Το έργο του Ιωάννη Γιαννίδη -από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα μέχρι τις δικαστικές αίθουσες και τις σελίδες των νομικών μελετών- χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και πρωτοτυπία. Αλλά και από την ανάγκη το δόγμα να υπηρετεί την πραγματικότητα και τα δύο μαζί την Δικαιοσύνη, τόσο ως αξία όσο και ως βίωμα. Η αγωνία του να καταλήξει στο βέλτιστο συνδυασμό δεοντολογικής και ρεαλιστικής προσέγγισης του νομικού φαινομένου, εμπλουτισμένη με την εμπειρία δεκαετιών στο πεδίο του ποινικού δικαίου, τον οδήγησε να μας χαρίσει ένα συνοπτικό και υπέροχο δείγμα της σκέψης του, στο βιβλίο «Δικαιοσύνη ως θεσμός και ως οργάνωση» (Π.Ν. Σάκκουλας, 2016). Το έργο αυτό είναι από τα ελάχιστα (δυστυχώς) στη Χώρα μας στα οποία χρησιμοποιούνται εξωνομικά εργαλεία για να φωτιστούν θεματικές της νομικής επιστήμης. Και όμως, τι πιο εύλογο, όπως το εξηγεί ο συγγραφέας, από το να προσεγγίσει κανείς το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης μέσα από θεωρητικές κατασκευές αναφορικά με τους θεσμούς και τις οργανώσεις.
Η κεντρική ιδέα που διατρέχει το βιβλίο είναι απλή και σαφής. Η συνολική -θα έλεγα «συστημική»- κατανόηση της Δικαιοσύνης ως αντικειμένου προς έρευνα προηγείται της κριτικής εξέτασής της. Δεν επιτρέπεται να είναι ούτε αποσπασματική ούτε αμιγώς θεωρητική. Δυστυχώς, όπως παρατηρεί αφετηριακά ο συγγραφέας, οι περισσότερες μελέτες σχετικά με το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης εντοπίζουν προβλήματα και προχωρούν σε προτάσεις δίχως να υποστηρίζονται από το απαραίτητο εμπειρικό υλικό και από συγκεκριμένη μεθοδολογία. Το κενό της έλλειψης μεθοδολογίας προσπαθεί να καλύψει ο κ. Γιαννίδης με το δικό του έργο. Η θεωρία των θεσμών και των οργανώσεων προτάσσεται, με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, ως ο «αξονικός τομογράφος» ο οποίος μας επιτρέπει να δούμε συστηματικά τη Δικαιοσύνη και τις ενδεχόμενες παθογένειές της.
Ως προς τη δομή του, το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη (Κεφάλαια 3 και 4 του βιβλίου) παρουσιάζεται η θεωρία των θεσμών και των οργανώσεων. Καθώς η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι κατά βάση άγνωστη στους νομικούς, το πρώτο μέρος προσφέρει μία αναγκαία και ιδιαίτερα εύπεπτη δογματική γεύση στον αναγνώστη. Ο κ. Γιαννίδης εστιάζει στη Δικαιοσύνη και μέσα από αυτή μας μυεί στις έννοιες του θεσμού και της οργάνωσης. Με σύντομο αλλά περιεκτικό λόγο μας παρουσιάζει τα κρίσιμα νοηματικά χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων εννοιών. Εστιάζει, ακόμη, στη σημασία της ιεραρχίας και των ανθρώπινων σχέσεων εντός των γραφειοκρατικών οργανώσεων. Τα ανωτέρω συνιστούν, κατά το συγγραφέα, πολύτιμα εφόδια στην προσπάθεια κατανόησης της δομής και του τρόπου λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Σημειωτέον ότι η δογματική αυτή ανάλυση δεν γίνεται «εν κενώ» αλλά με προφανή στόχευση: η θεωρία των θεσμών και των οργανώσεων δεν εκτίθεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο αλλά με το βλέμμα στραμμένο στη Δικαιοσύνη.
Στη δεύτερη ενότητα (Κεφάλαια 5 και 6 του βιβλίου) επιχειρείται η εφαρμογή της θεσμικής/οργανωτικής θεωρίας επί της Δικαιοσύνης. Σε αυτή την προσπάθεια δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών και στο κατά πόσο οι υφιστάμενες συνταγματικές και νομοθετικές ρυθμίσεις διασφαλίζουν ένα πραγματικό περιβάλλον ανεξαρτησίας. Υπό αυτό το πρίσμα εξετάζονται θεμελιώδεις οργανωτικές επιλογές στο χώρο της Δικαιοσύνης, όπως η επιθεώρηση της απόδοσης των δικαστών από τους ανώτερους τους, το σύστημα επιλογής, εκπαίδευσης, προαγωγών και μεταθέσεων των δικαστικών λειτουργών ή ο τρόπος άσκησης πειθαρχικού ελέγχου. Μέσα από τη θεωρία των θεσμών και οργανώσεων, ο συγγραφέας καταλήγει σε παρατηρήσεις διαφωτιστικές για τον τρόπο λειτουργίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σκέψη πως αρκετές από τις παθογένειες της Θέμιδος στη Χώρα μας οφείλονται στην αυστηρή ιεραρχική δομή του δικαστικού σώματος καθώς και στις ευρύτατες ελεγκτικές εξουσίες τις οποίες διαθέτουν οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί επί των υφισταμένων τους. Κατά το συγγραφέα, οι ισχύουσες ρυθμίσεις για την επιθεώρηση, το σύστημα προαγωγών και μεταθέσεων ή τον πειθαρχικό κολασμό, διαμορφώνουν έμμεσα ένα μηχανισμό αυστηρού ιεραρχικού εναγκαλισμού ο οποίος καταλήγει να αλλοιώνει δομικά το οργανωτικό πρότυπο της Δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που η συγκέντρωση του ελέγχου αυτού στα χέρια των ανώτατων δικαστών συνδυάζεται με την επιλογή της ανώτατης ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία, γεννώνται σοβαροί κίνδυνοι για την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος συνολικά. Αναδεικνύεται το παράδοξο, διαδικασίες οι οποίες έχουν εισαχθεί προκειμένου να ενισχύσουν καταρχήν την ανεξαρτησία των δικαστών, τελικά καταλήγουν να λειτουργούν ως «κερκόπορτα» μέσω της οποίας διευκολύνεται η άσκηση εξωτερικών πιέσεων και παρεμβάσεων στο δικαστικό σώμα. Με άλλα λόγια, θεμελιώδεις επιλογές με αδιαμφισβήτητο αξιακό περιεχόμενο ως προς τη δομή και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αποδεικνύονται οργανωτικά ατυχείς ή και επικίνδυνες στην πράξη, πρόβλημα το οποίο δεν εντοπίζεται συνήθως από το «ραντάρ» της κλασσικής νομικής μεθόδου.
Η προσφορά της μελέτης του κ. Γιαννίδη δεν περιορίζεται, ωστόσο, στις επιμέρους παρατηρήσεις που διατυπώνει σχετικά με την οργάνωση της Δικαιοσύνης. Είναι σαφώς μεγαλύτερη διότι φωτίζει μία βαθύτερη αλήθεια: μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι προκειμένου να εντοπισθούν οι παθογένειες των δημόσιων θεσμών -η Δικαιοσύνη είναι ένας από αυτούς- και να προταθούν λύσεις de lege ferenda, είναι προηγουμένως απαραίτητο να εξετάζεται το πώς λειτουργούν στην πράξη (τόσο οι θεσμοί όσο και οι προτεινόμενες λύσεις). Σε αυτή την προσπάθεια, χρήσιμα αποδεικνύονται περισσότερο κάποια εξωνομικά εργαλεία, όπως οι θεωρίες των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών επιστημών, παρά οι «εκθέσεις νομικών ιδεών».