1η Ιανουαρίου 1999: η Σουηδία πρωτοπορεί και θέτει σε ισχύ νόμο που ποινικοποιεί τη συμπεριφορά των πελατών των εκδιδόμενων προσώπων, ενώ τα εκδιδόμενα άτομα μένουν ατιμώρητα. Πρόκειται για το λεγόμενο σκανδιναβικό μοντέλο, το οποίο ακολουθούν πλέον κι άλλες χώρες όπως η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Γαλλία. Η άλλη, εκ διαμέτρου αντίθετη, τάση που έχει παρατηρηθεί στην Ευρώπη συγκλίνει προς την αποποινικοποίηση τόσο της προσφοράς, όσο και της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών (το μοντέλο αυτό ακολουθείται κατά κύριο λόγο στη Γερμανία και την Ολλανδία).
Οι δύο προαναφερθείσες στρατηγικές αντιμετώπισης του ζητήματος της πορνείας ερείδονται σε δύο διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις. Η πρώτη θεωρεί ότι μέσω της πορνείας παραβιάζονται τα δικαιώματα των γυναικών και διαιωνίζεται η ανισότητα των φύλων. Μάλιστα υποστηρίζει ότι η διάκριση μεταξύ ελεύθερης και καταναγκαστικής πορνείας είναι άνευ αντικειμένου λόγω του ότι καμιά γυναίκα δεν εκδίδεται από προσωπική ελεύθερη επιλογή, αλλά , στην καλύτερη περίπτωση, πιεζόμενη από τα οικονομικά δεδομένα της εποχής μας. Η έτερη θεωρητική προσέγγιση κρίνει την πορνεία απαραίτητη για την προώθηση της ισότητας των φύλων, καθώς αυτή ενισχύει το δικαίωμα της γυναίκας να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το σώμα της. Κατά τη θεωρία αυτή, η διάκριση μεταξύ ελεύθερης και καταναγκαστικής πορνείας φαίνεται να είναι καταλυτική.
Στα καθ’ ημάς, σχετικά γενικά με την πορνεία, ισχύει ο νόμος 2734/1999 που ορίζει ότι για τη νόμιμη άσκηση του επαγγέλματος αυτού απαιτείται πιστοποιητικό, για τη χορήγηση του οποίου οι προϋποθέσεις είναι υπερβολικά αυστηρές. Αυτό έχει ως επακόλουθο το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εκδιδόμενων προσώπων κινείται στην παρανομία. Σχετικά με την καταναγκαστική πορνεία, εξαιρετικά σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η διάταξη του άρθρου 351ΠΚ(σωματεμπορία), η οποία ορίζει ότι ο σωματέμπορος τιμωρείται σωρευτικά με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. Αξιομνημόνευτη επίσης είναι η διάταξη του άρθρου 8 εδάφιο η’ του ποινικού μας κώδικα, βάσει της οποίας οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι για τη σωματεμπορία εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου τέλεσης. Έτσι καθιερώνεται η λεγόμενη αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης, προκειμένου να κατασταλούν πράξεις σωματεμπορίας, καθώς πρόκειται για πράξεις διεθνούς απαξίας[1] που στρέφονται εναντίον ενός εννόμου αγαθού, η προστασία του οποίου ενδιαφέρει όλα τα κράτη[2].
Όσον αφορά στον πελάτη των εκδιδόμενων προσώπων, αυτός τιμωρείται μόνο αν ενεργεί ασελγείς πράξεις με θύμα σωματεμπορίας και έχει γνώση της κατάστασης αυτής του θύματος(άρθρο 351 παράγραφος 3 ΠΚ).
Στις 26 Φεβρουαρίου 2014 εγκρίνεται ψήφισμα στο Ευρωκοινοβούλιο, με το οποίο ασκείται πίεση στα κράτη- μέλη να προωθήσουν νομοθετικά μέτρα για την ποινικοποίηση των πελατών σεξουαλικών υπηρεσιών, ενώ παράλληλα τα εκδιδόμενα πρόσωπα να μένουν ατιμώρητα[3]. Η υιοθέτηση του σκανδιναβικού μοντέλου εκ μέρους του Ευρωκοινοβουλίου στηρίζεται κατά κόρον σε δύο δικαιολογητικούς λόγους, αφ’ ενός στην άμβλυνση των ανισοτήτων μεταξύ των δύο φύλων, αφ’ ετέρου στην έντονη σύνδεση μεταξύ πορνείας και εμπορίας ανθρώπων[4]. Έτσι, το ευρωπαϊκό όργανο κρίνει ότι η ποινικοποίση, εν γένει, των πελατών θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης και συνεπώς την ελάττωση κρουσμάτων σωματεμπορίας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα ήταν επωφελές να προβεί κι ο Έλληνας νομοθέτης στην υιοθέτηση του προαναφερθέντος μοντέλου.
Μια πιθανή νομοθετική διάταξη ποινικοποίησης των πελατών αυτών των υπηρεσιών θα ήταν συνυφασμένη με πλείστα προβλήματα. Μια τέτοια διάταξη, αρχικά, παραβλέπει την θεμελιώδους σημασίας διάκριση μεταξύ ελεύθερης και καταναγκαστικής πορνείας, δείχνοντας να αγνοεί ότι πολλές γυναίκες επιλέγουν αυτοβούλως[5] τον δρόμο της πορνείας[6]. Προς άρση μάλιστα μιας παρανόησης που υπάρχει, πολλά ενεργά μέλη του φεμινιστικού κινήματος όχι μόνο δεν ψέγουν την ελεύθερη πορνεία, αλλά αντίθετα τη θεωρούν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμπέδωση της ισότητας των δύο φύλων[7]. Επίσης, το γεγονός ότι πολλές εκδιδόμενες (εξαιρουμένων βεβαίως των θυμάτων σωματεμπορίας) θέλουν να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους δεν σημαίνει ότι θεωρούν την εργασία τους ανήθικη ή κατακριτέα, αλλά επιθυμούν να αναζητήσουν μια δουλειά με καλύτερες προοπτικές.
Ίσως, όμως, η μεγαλύτερη ατέλεια που θα έφερε μια τέτοια διάταξη, θα ήταν ο ίδιος ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισής της. Το Ευρωκοινοβούλιο στο ψήφισμά του ομολογεί ότι μια σημαντική αιτία προτίμησης του σκανδιναβικού μοντέλου εντοπίζεται στα αυξημένα κρούσματα σωματεμπορίας, τα οποία ευελπιστεί ότι θα μειωθούν μέσω της μειωμένης ζήτησης σεξουαλικών υπηρεσιών. Κατά την προσωπική μου άποψη, η επίκληση, εκ μέρους του Ευρωκοινοβουλίου, λόγων που άπτονται της όξυνσης της ανισότητας μεταξύ των δύο φύλων μέσω της πορνείας είναι πιθανώς ένα πρόσχημα, ένα θεωρητικό περίβλημα. Ο πραγματικός λόγος είναι το πρακτικό ζήτημα της προσπάθειας για μείωση των περιστατικών σωματεμπορίας και δίωξη των σωματεμπόρων. Μια τέτοια θεώρηση του ζητήματος όμως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτή, καθώς θα αποτελούσε ένα ισχυρότατο πλήγμα στο οικοδόμημα του Ποινικού μας δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, σε μία τέτοια περίπτωση η ποινικοποίηση, γενικά και άνευ ετέρου, των πελατών των εκδιδόμενων προσώπων θα μετατρεπόταν απλά σε ένα <<εργαλείο>> αντιμετώπισης ενός άλλου εγκλήματος (σωματεμπορίας). Σε ένα κράτος δικαίου, όμως, ο ποινικός νομοθέτης οφείλει να εντοπίζει και να εξετάζει αυτοτελώς κάθε πράξη που πιθανώς να χρήζει ποινικοποίησης και όχι , βέβαια, να εξαρτά την ποινικοποίησή της από μία άλλη πράξη, όσο αποτρόπαια και αν είναι, στον βωμό μιας αρχής της σκοπιμότητας. Αν ο νομοθέτης θεωρεί ότι υπάρχουν προβλήματα στο θέμα της τιμώρησης και της δίωξης της σωματεμπορίας, τότε θα πρέπει να προβεί σε τροποποίηση του άρθρου 351ΠΚ (που αφορά στη σωματεμπορία) και όχι να ποινικοποιεί άλλες πράξεις.
Συν τοις άλλοις, είναι δεδομένο ότι, μέσω της μετάθεσης της ποινικής ευθύνης στους πελάτες, τα εκδιδόμενα πρόσωπα θα καταστούν απροστάτευτα και εξαιρετικά εκτεθειμένα σε κινδύνους. Ήδη κάποιες εργαζόμενες σε χώρες όπου υιοθετήθηκε το σκανδιναβικό μοντέλο, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου υποστηρίζοντας ότι, λόγω αυτής της ποινικοποίησης, δεν δύνανται πια να υποδέχονται τους πελάτες σε ασφαλή χώρο και αναγκάζονται να πηγαίνουν σπίτια τους, όπου οι πιθανότητες εκδήλωσης κρουσμάτων βίας και κακοποίησης των εκδιδομένων είναι ιδιαίτερα αυξημένες[8].
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η ενσωμάτωση του σκανδιναβικού μοντέλου θα ήταν για το δικαιικό μας σύστημα τουλάχιστον άστοχη και προβληματική. Κατ’ εμέ, η αγορά, γενικά, σεξουαλικών υπηρεσιών δεν φέρει αυτοτελώς την απαραίτητη ηθικοκοινωνική απαξία ώστε να καταστεί ποινικά κολάσιμη πράξη. Η δε εξάρτηση της πιθανής ποινικοποίησής της από την πράξη της σωματεμπορίας, εκτός του ότι δεν συνάδει επ’ ουδενί με το πνεύμα του ποινικού δικαίου, θα συνιστούσε και μία δημόσια, ωμή παραδοχή εκ μέρους του ελληνικού κράτους και των φορέων του ότι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν με προσήκοντα και αποτελεσματικό τρόπο τη μάστιγα της εποχής μας, που φέρει το όνομα trafficking.
Αντί της άκρατης ποινικοποίησης, προτιμότερη θα ήταν η λήψη μέτρων κοινωνικής στήριξης για τις γυναίκες που επιθυμούν να πάψουν να εκδίδονται, όπως συμβαίνει στη Γαλλία, όπου διατίθενται είκοσι εκατομμύρια ευρώ ετησίως προς επίτευξη του στόχου αυτού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Άγγελος Γιόκαρης – Φωτεινή Παζαρτζή, Εθνική και διεθνής ποινική καταστολή των διεθνών εγκλημάτων, νομική βιβλιοθήκη, έκδοση 2012,σελ. 56.
[2] Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Διεθνές ποινικό δίκαιο – Τα τοπικά όρια των ποινικών νόμων, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, β’ έκδοση(Ιανουάριος 1993), σελ. 284.
[3]Ολόκληρο το ψήφισμα: http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?type=TA&reference=P7-TA-2014-0162&language=EL&ring=A7-2014-0071
[4] Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, 62% των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων προορίζονται για σεξουαλική εκμετάλλευση: https://ec.europa.eu/home-affairs/sites/homeaffairs/files/what-is-new/news/news/2013/docs/20130415_thb_stats_report_en.pdf
[5] Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης δεν παύει να είναι μία προσωπική και συνειδητή επιλογή.
[6] Χαρακτηριστική είναι η συνέντευξη τον Απρίλιο του 2012 της τότε προέδρου του σωματείου εκδιδομένων προσώπων Ελλάδας, όπου μεταξύ άλλων δηλώνει: <<Προσφέρω κοινωνικό έργο. Εξυπηρετώ τις ψυχοσωματικές ανάγκες των ανδρών και διατηρώ και γω με τον τρόπο μου την ελαστικότητα του κοινωνικού ιστού>>. http://www.tanea.gr/news/greece/article/4717971/?iid=2
[7] Υποστηρικτής της άποψης αυτής είναι και η Γαλλίδα φιλόσοφος (και μέλος του φεμινιστικού κινήματος) Elisabeth Badinter, η οποία θεωρεί ότι το λεγόμενο σκανδιναβικό μοντέλο θέτει εν αμφιβόλω το δικαίωμα των γυναικών να διαθέτουν ελεύθερα το σώμα τους. http://diepresse.com/home/ausland/welt/1494326/Prostitution_Frankreich-verbietet-kaeuflichen-Sex
[8] https://ukraine-nachrichten.de/nichtliebe-was-entkriminalisierung-prostitution-dem-land-bringt_4364