 998) ή η επιβολή πειθαρχικών ποινών (ΣυμβΠλημΛαρ 288/2001, Δικογρ. 2002, 336). Ενδεχομένως σκόπιμο θα ήταν να προβλέπονται στον νόμο τα στοιχεία εκείνα που πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνονται στην απόφαση του Συμβουλίου, προκειμένου αυτή να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη.
[19]. Σημαντική κρίνεται η αναφορά στο Αμερικανικό Σύστημα, όπου δίνεται μεγάλη έμφαση από το BOP (Federal Bureau of prisons) στα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται, όσο πλησιάζει η στιγμή της αποφυλακίσεως του κρατουμένου, για την προετοιμασία αυτού, ούτως ώστε να ενταχθεί ομαλά στο κοινωνικό σύνολο (release preparation). Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται, μεταξύ άλλων, και το μέτρο των αδειών εξόδου από τη φυλακή. Για περαιτέρω ανάλυση βλ. Bosworth, The U.S. Federal Prison System, Oxford, 2002, σελ. 94επ. και ιδίως σελ. 96 για τις άδειες.
[20]. Βλ. Feest, StVollzG: Kommentar zum Strafvollzugsgesetz, Neuwied, 2006, σελ. 105, επί λέξει: "Die Gefangenen haben ein Recht auf eine ermessensfehlerfreie Entscheidung".