Στο νέο του βιβλίο «Οι πρόσφυγες και τα καθήκοντά μας απέναντί τους, Αθήνα, Πόλις 2017» ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου αναζητά τα θεμέλια των ηθικών καθηκόντων μας προς τους πρόσφυγες, αναδεικνύοντας την πολιτική τους διάσταση.
Ο συγγραφέας εκκινεί από μία βασική καντιανή παραδοχή. Η έλλογη φύση των ανθρώπων, ως προσώπων ικανών να προσδώσουν αξία στη ζωή τους, να καλλιεργήσουν το αίσθημα της δικαιοσύνης και του αγαθού, αλλά και να υποστούν βλάβες και προσβολές, θέτει ηθικές υποχρεώσεις στη συμπεριφορά έκαστου από εμάς προς κάθε άλλο μέλος της ανθρωπότητας, το οποίο αναγνωρίζουμε εξίσου ως φορέα έλλογης φύσης και αυταξίας. Αυτές οι υποχρεώσεις περιλαμβάνουν οπωσδήποτε ένα βασικό καθήκον αρωγής κατά τη διασταύρωσή μας με πρόσωπα που τελούν σε μείζονα κίνδυνο. Αυτό το βασικό καθήκον συχνά εκπληρώνεται με τη θεσμική παρεμβολή του κράτους, ως συλλογικού φορέα δράσης. Και ερωτά ο συγγραφέας: Αυτό το καθήκον αποτελεί άραγε τη μόνη βάση των ηθικών μας υποχρεώσεων προς τους πρόσφυγες που ζητούν την προστασία μας;
Γιατί είναι το ερώτημα αυτό ενδιαφέρον; Πρακτικά, διότι μία τέτοια θεμελίωση θα δικαιολογούσε περιορισμένη μόνο συνδρομή, για την αποσόβηση σοβαρών κινδύνων επιβίωσης. Θεωρητικά, διότι μία αμιγώς ανθρωπιστική θεμελίωση εμφανίζει τα οικεία καθήκοντα ως μία εξαιρετική περίπτωση, που αποκλίνει από τον βασικό κορμό των καθηκόντων μας, αυτών προς τα μέλη της πολιτικής κοινότητας στην οποία ανήκουμε. Πράγματι, αποτελεί βασικό στοιχείο της ιστορικής μας εξέλιξης ότι ο κύριος φορέας προστασίας των ελευθεριών μας σήμερα είναι το κράτος. Πώς σχετίζεται επομένως η αναγνώριση ενός βαθύτερου πλέγματος ηθικών υποχρεώσεων της δικής μας πολιτικής κοινότητας προς τους πρόσφυγες με την παραδοχή ότι είναι ευθύνη της δικής τους πολιτικής κοινότητας να τους παράσχει την αναγκαία προστασία; Αλλά και με την πρωταρχική ευθύνη της δικής μας πολιτικής κοινότητας προς τους δικούς της πολίτες.
Ι (α). Αξιολογία και Πρακτικός Λόγος
Πριν εξετάσουμε την απάντηση που δίνει ο συγγραφέας, είναι σκόπιμο να ευαισθητοποιήσουμε τον αναγνώστη σχετικά με μία βασική παρανόηση που πλήττει τον συλλογικό μας ηθικό αναστοχασμό. Συχνά εκλαμβάνουμε ότι βάση του πρακτικού λόγου είναι η αξιολογία. Η αναγνώριση ορισμένων αξιών συνεπάγεται τάχα ένα γενικό καθήκον προαγωγής τους. Ρόλος του δικαίου φέρεται ο προσδιορισμός των επιμέρους καθηκόντων προαγωγής, συχνά κατόπιν δόμησης των αξιών σε μία λεγόμενη τάξη αξιών. Αυτή η αντίληψη (η οποία δυστυχώς φαίνεται ιδιαίτερα οικεία στο ηπειρωτικό συνταγματικό δίκαιο) είναι εντούτοις ασύμβατη με θεμελιώδεις ιδέες της νεωτερικότητας, ιδίως με τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας, ως θεμελίων του δημόσιου λόγου.
Ας περιοριστούμε σε δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο αναδεικνύεται μέσα από την κριτική στην ετερονομία των αξιών[1]. Στις ελεύθερες κοινωνίες δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι οι αξίες έχουν ορισμένη μεταφυσική υπόσταση που επιβάλλεται ετερόνομα στην έλλογη βούλησή μας. Αντίθετα, είναι προϊόν διαλεκτικής αναγνώρισης από έλλογα όντα υπό καθεστώς ισότητας και ελευθερίας. Περαιτέρω, το πλέγμα αγαθών που αναγνωρίζουμε ως άξιο προαγωγής στη ζωή μας είναι «προϊόν» ενάσκησης της έλλογης ελευθερίας μας, και έχει έντονα προσωποπαγή χαρακτήρα – είναι αξία που δίνουμε εμείς στη ζωή μας. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την ιδιαίτερη, διαπροσωπική φύση της ηθικής, ως χώρου υποχρεώσεων προς έτερο, στις οποίες συνήθως αντιστοιχούν δικαιώματα. Κρίσιμο εδώ δεν είναι τόσο οι επιμέρους αξίες ή το αγαθό που τα οικεία πρόσωπα επιδιώκουν. Αντίθετα, κρίσιμη είναι η ορθή κατανόηση της ηθικής σχέσης ανάμεσα σε πρόσωπα που αμφότερα έχουν την ικανότητα να δίδουν αξία στη ζωή τους. Με αυτό το δεδομένο, ο προσδιορισμός των οικείων καθηκόντων και δικαιωμάτων σχετίζεται άμεσα με την ειδικότερη σχέση μεταξύ των εμπλεκομένων προσώπων και θεσμών. Άλλα καθήκοντα έχει το κράτος ως φορέας της συλλογικής εξουσίας ελεύθερων πολιτών προς τους πολίτες τους, άλλα καθήκοντα έχουν τα πρόσωπα ως φορείς αυτόνομης βούλησης στις μεταξύ τους σχέσεις κ.ο.κ.
Κρίσιμο επομένως ζήτημα δεν είναι να φανταστούμε κάποιες αξίες που θα απαντήσουν στα ερωτήματά μας, και στις οποίες όλοι καλούμαστε να στοιχηθούμε, ως υπηρέτες αξιών. Αντίθετα, ζητούμενο είναι να αναζητήσουμε την ηθικοπολιτική μας σχέση, ως μελών ορισμένων πολιτικών κοινοτήτων, προς τους πρόσφυγες, ως προσώπων που διώκονται στις κοινότητές τους για λόγους πολιτικής ή αστικής φύσης, και με τις τελευταίες να μετέχουν στη δίωξη ή πάντως να είναι ανήμπορες να τους προστατεύσουν.
ΙΙ. Η απάντηση
Ας επανέλθουμε στο σχολιαζόμενο έργο. Αφετηρία λύσης του προβλήματος είναι η παραδοχή ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε ένα θεμελιώδες συμφέρον (δικαίωμα κατά το συγγραφέα) να συνασπιζόμαστε σε κοινό εγχείρημα πολιτικής οργάνωσης με ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινούς σκοπούς – αναλαμβάνοντας φυσικά δεσμεύσεις ως προς την επιτέλεσή του. Με αυτόν τον τρόπο μετέχουμε στο δημόσιο αγαθό της συνύπαρξης σε μία «ενιαία, ελεύθερη και κυρίαρχη πολιτική κοινότητα και μία άξια λόγου κοινή ζωή με την έννοια ότι προστατεύει τα δικαιώματά μας και προάγει την ελευθερία μας» (σελ. 56).
Η κρίσιμη θέση του συγγραφέα είναι ότι οι «ίδιοι» λόγοι που θεμελιώνουν τα πολιτικά μας καθήκοντα προς την πολιτική μας κοινότητα και τους συμπολίτες μας, θεμελιώνουν και τα καθήκοντά μας απέναντι στους πρόσφυγες. Πώς εξηγείται αυτό;
Προφανώς, οφείλουμε να δεχτούμε ένα αντίστοιχο θεμελιώδες συμφέρον συμμετοχής σε πολιτικό πλαίσιο ελευθερίας και δικαιοσύνης σε κάθε άλλο άνθρωπο. Κατ’ επέκταση, οφείλουμε, πρώτον, να απέχουμε από πράξεις επίθεσης ή υπονόμευσης στην προαγωγή αυτού του θεμελιώδους συμφέροντος εκ μέρους τους και, δεύτερον, να παρέχουμε αρωγή σε περιπτώσεις που εκείνοι αποτυγχάνουν να διατηρηθούν σε πολιτική οργάνωση ικανή να προστατεύσει την ελευθερία τους. Αυτά τα καθήκοντα, καταλήγει ο συγγραφέας, είναι καθήκοντα που έχουμε ως πολίτες όχι μόνο έναντι άλλων ανθρώπων που απειλούνται τα βασικά δικαιώματά τους, αλλά έναντι προσώπων τους οποίους οφείλουμε να δεχθούμε ως «πολίτες» που έχουν στερηθεί τους όρους πολιτικής συγκρότησης και προστασίας (σελ. 63).
Αυτά τα καθήκοντα είναι καθήκοντα δικαιοσύνης. Αν αντιλαμβάνομαι ορθά το συγγραφέα, πρόκειται για καθήκοντα τα οποία «οφείλουμε» στους πρόσφυγες. Αντιστοιχούν σε «δικαιώματά» τους. Εάν τα παραβιάζουμε τους αδικούμε. Και στηρίζονται στη φύση τους ως όντα με θεμελιώδες ηθικό συμφέρον οργάνωσης σε πολιτεία ελευθερίας και ισότητας.
Ο Παπαγεωργίου δεν αρκείται όμως σε αυτό. Ερωτά εάν η στάση μας απέναντι στους πρόσφυγες αφορά και στο «ήθος» μίας δημοκρατικής κοινότητας. Εστιάζει στο ύφος με το οποίο εκπληρώνουμε τα καθήκοντά μας, και στο κίνητρο που οι πράξεις μας υποδηλώνουν. Αυτά ακτινογραφούν, μας λέει προσφυώς, τον συλλογικό μας εαυτό. Η αλαζονεία ή η περιφρόνηση προς τους πρόσφυγες υποδηλώνουν ελάττωμα. Αντιστρατεύονται τους σκοπούς της δικής μας συλλογικής τελείωσης. Και καταλήγει ότι μία αντίληψη η οποία εκλαμβάνει την δική μας κοινωνία ως θύμα εκμετάλλευσης από τους πρόσφυγες υπονομεύει τις βαθύτερες ιδέες της δημοκρατίας και του κριτικού ελέγχου που αυτή προϋποθέτει στο δημόσιο λόγο της.
ΙΙΙ. Αξιολόγηση
Το έργο διακρίνεται αναμφίβολα για εσωτερική και επιχειρηματολογική αρτιότητα. Αλλά και η συνεισφορά του είναι ιδιαίτερα σημαντική. Από όσο είμαι σε θέση να κρίνω, η ανάδειξη της πολιτικής διάστασης των καθηκόντων μας και ιδίως η εστίαση στο θεμελιώδες συμφέρον των προσφύγων να πλαισιώνονται από πολιτικές δομές ελευθερίας και αλληλεγγύης, το οποίο έχει πληγεί, αποτελεί πρωτότυπη συμβολή όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία.
Επί της ουσίας, ο Παπαγεωργίου επιτυγχάνει διττό σκοπό. Πρώτον, εξηγεί το δεοντοκρατικό χαρακτήρα των οικείων υποχρεώσεων. Δεν πρόκειται για ευχέρειες που ανάγονται στην μεγαλοψυχία μας, ή έστω στη δική μας πολιτική αρετή, αλλά για υποχρεώσεις προς πρόσωπα που είναι ίσα σε σχέση με εμάς ακριβώς ως προς το εν λόγω θεμελιώδες πολιτικό συμφέρον. Κατά τούτο, η σκέψη του αποτελεί προέκταση στο πολιτικό επίπεδο της θεμελιώδους καντιανής σύλληψης, η οποία θεμελιώνει τα ηθικά καθήκοντα μας προς κάθε συνάνθρωπο στην κοινή έλλογη φύση μας. Αποφεύγοντας την παγίδα του ωφελιμισμού, η οποία θα αναζητούσε τη θεμελίωση των οικείων καθηκόντων σε μία απρόσωπη ίση μέριμνα για τη ευημερία κάθε ανθρώπου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελεί μέριμνα για το Θεό, δεν αποτελεί όμως ηθική επιταγή για ανθρώπους που ζουν στις δικές τους οργανωμένες κοινωνίες.
Δεύτερον, εξηγεί γιατί τα καθήκοντα μας προς τους πρόσφυγες, ενώ εκτείνονται πέραν των βασικών ανθρωπιστικών καθηκόντων λυτρώσεως από κίνδυνο ζωής, δεν τελούν σε αναγκαία σύγκρουση με το θεμελιώδες συμφέρον περιφρούρησης και προαγωγής της δικής μας πολιτικής οργάνωσης. Πράγματι δεν μπορούμε με συνέπεια να ισχυριζόμαστε ότι το δημοκρατικό μας καθήκον μας επιτρέπει να αφήνουμε τους πρόσφυγες στη μοίρα τους, όταν εκείνοι έχουν πληγεί ακριβώς στην ικανότητα διαμόρφωσης των δικών τους δημοκρατικών δομών. «Εάν τα κοινά ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης μας φέρνουν κοντά, ως πολίτες μιας κυρίαρχης πολιτικής κοινότητας, τα ίδια ιδανικά μας υποχρεώνουν να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας σε εκείνους που στερούνται την ελευθερία τους» (σελ. 82). Μια δημοκρατική πολιτική κοινότητα που θα το παραγνώριζε, θα υστερούσε σε ακεραιότητα.
ΙV. Συγκεκριμενοποίηση
Φυσικά παραμένουν περαιτέρω απορίες, οι οποίες ανάγονται στη σύνθετη πλοκή του ίδιου του προβλήματος, και της πραγματικότητας ενώπιον της οποίας καλούμαστε να τοποθετηθούμε ως ηθικά όντα. Θα ήθελα να καταγράψω δύο προβληματισμούς που σχετίζονται με το εύρος της προσήκουσας προστασίας και που εκπηγάζουν από τη σκέψη ότι η εν λόγω προστασία προς τους πρόσφυγες έχει χαρακτήρα αναπλήρωσης της πολιτικής αλληλεγγύης που τους λείπει (σελ. 83).
Αναγνωρίζουμε ότι οι πρόσφυγες έχουν θεμελιώδες συμφέρον στη διαμόρφωση όρων πολιτικής κοινότητας, η οποία θα τους διασφαλίζει έννομη ελευθερία. Αναγνωρίζουμε ότι πρέπει να τους αντιλαμβανόμαστε ως ίσους με εμάς ως προς αυτό. Και αναζητούμε δίκαιους όρους συλλογικής συνεργασίας, με σεβασμό εν προκειμένω σε αυτήν την ιδιότητα. Από αυτά προκύπτει ένα καθήκον σεβασμού της δικής τους πολιτικής οργάνωσης, κατά το μέρος που αυτή διασφαλίζει καθεστώς έννομης ελευθερίας. Ενδεχομένως, προκύπτει και ορισμένο καθήκον συνδρομής στις αλλοδαπές πολιτείες που τελούν υπό αντίξοες προς τούτο συνθήκες[2].
Τί καθήκοντα όμως προκύπτουν ως προς το ίδιο το πρόσωπο που διώκεται ή κινδυνεύει; Προφανώς, έχουμε ένα αυστηρό καθήκον να μην προωθήσουμε τον πρόσφυγα στη χώρα καταγωγής και γενικότερα να απόσχουμε από ενέργειες που θα τον περιήγαν σε κίνδυνο δίωξης. Είναι όμως δική μας υποχρέωση να «αναπληρώνουμε» εγγυητικά την ευθύνη των αλλοδαπών πολιτειών ως προς την παροχή χώρου αλληλεγγύης και εν γένει πολιτικής προστασίας; Και εάν ναι, αυτή η υποχρέωση υπονοεί πλήρη αναπλήρωση και ασχέτως θυσίας;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ζητήματα δεν είναι προφανείς. Εν πολλοίς εξαρτώνται από την ειδικότερη σχέση μας με τους πρόσφυγες. Ζήτημα παροχής διεθνούς προστασίας κατά βάση τίθεται εάν ο πρόσφυγας βρίσκεται στα σύνορα ή εντός της επικράτειάς μας. Εφόσον λοιπόν οφείλουμε καταρχάς να παράσχουμε διεθνή προστασία σε τέτοια πρόσωπα (διότι σε αντίθετη περίπτωση θα περιέρχονταν εκ νέου σε κίνδυνο), και εφόσον αυτή συνεπάγεται την παροχή άδειας διαμονής, τότε η παρεχόμενη περαιτέρω προστασία έχει πράγματι το χαρακτήρα αναπλήρωσης της ευθύνης που θα βάρυνε τη χώρα καταγωγής του. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε αθέμιτη διαφοροποίηση και στιγματισμό προσώπων τους οποίους δεχόμαστε ως μέλη της κοινωνίας μας –έστω προσωρινά- ακριβώς για το λόγο ότι έχουν στερηθεί του θεμελιώδους συμφέροντός τους σε πολιτική αλληλεγγύη και προστασία.
Εάν λοιπόν πρόκειται περί υποκατάστασης, οφείλει αυτή να είναι πλήρης; Μπορεί το εύρος και το περιεχόμενο της δικαιούμενης προστασίας (πρόσβαση σε απασχόληση, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση και ιατρική περίθαλψη, κλπ) να διαφοροποιείται από ό,τι ισχύει για τους πολίτες της ίδιας της χώρας. Και εδώ κρίσιμη είναι η παράμετρος που αναδεικνύει ο Παπαγεωργίου, ότι δηλαδή οι πρόσφυγες έχουν στερηθεί του θεμελιώδους πολιτικού δικαιώματός τους. Διαφοροποιούνται επομένως από όσους εκουσίως έχουν επιλέξει ορισμένη αλλοδαπή χώρα ως τόπο διαμονής. Από την άλλη πλευρά, η παροχή διεθνούς προστασίας δεν παύει να είναι εξαιρετική και επικουρική διαδικασία. Οι πολιτείες δεν είναι απλά μηχανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης των πολιτών του κόσμου, ως ελεύθερων και ίσων προσώπων. Έτσι, η πολιτική κοινότητα που παρέχει προστασία μπορεί εύλογα επικαλεσθεί την ανάγκη σεβασμού και διατήρησης της δικής της ταυτότητας. Η πολιτική φύση των υποχρεώσεων προς τους πρόσφυγες δεν αίρει το θεμελιώδες συμφέρον κάθε πολιτείας στη διαφύλαξη της δικής της συλλογικής συνείδησης, της δικής της ελεύθερης δημόσιας κουλτούρας και των επιτευγμάτων της[3].
Η αναγωγή στη δική μας ταυτότητα επομένως είναι κρίσιμη για την οριοθέτηση της προστασίας που δικαιούνται να «απαιτήσουν» οι πρόσφυγες από εμάς. Όμως, αυτό το επιχείρημα λειτουργεί και ανάστροφα. Η δική μας πολιτική ταυτότητα έννομης ελευθερίας και δικαιοσύνης, και ο τρόπος που συλλογικά τη διαμορφώνουμε έχει σημασία και για τη θωράκιση της προστασίας που είμαστε πρόθυμοι να προσφέρουμε. Τα καθήκοντα που αναδεχόμαστε, σχολιάζει ο συγγραφέας, ακτινογραφούν το δικό μας πολιτικό ήθος. Αυτή του η διαπίστωση δείχνει φυσικά πόσο σημαντικό είναι η συμμόρφωσή μας προς τα καθήκοντα αρωγής να γίνεται συνειδητά για τους ορθούς λόγους. Κατά τη γνώμη μου, φωτίζει και κάτι ακόμη: έχουμε λόγους να παράσχουμε περαιτέρω αρωγή, η οποία βαίνει πέραν όσων δικαιούνται να «απαιτήσουν» οι πρόσφυγες από εμάς. Πρόκειται για ιδανικά τελειώσεως της δικής μας πολιτικής κοινότητας, η επιδίωξη των οποίων τιμά το αγαθό της ευταξίας που καυχιόμαστε ότι έχουμε επιτύχει[4].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για το γενικότερο προβληματισμό, βλ. την αριστουργηματική ανάλυση του John Rawls, Lectures on the History of Moral Philosophy (2000) σελ. 226 επ. Από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. Παύλος Σούρλας, Δίκαιο και Δικανική Κρίση (2017) σελ. 353 επ.
[2] Γενικότερα πβλ. John Rawls, The Law of Peoples (Harvard, 1999) σελ. 105 επ.
[3] Βλ. J. Rawls, ο.π., σελ. 34-35.
[4] Αυτή η θέαση είναι κρίσιμη και για μία ακόμη διάσταση του προσφυγικού ζητήματος. Αποκαλύπτει τον ατιμωτικό χαρακτήρα των πρακτικών που ακολουθεί ο δυτικός κόσμος, προκειμένου να αποτρέψει τους πρόσφυγες από το να μας κτυπήσουν την πόρτα. Συχνά φυσικά, αυτές οι πρακτικές παραβιάζουν και συγκεκριμένα καθήκοντα (π.χ. βίαιη απώθηση πλοίου με πρόσφυγες προκειμένου να επιστρέψει σε χώρα μη ικανή να παράσχει προστασία).