Ι. Εισαγωγικά
- Οι ποινικές διατάξεις για την καταπολέμηση της βίας με αφορμή αθλητικές διοργανώσεις διατυπώνονται στον ν. 2725/1999, τον λεγόμενο και αθλητικό νόμο, όπως σήμερα ισχύει μετά από αρκετές τροποποιήσεις, και ειδικότερα στα ά. 41 επ. του νόμου αυτού. Η ειδική αυτή νομοθεσία έχει τόσο κατασταλτικό, όσο και προληπτικό χαρακτήρα και καλύπτει τόσο διοικητικό όσο και ποινικό άδικο. Ακολούθως θα εξεταστούν οι βασικές ποινικές διατάξεις που αφορούν στην καταπολέμηση της βίας στον αθλητισμό. Εξ αρχής παρατηρείται ότι το περιεχόμενο των εν λόγω ποινικών διατάξεων είναι σε πολλά σημεία ασαφές και προβληματικό. Ο Έλληνας νομοθέτης διαχρονικά τροποποιεί τις διατάξεις του αθλητικού νόμου με αφορμή τις επιταγές της κοινής γνώμης, στον απόηχο επεισοδίων ή άλλων αθλητικών «σκανδάλων» και λειτουργεί έχοντας υπόψιν του κυρίως το ομαδικό άθλημα του ποδοσφαίρου[1]. Αυτό επανελήφθη και προσφάτως, με την ψήφιση του ν. 4326/2015, με τίτλο «επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό και άλλες διατάξεις».
- Η καταπολέμηση της βίας στον αθλητισμό επιχειρείται κατά βάση σε τρία επίπεδα με τους ακόλουθους τρόπους: Με την θέσπιση διατάξεων που επιβάλλουν και περιγράφουν τον επιχειρησιακό σχεδιασμό των αρμοδίων κρατικών και αθλητικών φορέων του εκάστοτε αθλήματος πριν την διεξαγωγή αθλητικών συναντήσεων. Με την θέσπιση διατάξεων που διασφαλίζουν την επιβολή ελέγχου στους συλλόγους φιλάθλων και γενικότερα στο «οπαδικό συνεταιρίζεσθαι», το οποίο τίθεται υπό την αιγίδα του αθλητικού σωματείου. Και με την κατ’ εξοχήν θέσπιση διατάξεων για την πρόβλεψη και τιμώρηση αθλητικών αδικημάτων βίας. Στην παρούσα εργασία θα παρουσιαστούν οι βασικότερες διατάξεις της ειδικής ποινικής νομοθεσίας για την αθλητική βία, οι οποίες εκτείνονται και στις τρεις ανωτέρω εκφάνσεις, και θα εξεταστεί κατά πόσον αυτή συμβιβάζεται με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας αλλά και με βασικά αξιώματα του ποινικού δόγματος. Υπό αυτό το πρίσμα επίσης θα εξεταστεί και η δυνατότητα εφαρμογής της παρεπόμενης ποινής της απαγόρευσης προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών δραστηριοτήτων του ά. 41ΣΤ παρ. 7 του ν. 2725/1999[2].
ΙΙ. Οι Ποινικές Διατάξεις για την αντιμετώπιση της αθλητικής βίας
Α. Η αθλητική δημόσια τάξη ως προστατευόμενο έννομο αγαθό
- Η ανάγκη αντιμετώπισης της βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις δεν είναι αίτημα πρόσφατο ούτε και περιορίζεται εντός των ελληνικών συνόρων[3]. Καταγεγραμμένα περιστατικά αθλητικής βίας υπάρχουν ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα. Η οργανωμένη ωστόσο βία με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις παρουσιάστηκε την δεκαετία του 1960 στην Αγγλία και αφορούσε κυρίως το ποδόσφαιρο[4]. Η διαπίστωση της αναγκαιότητας των ποινικών διατάξεων για την αθλητική βία εκτείνεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτον στην δικαιολόγηση του προστατευτικού σκοπού της ποινικής διάταξης, στον εντοπισμό δηλαδή του προστατευόμενου εννόμου αγαθού και στην διαπίστωση της αναγκαιότητας ποινικοποίησης της παραβίασής του. Το δεύτερον στην εξέταση της έκτασης και έντασης της εν λόγω ποινικοποίησης υπό το πρίσμα της εν στενή εννοία αναλογικότητας.
- Κατά την απολύτως κρατούσα άποψη οι ειδικές υποστάσεις των εγκλημάτων βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις προστατεύουν την αθλητική δημόσια τάξη ως ειδικότερη μορφή της «κατάστασης ευταξίας» και «κοινωνικής ηρεμίας» στους χώρους που διεξάγονται αθλητικές συναντήσεις[5]. Έτσι και στον ν. 4049/2012, στις τροποιητικές διατάξεις του αθλητικού νόμου, ως προστατευόμενο έννομο αγαθό αναφέρεται «η ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών δραστηριοτήτων, ως ειδικότερη μορφή δημόσιας τάξης»[6]. Η έννοια της δημόσιας τάξης είναι γνωστή από το ΣΤ’ κεφάλαιο του Π.Κ., ως η «εμπειρικά αντιληπτή από τις αισθήσεις ευταξία ορισμένου κοινωνικού χώρου» και ως η «ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη των πολιτών υπό την κυριαρχία τού κράτους και τού δικαίου», την οποία απολαμβάνουν όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου[7].
- Έχει υποστηριχθεί ότι η δημόσια τάξη λόγω της αοριστίας της δεν δύναται να προστατεύεται αυτοτελώς ως υπερατομικό έννομο αγαθό, αλλά μόνον με αναφορά σε ατομικά έννομα αγαθά[8], αποτελώντας ένα όχημα «προ-προστασίας» τους[9]. Ωστόσο το περιεχόμενο του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης δεν εξαντλείται στο σύνολο των προστατευόμενων ατομικών εννόμων αγαθών των κοινωνών. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αγγλική νομολογία, «συχνά οι πράξεις ενός πλήθους έχουν βαρύτερες συνέπειες από ότι το σύνολο των πράξεων εκείνων που απαρτίζουν το πλήθος»[10]. Αυτό ισχύει και για πράξεις εις βάρος του πλήθους, κάτι που γίνεται κατανοητό ιδίως όταν η δημόσια τάξη εξεταστεί αποθετικά. Παρατηρούμε τότε ότι η κατάσταση διασαλευμένης δημόσιας τάξης είναι εμπειρικά διαπιστώσιμη, έχει υπερατομικό χαρακτήρα[11], και διακρίνεται από τον κίνδυνο βλάβης των συγκεκριμένων και εκ των προτέρων προσδιοριστών ατομικών εννόμων αγαθών των κοινωνών. Η διασάλευση της δημόσιας τάξης έχει υποκειμενική και αντικειμενική διάσταση. Η πρώτη αφορά στους πολίτες, οι οποίοι έχοντας «λόγους να προσδοκούν κοινωνική συμπεριφορά αντίθετη προς ό τι οι νόμοι επιτάσσουν», σταματούν να «προσανατολίζουν την συμπεριφορά τους προς τα κελεύσματα των νόμων»[12]. Η δεύτερη αφορά στην κοινωνία και αποτυπώνεται στην μορφή της εμπειρικά διαπιστώσιμης «ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας»[13]. Αποτέλεσμα της διασάλευσης της δημόσιας τάξης και της δημιουργηθείσης κατάστασης επικινδυνότητας είναι η λήψη δικαιολογημένων μέτρων αυτοπροστασίας από τον μέσο και συνετό πολίτη[14].
- Έτσι η δημόσια τάξη δεν αποτελεί «κατ’ επίφαση» έννομο αγαθό[15] καθώς η πράξη διασάλευσής της κατατείνει μόνο κατά ένα μέρος στην προσβολή ατομικών εννόμων αγαθών[16]. Κατά ένα άλλο κατατείνει στην δημιουργία εκείνης της κατάστασης αντικειμενικής επικινδυνότητας, στην οποία ο κάθε μέσος συνετός κοινωνός καταλήγει να αναμένει εκδήλωση κοινωνικής συμπεριφοράς αντίθετης από εκείνης που επιτάσσουν οι νόμοι. Όταν όμως οι νόμοι γενικά δεν γίνονται σεβαστοί, δεν είναι καθόλου σαφές εκ των προτέρων ποιά ατομικά έννομα αγαθά κινδυνεύουν, με αποτέλεσμα τα μέτρα αυτοπροστασίας εύκολα να αποδεικνύονται ανεπαρκή ακόμα και για τον πλέον συνετό πολίτη[17]. Γι αυτό τελικώς το περιεχόμενο του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης δεν εξαντλείται στο σύνολο των προστατευόμενων ατομικών εννόμων αγαθών των κοινωνών, που τίθενται άμεσα εν κινδύνω[18]. Η διασάλευση της δημόσιας τάξης έχει επιπτώσεις σε όλο το φάσμα των ελευθεριών των κοινωνών, ώστε η αποτροπή της με τη βοήθεια του Ποινικού Δικαίου να αποτελεί επιλογή του Νομοθέτη. Στις ειδικότερες εκφάνσεις της, στο πλαίσιο οριστών πεδίων με δυναμικό βλάβης εννόμων αγαθών, η «δημόσια τάξη» προσδιορίζεται με αναφορά σε συγκεκριμένα κάθε φορά ατομικά ή θεσμικά έννομα αγαθά, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτά[19].
- Τα ανωτέρω συμπεράσματα μεταφέρονται και στα αδικήματα αθλητικής βίας, η τυποποίηση των οποίων αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας τάξης ως «κατάστασης κοινωνικής ηρεμίας»[20] στους αγωνιστικούς χώρους και στις κερκίδες, τόσο στην υποκειμενική (ως προσανατολισμός της συμπεριφοράς των συμμετεχόντων στο αθλητικό γεγονός στα κελεύσματα των νόμων) όσο και στην αντικειμενική της διάσταση (ως κατάσταση ευταξίας). Η διασάλευση του κλίματος ομαλής διεξαγωγής αθλητικών γεγονότων δεν θέτει εις κίνδυνο μόνον ατομικά έννομα αγαθά, όπως π.χ. αυτά που προβλέπονται στο ά. 41ΣΤ παρ. 4 του ν. 2725/1999. Πλήττει την κοινωνική ευταξία και στρέφεται και κατά του συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος στην συμμετοχή στα αθλητικά δρώμενα ως ειδικότερη έκφανση συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή της χώρας[21], με περαιτέρω δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις για τους εμπλεκόμενους αθλητικούς φορείς[22]
- Συμπερασματικά η προστασία της κοινωνικής ειρήνης δικαιολογεί κατ’ αρχάς την καταπολέμηση της διατάραξης αυτής με το μέσον του ποινικού δικαίου. Από εκεί και πέρα είναι βεβαίως επιλογή του νομοθέτη, εάν το κρίνει ο ίδιος σκόπιμο, να προχωρήσει και στην ποινικοποίηση της εν λόγω συμπεριφοράς[23]. Στην περίπτωση αυτή ωστόσο ο νομοθέτης θα πρέπει ακολούθως να σεβαστεί την αρχή της αναλογικότητας. Όπως μάλιστα εν συνεχεία θα καταδειχθεί, η αρχή της αναλογικότητας ως ερμηνευτικός μετακανόνας[24] απευθύνεται τόσο στον νομοθέτη όσο και στον δικαστή και η παραβίασή της συνεπάγεται το πρώτον έλλειψη νοήματος για τον κανόνα δικαίου, ο οποίος για τον λόγο αυτόν καθίσταται ανεφάρμοστος. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια αρχή με το κλασσικό κανονιστικό της περιεχόμενο, αλλά για ένα εργαλείο ερμηνείας, το οποίο «νοηματοδοτείται» ad hoc, με αναφορά στον κανόνα, την ορθότητα του οποίου εξετάζει. Ορθώς τότε παρατηρείται ότι στο πλαίσιο αυτής της νοηματοδότησης εγγυητικά στην ορθότητα του έργου του νομοθέτη λειτουργούν η νομική δογματική και η μεθοδολογία του δικαίου[25].
Β. Η τυποποίηση μέσω του ποινικού δικαίου της προστασίας της αθλητικής δημόσιας τάξης από πράξεις βίας
- Οι ποινικές διατάξεις για την αντιμετώπιση της αθλητικής βίας διατυπώνονται στα ά. 41 έως 41Ζ του ά. 2725/1999 με τις βασικότερες εξ αυτών να περιέχονται στο ά. 41ΣΤ. Επισημάνθηκε ότι καλύπτουν τρεις τομείς, δηλαδή τον επιχειρησιακό σχεδιασμό καταπολέμησης της αθλητικής βίας, το οπαδικό συνεταιρίζεσθαι και τα κατ’ εξοχήν εγκλήματα βίας στο ά. 41 ΣΤ. Από νομοτεχνικής σκοπιάς είναι κατ' αρχάς θετική η συγκέντρωση της ειδικής αυτής νομοθεσίας σε αυτό το συγκεκριμένο τμήμα του αθλητικού νόμου, αν και κατά τα λοιπά είναι νομοτεχνικά αδόκιμη η παρουσία διάσπαρτων ποινικών διατάξεων στον υπόλοιπο νόμο. Νομοτεχνικά προβληματικό, όπως θα δούμε, είναι περαιτέρω ότι η ειδική αυτή ποινική νομοθεσία για την αντιμετώπιση της αθλητικής βίας άλλοτε παρουσιάζεται ως επικουρική στην λοιπή ποινική νομοθεσία, (ά. 41ΣΤ παρ. 1, 2), άλλοτε ως επιβαρυντική περίσταση σε τέλεση άλλων αδικημάτων του ειδικού μέρους του ποινικού κώδικα. Ακολούθως θα εξεταστούν οι ποινικές διατάξεις στους ανωτέρω τρεις αναφερθέντες τομείς.
α) Ο ποινικός κολασμός πράξεων αντικείμενων στο επιχειρησιακό σχεδιασμό της ασφαλούς διεξαγωγής αθλητικού γεγονότος.
- i) Η άρνηση παροχής συνδρομής στο έργο της Διαρκούς Επιτροπής Αντιμετώπισης της Βίας (ά. 41 παρ. 7 του ν. 2725/1995)
- Κατά τα προβλεπόμενα στο ά. 41Α παρ. 1 του ν. 2725/1999 «στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού συνιστάται Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας (ΔΕΑΒ)», οι τομείς δράσης της οποίας περιγράφονται αναλυτικά στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου. Στην παρ. 7 του άρθρου ορίζεται περαιτέρω ότι : «α) Στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων της η ΔΕΑΒ δικαιούται να ζητεί και να λαμβάνει από οποιονδήποτε εμπλεκόμενο αθλητικό φορέα οποιαδήποτε πληροφορία, στοιχείο ή διευκρίνιση είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση του έργου της, β) Τα Μέλη και οι παρατηρητές της ΔΕΑΒ δικαιούνται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απρόσκοπτης εισόδου σε οποιοδήποτε χώρο της αθλητικής εγκατάστασης». Ορίζεται μάλιστα στο ίδιο εδάφιο και υποχρέωση της αστυνομικής αρχής να παρέχει συνδρομή στην ΔΕΑΒ κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της. Εν συνεχεία στο εδ. γ της παρ. 7 του ά. 41Α διατυπώνεται η ποινή διάταξη ως εξής:
«Η αδικαιολόγητη άρνηση παροχής στοιχείων, πληροφοριών ή διευκρινίσεων της περίπτωσης α` της παρούσας παραγράφου ή η παρεμπόδιση της απρόσκοπτης εισόδου των μελών ή παρατηρητών της ΔΕΑΒ στους χώρους της αθλητικής εγκατάστασης της περίπτωσης β` της παρούσας παραγράφου τιμωρείται με: αα) Πειθαρχικές κυρώσεις κατά τους κανονισμούς του οικείου αθλήματος, μη αποκλειόμενης της παραπομπής του θέματος στον Αθλητικό Εισαγγελέα μετά από έκθεση του Προέδρου της ΔΕΑΒ και ββ) φυλάκιση τουλάχιστον δύο μηνών και χρηματική ποινή χιλίων έως δύο χιλιάδων ευρώ».
- Η ποινική αυτή διάταξη προστέθηκε στο ά. 41Α με τον ν. 3708/2008 Με την διάταξη αυτή θεσπίζεται, σε ό,τι αφορά την συμπεριφορά εναντίον των μελών της ΔΕΑΒ, μια διακεκριμένη περίπτωση απείθειας. Όπως προκύπτει από το ά. 41Α παρ. 1, τα μέλη της ΔΕΑΒ είναι υπάλληλοι με την έννοια του ά. 13 περ. α ΠΚ, καθώς τους έχει ανατεθεί άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, όπως αυτή εξειδικεύεται στην παρ. 3 του ά. 41Α του ν. 2725/1999. Περιγράφεται έτσι μια αξιόποινη συμπεριφορά, η οποία πληροί όλα τα στοιχεία της ειδικής υπόστασης του ά. 169 ΠΚ[26], στην οποία ωστόσο επιβάλλεται αυστηρότερο πλαίσιο στερητικής της ελευθερίας ποινής καθώς και χρηματική ποινή. Σημειωτέον ότι μέχρι σήμερα δεν έχει θεσπιστεί κανονισμός λειτουργίας ΔΕΑΒ, ούτε έχει συγκροτηθεί σώμα παρατηρητών[27]. Δεν προκύπτει εξάλλου περαιτέρω ούτε από την νυν ισχύουσα παρ. 2 του ά. 41Α ούτε από την προγενέστερη παρ. 5 στοιχ. ε του αυτού άρθρου του ν. 2725/1999, ποιά ακριβώς είναι η αρμοδιότητα του εν λόγω σώματος των παρατηρητών, ώστε να μην καθίσταται δυνατή, ως προς αυτούς η διακρίβωση της υπαγωγής τους στο ά. 13 περ. α του ΠΚ.
- Η ανωτέρω ποινική διάταξη, πέραν του πρακτικώς ανεφάρμοστου χαρακτήρα της, λόγω μη θέσπισης του κανονισμού λειτουργίας της ΔΕΑΒ, συγκρινόμενη με το ποινικό άδικο της απείθειας που αποτυπώνεται στην επαπειλούμενη ποινή του ά. 169 ΠΚ, αδυνατεί να εξηγήσει: α) Ποιά είναι η ειδική σημασία της δράσης της ΔΕΑΒ ως δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να δικαιολογείται επαύξηση του αξιοποίνου της απείθειας εκ της μη παροχής συνδρομής στην υπηρεσία αυτή. β) Ποιά είναι η αναγκαιότητα, πέραν της επαύξησης του ορίου της στερητικής της ελευθερίας ποινής, και της πρόβλεψης χρηματικής ποινής και μάλιστα σωρευτικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις.
ii) Η μη συμμετοχή σε σύσκεψη του αρμοδίου Εισαγγελέα ή της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, η μη υπακοή σε εκτέλεση αποφασισθέντων μέτρων και η παραβίαση των όρων εκτέλεσης (ά. 41Δ παρ. 2 του ν. 2725/1999)
- Κατά την παρ. 2 του ά. 41Δ του ν. 2725/1999 ορίζεται υποχρέωση των αθλητικών σωματείων, αθλητικών ανωνύμων εταιρειών ή τμημάτων αμειβομένων αθλητών να συμμετέχουν σε συσκέψεις του Εισαγγελέα ή της αστυνομίας σε συνεργασία με την ΔΕΑΒ, με τα εκεί περιγραφόμενα θέματα που αποσκοπούν στην ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών συναντήσεων. Στην παρ. 3 του ά. 41Δ περιγράφονται οι ποινικές συνέπειες από την παραβίαση αυτής της απαγόρευσης ως εξής:
Όποιο μέλος της διοίκησης αθλητικού σωματείου, Τ.Α.Α., Α.Α.Ε. ή συνδέσμου φιλάθλων ή εκπρόσωπος των φορέων αυτών δεν προσέρχεται στις συσκέψεις που συγκαλεί ο αρμόδιος για τον αθλητισμό Εισαγγελέας ή ο κατά τόπον αρμόδιος Εισαγγελέας ή η αρμόδια αστυνομική αρχή ή δεν υπακούει σε νόμιμη πρόσκληση υπαλλήλου ή αρχής που εκτελεί τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου ή παραβιάζει τους όρους εκτέλεσής τους τιμωρείται:
α) με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών, β) με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η ανυπακοή ή η παραβίαση είχε επακόλουθο την πρόκληση εκτεταμένων φθορών ξένης ιδιοκτησίας, γ) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών αν η ανυπακοή ή η παραβίαση είχε επακόλουθο την πρόκληση σωματικής βλάβης, δ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου γ΄ επήλθε θάνατος.
- Πρόκειται κατ’ αρχάς για ένα έγκλημα πολύτροπο[28], το οποίο μπορεί να λάβει χώρα σε τρεις περιπτώσεις: Με την μη προσέλευση σε σύσκεψη του αρμοδίου εισαγγελέα ή αστυνομικής αρχής, με την μη υπακοή σε νόμιμη πρόσκληση υπαλλήλου που εκτελεί τα αποφασισθέντα μέτρα και με την μη εκτέλεση των μέτρων που έχουν αποφασιστεί. Η διάταξη αυτή, η οποία έχει θεσπιστεί από το 2004, δεν έχει τύχει πρακτικής εφαρμογής, και είναι προβληματική για τους εξής λόγους: Στην πρώτη υπό α) περίπτωση περιγράφεται μια ειδική περίπτωση απείθειας[29]. Στις υπόλοιπες, υπό β) γ) και δ) περιπτώσεις περιγράφεται το αξιόποινο μιας συμπεριφοράς κατά τρόπο αντίθετο στο ποινικό δόγμα. Ειδικότερα ο νομοθέτης χρησιμοποιώντας την φράση «είχε ως επακόλουθο» φαίνεται ότι είχε υπόψιν του την δομή του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος[30] και θεώρησε ορθό να προχωρήσει σε επαύξηση του αξιοποίνου σε αναλογία προς την βαρύτητα του περαιτέρω αποτελέσματος. Η τυποποίηση ωστόσο αυτή δεν έχει λάβει ορθώς υπόψιν της τις δυο βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ά. 29 ΠΚ, δηλαδή α) την ανάγκη το περαιτέρω αποτέλεσμα να στοιχειοθετεί αυτοτελές αδίκημα τιμωρούμενο εξ αμελείας, ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή n.c.n.p.s.l. εν όψει του ά. 26 ΠΚ[31] και β) την ανάγκη ύπαρξης συνάφειας μεταξύ του βασικού αδικήματος που τελείται εκ δόλου, και του περαιτέρω αποτελέσματος που τελείται εξ αμελείας[32].
- Λαμβανομένων υπόψιν των βασικών αυτών αρχών παρατηρούμε ότι στην υπό β) περίπτωση, το περαιτέρω αξιόποινο αποτέλεσμα (η «πρόκληση εκτεταμένων φθορών ξένης ιδιοκτησίας») δεν τυποποιείται αυτοτελώς ως ποινικό άδικο εξ αμελείας. Κατά συνέπεια η περίπτωση β) μόνον ως επιβαρυντική περίσταση της περίπτωσης α) δύναται να νοείται, καθώς διαφορετικά θα παραβιάζεται η αρχή n.c.n.p.s.l. Κατά συνέπεια η πρόκληση εκτεταμένων φθορών ξένης ιδιοκτησίας να πρέπει τελικώς να καλύπτεται από τον δόλο του δράστη[33]. Παρατηρούμε τότε ότι ο νομοθέτης καταλήγει τελικώς, χωρίς προφανώς να το θέλει[34], να έχει θεσπίσει μια προνομιούχο μορφή φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, καθώς το άδικο του ά. 381 ΠΚ εξομοιώνεται με την εκτεταμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η οποία μάλιστα έχει τελεστεί εν προκειμένω σε συνέχεια της ειδικής αυτής περίπτωσης απείθειας.
- Επιπλέον και στις τρεις περιπτώσεις β) γ) και δ), δεν λαμβάνεται πάντοτε υπόψιν η δεύτερη βασική αρχή των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων, δηλαδή η αντικειμενική συνάφεια κινδύνου μεταξύ της δόλιας πράξης και της επέλευσης του περαιτέρω αποτελέσματος. Επομένως σε ό,τι αφορά στην πρώτη μορφή αυτής της ειδικής απείθειας, δηλαδή την μη συμμετοχή σε σύσκεψη που συγκαλείται από τον Εισαγγελέα ή την αστυνομία, αυτή εξ αντικειμένου απέχει χρονικά από το περιγραφόμενο σε όλες τις υπό β) γ) δ) περιπτώσεις αποτέλεσμα τόσο πολύ, ώστε το περαιτέρω προκληθέν αποτέλεσμα να μην μπορεί να της καταλογιστεί[35]. Στις υπόλοιπες δύο περιπτώσεις της ειδικής αυτής «απείθειας» (δηλαδή στην μη υπακοή σε πρόσκληση υπαλλήλου και στην παραβίαση των όρων εκτέλεσης της απόφασης για την ορθή διεξαγωγή του αγώνα) συμβαίνει όντως το βασικό αδίκημα να εμπεριέχει συγχρόνως «την αντικειμενική παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας» του εξ αμελείας εγκλήματος που συνιστά το βαρύτερο αποτέλεσμα, ώστε να είναι κατ’ αρχάς αντικειμενικά νοητό ως τέτοιο[36].
- Και στις δυο αυτές περιπτώσεις ωστόσο απείθειας, η εδώ τυποποιηθείσα ως ποινικά άδικη συμπεριφορά δεν είναι απαλλαγμένη προβλημάτων. Είδαμε ότι η περίπτωση β) δεν νοείται ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα. Απομένουν έτσι οι περιπτώσεις γ) και δ). Παρατηρούμε τότε ότι στην μεν περίπτωση γ) θα πρόκειται για ένα μη γνήσιο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, το οποίο θα μπορεί να τελεστεί και με δόλο. Κι αυτό, γιατί η συρροή της δόλιας απλής σωματικής βλάβης (ά. 308 ΠΚ) με το βασικό αδίκημα της περίπτωσης α) θα καταλήγει σε μικρότερο άδικο από την εφαρμογή της υπό εξέταση περίπτωσης γ). Κατά συνέπεια, εάν δεχόμασταν ότι ως προς το περαιτέρω αποτέλεσμα μόνον αμέλεια μπορεί να υπάρξει, τότε θα «συνέφερε» τον δράστη να επικαλεστεί ως προς το αποτέλεσμα αυτό δόλο, και να τιμωρηθεί για την συρροή του ά. 308 ΠΚ με την ειδική αυτή «απείθεια» της περ. α), πράγμα βεβαίως άτοπο[37]. Προβληματική από πλευράς καταλογισμού είναι εξάλλου και η κατασκευή που επιχειρείται στην περίπτωση δ), δηλαδή η τιμώρηση της επέλευσης ενός περαιτέρω αποτελέσματος σε σχέση με ένα (ήδη υπάρχον) εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, το οποίο χρησιμοποιείται ως βασικό αδίκημα. Η κατασκευή είναι προβληματική κατ’ αρχάς συγκρινόμενη με το ά. 311 ΠΚ, στο οποίο ως βασικό αδίκημα νοείται μόνον η σωματική βλάβη που τελείται με δόλο. Κατά συνέπεια η τιμώρηση στην περίπτωση δ) με το ίδιο πλαίσιο ποινής φαίνεται να αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς ο εξ αμελείας θάνατος ως απώτερο αποτέλεσμα μιας απείθειας εξισώνεται απαξιολογικά με εκείνο που είναι αποτέλεσμα μιας σωματικής βλάβης. Εξ άλλου, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν νοείται de lege lata συνολικώς βασικό έγκλημα αμέλειας σε εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα[38] δεν θα πρέπει να νοείται και μερικώς αλλά να εξετάζεται απευθείας η συνάφεια κινδύνου μεταξύ δόλιας πράξης και περαιτέρω αμελούς αποτελέσματος. Γι αυτό και τελικώς η περίπτωση δ) νοείται μόνον όταν το περιγραφόμενο στην περ. γ) περαιτέρω αποτέλεσμα καλύπτεται από τον δόλο του δράστη, εν όψει ακριβώς του χαρακτήρα της περ γ) ως μη γνησίου εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος[39].
- Συμπερασματικά στις περιπτώσεις β), γ) και δ) του ά. 41Δ του ν. 2725/1999 επιχειρείται ανεπιτυχώς η τυποποίηση της αξιόποινης συμπεριφοράς ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος. Άλλες φορές φαίνεται να επανεισάγεται η μεσαιωνική αρχή του κανονικού εκκλησιαστικού δικαίου «versanti in re illicita imputantur omnia quae sequuntur ex delicto»[40], άλλες φορές να μη λαμβάνονται υπόψιν οι βασικοί κανόνες του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος στο ά. 29 ΠΚ, και άλλοτε ο νομοθέτης εμφανίζεται να αγνοεί το πλαίσιο ποινής εγκλημάτων του ειδικού μέρους του ποινικού κώδικα. Στις περιπτώσεις που θεωρητικά το ά. 29 ΠΚ μπορεί να βρει εφαρμογή, και πάλι εφαρμόζεται στην «μη γνήσια» μορφή του.
β) Ποινικές διατάξεις σχετικές με το οπαδικό συνεταιρίζεσθαι
i) Εισαγωγικά
- Το ά. 41Β εισήχθη στον αθλητικό νόμο με τον ν. 3057/2002 και έκτοτε τροποποιήθηκε τρεις φορές άμεσα (3262/2004, 3708/2008, 4049/2012) και μία φορά έμμεσα, με τον ν. 4326/2015 και την Υπουργική Απόφαση 373500/21704/3694 (ΦΕΚ Β 2903/31.12.2015). Οι αιτιολογικές εκθέσεις όλων αυτών των νόμων, όταν κατετέθησαν συνοδεύοντας το αντίστοιχο εκάστοτε υπό ψήφιση νομοσχέδιο, τόνιζαν στο προοίμιό τους την ανάγκη αντιμετώπισης της βίας στις αθλητικές συναντήσεις, εκκινώντας κατά βάση από το ποδόσφαιρο. Προκρίθηκε έτσι θέσπιση διατάξεων ρύθμισης του οπαδικού συνεταιρίζεσθαι, οι οποίες ξεκίνησαν από την διαμόρφωση του πλαισίου ελεύθερης οργάνωσης των φιλάθλων – οπαδών σε συνδέσμους, και κατέληξαν στην κατάργηση των συνδέσμων και στην λειτουργία μόνον «λεσχών φίλων» μιας ομάδας, υπό την αιγίδα μάλιστα του ίδιου του σωματείου[41]. Ο λόγος ύπαρξης των διαφόρων συλλογικών μορφών οπαδικής δράσης κατά κανόνα εντοπίζεται στην βούληση των ομάδων να έρχονται ευκολότερα σε επαφή με τους υποστηρικτές τους, που στην περίπτωση του επαγγελματικού αθλητισμού είναι και οι κατεξοχήν «πελάτες» τους. Αυτό εκφράζεται συχνά με την διάθεση εισιτηρίων σε ειδικές «προνομιακές» τιμές σε συλλόγους οπαδών. Οι κατ’ εξοχήν ποινικές διατάξεις που θα εξεταστούν ακολούθως και αφορούν στο «οπαδικό συνεταιρίζεσθαι», είναι το ά. 3 του ν. 4326/2015, με το οποίο ποινικοποιήθηκε το πρώτον η διάθεση εισιτηρίων σε μη αναγνωρισμένη συλλογική μορφή οπαδών, και η πάρ. 8 του ά. 41Δ του ν. 2725/1999, με την οποία περιγράφονται οι προϋποθέσεις του αξιοποίνου μιας οργανωμένης προσέλευσης ή αποχώρησής οπαδών από και προς μια αθλητική συνάντηση. Έμφαση θα δοθεί στην δεύτερη περίπτωση.
ii. Ο ποινικός κολασμός της διάθεσης εισιτηρίων σε οποιαδήποτε ένωση προσώπων πλην των νομίμων στη λειτουργία τους λεσχών (ά. 3 του ν. 4326/2015)
- Το αξιόποινο της εν λόγω συμπεριφοράς εισήχθη με το ά. 3 του ν. 4326/2015, το οποίο αρχικώς περιγράφει την απαγόρευση και εν συνεχεία τις ποινικές συνέπειες από την παραβίασή της ως εξής, στις ακόλουθες παραγράφους του:
1 Από τη δημοσίευση του παρόντος, απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση εισιτηρίων στις λέσχες του άρθρου 41Β του Ν. 2725/1999, όπως ισχύει, οι οποίες δεν λειτουργούν νομίμως, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις της παραπάνω διατάξεως, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη ομάδα προσώπων ή σύνδεσμο φιλάθλων ή σωματείο ή άλλη συλλογικότητα, οποιασδήποτε νομικής ή μη μορφής της.
2 Σε περίπτωση παράβασης της ανωτέρω απαγόρευσης από Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε., πέραν των άλλων συνεπειών, ποινών και κυρώσεων που ορίζονται στο νόμο, κάθε μέλος της διοίκησης του κατά περίπτωση υπαίτιου Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε. τιμωρείται, ακόμη και αν το αδίκημα τελείται από αμέλεια, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Για τον καθορισμό του ύψους των ανωτέρω ποινών τόσο της φυλάκισης όσο και της χρηματικής, λαμβάνεται υπόψη η ένταση του δόλου ή ο βαθμός αμέλειας του υπαιτίου.
3 Το αδίκημα του παρόντος άρθρου διώκεται αυτεπαγγέλτως και οι επιβαλλόμενες για την τέλεση του ποινές δεν αναστέλλονται ούτε μετατρέπονται. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης και η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή της. Σε εξαιρετικές όμως περιπτώσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να διατάξει, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, την αναστολή εκτέλεσης. Δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η χορήγηση προθεσμίας για την καταβολή της χρηματικής ποινής σε δόσεις ή η έκτιση της με παροχή κοινωφελούς εργασίας, μη εφαρμοζομένων των παραγράφων 4 έως και 8 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα.
- Το αδίκημα όπως περιγράφεται είναι ιδιαίτερο[42] και αφορά τα μέλη του Τ.Α.Α. η της Α.Α.Ε., εφόσον διαθέσουν εισιτήρια σε λέσχες φιλάθλων ή σε κάθε είδους συλλογικότητα που «δεν λειτουργεί νομίμως». Η νόμιμη λειτουργία της λέσχης φίλων περιγράφεται στα ά. 41Β του ν. 2725/1999 και εξειδικεύεται πλέον στην Υπουργική Απόφαση 373500/21704/3694 (ΦΕΚ Β 2903/31.12.2015). Από την σύντομη επισκόπηση της νέας αυτής ποινικής διάταξης της απαγόρευσης διάθεσης εισιτηρίων σε μη νομίμως λειτουργούσες λέσχες φίλων προκύπτει ωστόσο ο προβληματικός της χαρακτήρας για τους εξής λόγους:
α) Η διάταξη αυτή καθιερώνει κατά τρόπο δογματικά καινοφανή κοινό πλαίσιο ποινής για αδικήματα δόλου και αμέλειας (!) τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικής ποινής 10000 Ευρώ. Έτσι ο δόλος από στοιχείο του αδίκου (κατ’ άλλους της ενοχής), κατά τρόπο πρωτόγνωρο υποβιβάζεται σε στοιχείο επιμέτρησης της ποινής[43]! Έτσι η διάταξη τυποποιεί ένα «βασικό αδίκημα αμέλειας» και υποβιβάζει τον δόλο στο επίπεδο της επιμέτρησης της ποινής! Καθίσταται έτσι επιπλέον προβληματική η εφαρμογή στην ειδική αυτή ποινική υπόσταση των διατάξεων της απόπειρας και της συμμετοχής και γενικότερα βασικών αρχών του ποινικού δόγματος. Υπ’ αυτή την έννοια τελικώς καταστρατηγείται η διάκριση μεταξύ δόλου και αμέλειας και παραβιάζεται και το ά. 26 ΠΚ, κατά το οποίο τα πλημμελήματα που τελούνται εξ αμελείας τιμωρούνται μόνον εξαιρετικά. Εν τέλει η θεώρηση καταλήγει αντικείμενη στο αξίωμα καμία ποινή άνευ ενοχής[44].
β) Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το κατώτατο όριο ποινής, το οποίο θα βρίσκει εφαρμογή στα αδικήματα εξ αμελείας, ειναι φυλάκιση έξι μηνών και χρηματική ποινή 10000 Ευρώ. Έτσι ωστόσο η διάταξη αντιτίθεται σαφώς και στην αρχή της αναλογικότητας, και καταλήγει τελικώς να είναι αντισυνταγματική, καθώς προβλέπει ποινή διπλάσια από την επαπειλούμενη στην ανθρωποκτονία εξ αμελείας[45]! Σε ένα δεύτερο μάλιστα επίπεδο η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται και εν όψει της έλλειψης διάκρισης μεταξύ μιας μη νομίμως λειτουργούσας για ουσιαστικούς λόγους και μιας για καθαρά τυπικούς λόγους λέσχης φίλων.
γ) Όπως και σε άλλα αδικήματα αθλητικής βίας η διάταξη αυτή καθιερώνει σε δικονομικό επίπεδο εξαίρεση τόσο από τα ά. 99 επ. και 82 ΠΚ όσο και από την απρόσκοπτη εφαρμογή του ά. 497 ΚΠΔ. Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, η μετατροπή της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και ο ανασταλτικός χαρακτήρας του ενδίκου μέσου της έφεσης θεσπίζονται εν όψει μιας συναξιολόγησης του εγκληματικού αδίκου και της προσωπικότητας του δράστη. Η προβλεπόμενη εξαίρεση είναι αντίθετη τόσο στην αρχή της αναλογικότητας όσο και, στην περίπτωση του ά. 497 ΚΠΔ, στην αναγκαιότητα επίτευξης ενός στόχου με αυτά τα μέσα. Η αντίθεση είναι εμφανής και εν όψει και του ενδεχόμενου χαρακτήρα του αδικήματος ως εξ αμελείας τελουμένου! Συνεπώς το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να βρει εφαρμογή, καθώς κείται εκτός βασικών αρχών του ποινικού δικαίου.
iii) Η ποινικοποίηση της οργανωμένης μετακίνησης οπαδών (ά. 41Δ παρ. 8 του ν. 2725/1999)
- Η άλλη μορφή ποινικά κολάσιμης πράξης που θα εξεταστεί στο πλαίσιο του οπαδικού συνεταιρίζεσθαι είναι η προβλεπόμενη στο ά. 41Δ παραβίαση της απαγόρευσης οργανωμένης μετακίνησης οπαδών. Σημειωτέον ότι αρχικά, με τον ν. 3708/2008, είχε εισαχθεί στο ά. 41Β του αθλητικού νόμου ως απαγόρευση στους διοικούντες το αθλητικό σωματείο να διοργανώνουν τη μετάβαση των οργανωμένων οπαδών τους μισθώνοντας το μεταφορικό τους μέσον[46]. Πλέον, μετά τον ν. 4049/2012, η απαγόρευση δεν αναφέρεται στην μετακίνηση οργανωμένων οπαδών, αλλά στην οργανωμένη μετακίνηση οπαδών. Ειδικότερα η παρ. 8 του ά. 41Δ του ν. 2725/1999 έχει ως εξής:
α) Τα αθλητικά σωματεία, Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α. οφείλουν να μισθώνουν το μαζικό μέσο μεταφοράς που πρόκειται να χρησιμοποιήσουν οι οπαδοί τους μέλη Λεσχών Φίλων, προκειμένου να προσέλθουν ή να αποχωρήσουν οργανωμένα από μία αθλητική συνάντηση. Ως οργανωμένη μετακίνηση νοείται και η καθ` οιονδήποτε τρόπο οργάνωση ταυτόχρονης μετακίνησης με περισσότερα μεταφορικά μέσα ιδιωτών, αν η έκταση και η μορφή της μετακίνησης αυτής προσιδιάζει σε μαζική μετακίνηση οπαδών για την παρακολούθηση αθλητικής συνάντησης της ομάδας τους σε αντίπαλη έδρα. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, ύστερα από γνώμη της Δ.Ε.Α.Β. και της ΕΛ.ΑΣ., μπορεί, εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι διαφύλαξης της δημόσιας τάξης, να απαγορεύεται η οργανωμένη μετακίνηση φιλάθλων. Κατά τις μετακινήσεις αυτές το οικείο αθλητικό σωματείο, Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α. διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό ασφαλείας, το οποίο επιβαίνει στο ως άνω μαζικό μέσο μεταφοράς για τη συνοδεία των φιλάθλων. Η αναλογία του αριθμού του προσωπικού ασφαλείας με τους ανά μεταφορικό μέσο μετακινούμενους φιλάθλους δεν επιτρέπεται, σε κάθε περίπτωση, να είναι μικρότερη του 1:20. Ο φορέας εκμετάλλευσης μαζικού μέσου μεταφοράς υποχρεούται να αρνείται τη χρήση του για τον ανωτέρω σκοπό, εφόσον δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισμού και Τουρισμού, προσδιορίζονται τα μαζικά μέσα μεταφοράς για τα οποία ισχύει η εν λόγω υποχρέωση, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο μιας τέτοιας σύμβασης, οι αναγκαίες εγγυήσεις για τη μη φθορά του μαζικού μέσου και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
β) Η διενέργεια οργανωμένης μετακίνησης οπαδών από μη δικαιούμενους προς τούτο ή η παραβίαση της απαγόρευσης οργανωμένης μετακίνησης επισύρει για τον διοργανωτή της μετακίνησης, τον ιδιοκτήτη, εφόσον γνώριζε ότι διαθέτει το μεταφορικό του μέσο για παρανόμως οργανωθείσα μετακίνηση, το μισθωτή του μεταφορικού μέσου και τον οδηγό αυτού ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή. Αν η συντελεσθείσα παράνομη μετακίνηση έχει ως συνέπεια τη δημιουργία σοβαρών επεισοδίων ή άλλων πράξεων βίας που τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 41 ΣΤ του ν. 2725/1999, ο διοργανωτής της μετακίνησης και ο χρήστης του μεταφορικού μέσου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Οι εν γνώσει τους μετέχοντες σε παράνομα οργανωμένη μετακίνηση οπαδών τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους και χρηματική ποινή. Σε περίπτωση υποτροπής ή εάν κατά την μετακίνηση βρέθηκαν όπλα, εύφλεκτες ύλες, εκρηκτικά, ναρκωτικές ουσίες και γενικώς αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής αθλητικής εκδήλωσης, η ποινή που επιβάλλεται στους κατέχοντες αυτά για τις πράξεις των προηγούμενων περιπτώσεων δεν μετατρέπεται σε χρηματική, δεν αναστέλλεται και δεν συγχωνεύεται με ποινές που επιβάλλονται για άλλες πράξεις.
- Πρόκειται επομένως για ένα έγκλημα πολύτροπο[47], καθώς ποινικοποιείται τόσο α) η διενέργεια μιας αρχικώς επιτρεπόμενης οργανωμένης μετακίνησης οπαδών, η οποία διεξάγεται από «μη δικαιούμενους» (όπως κατά λέξη αναφέρεται) προς τούτο, όσο και β) η διενέργεια μιας εξ αρχής απαγορευμένης μετακίνησης οπαδών. Υποκείμενο του εγκλήματος του ά. 41Δ παρ. 8 του ν. 2725/1999 είναι οποιοσδήποτε οργανώνει ή διενεργεί την απαγορευμένη μετακίνηση, ώστε να πρόκειται κατ’ αρχάς για έγκλημα κοινό, ενώ επιπλέον τιμωρείται ο ιδιοκτήτης του μέσου, ο μισθωτής και ο οδηγός, εφόσον διέθεταν το μέσον εν γνώσει της απαγόρευσης. Παράλληλα τιμωρείται και η απλή συμμετοχή σε οργανωμένη μετακίνηση με μικρότερη ποινή (φυλάκιση μέχρις ενός έτους και χρηματική ποινή), εφόσον αυτή τελείται εν γνώσει του παρανόμου χαρακτήρα της μετακίνησης. Από την ανωτέρω περιγραφή της ειδικής υπόστασης, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των περιπτώσεων α) και β), έπεται ότι ποινικοποιείται η παραβίαση της απαγόρευσης οργανωμένης μετακίνησης οπαδών και όχι της μετακίνησης «οργανωμένων οπαδών». Παρ’ όλα αυτά στην περ α), όπου και προσδιορίζεται η έννοια της οργανωμένης μετακίνησης, ο νομοθέτης φαίνεται να διακρίνει μεταξύ της μετακίνησης μελών των λεσχών φίλων (δηλαδή των «οργανωμένων», θα λέγαμε, οπαδών) και της μετακίνησης των απλών μεμονωμένων οπαδών. Ο λόγος θα εξηγηθεί ακολούθως.
- Η έννοια της οργανωμένης μετακίνησης προσδιορίζεται στην παρ. 8 περ. α του ά. 41Δ του ν. 2725/1999 και δύναται να έχει δύο μορφές. Στην πρώτη της μορφή πραγματοποιείται από μέλη λεσχών φίλων με μαζικό μέσον μεταφοράς, το οποίο υποχρεωτικά μισθώνεται από το αθλητικό σωματείο. Στην δεύτερη περίπτωση η οργανωμένη μετακίνηση ενδέχεται να διενεργείται και αυτοβούλως από ιδιώτες οπαδούς, με τα δικά τους μεταφορικά μέσα, εφόσον έχει χαρακτήρα μαζικής μετακίνησης. Και στις δυο περιπτώσεις επομένως βασικό χαρακτηριστικό της οργανωμένης μετακίνησης είναι η μαζικότητά της. Η «οργανωμένη μετακίνηση» είναι επομένως έννοια τυπολογική, στον σημασιολογικό πυρήνα της οποίας, ως βασικές συστατικές της έννοιες, βρίσκονται η μαζικότητα της μετακίνησης και η οργάνωση των οπαδών[48]. Όσο περισσότερο ενδεικνύεται η ύπαρξη των εν λόγω «συστατικών» της, τόσο εναργέστερα καταφάσκεται ο οργανωμένος χαρακτήρας της μετακίνησης[49]. Από τη στιγμή που και οι δυο έννοιες τοποθετούνται στο σημασιολογικό πυρήνα της οργανωμένης μετακίνησης, δεν απαιτείται η διαπίστωσή τους στην ίδια ένταση. Όσο πιο «οργανωμένοι» είναι οι οπαδοί, τόσο λιγότερο «μαζική» απαιτείται να είναι η μετάβασή τους, προκειμένου να θεωρηθεί κι αυτή «οργανωμένη». Και αντιστοίχως όσο πιο «τυχαία» είναι η συνύπαρξή τους, τόσο πιο «μαζική» πρέπει να είναι η μετακίνησή τους, για να θεωρηθεί οργανωμένη[50].
- Κατά συνέπεια, καθώς η δεύτερη περίπτωση της έννοιας της οργανωμένης μετακίνησης, η οποία αφορά σε όλους τους οπαδούς, δεν εμπεριέχει πάντοτε και την πρώτη, η οποία αφορά στους «οργανωμένους» σε λέσχες φίλων οπαδούς, προκύπτει ότι δεν είναι απαραίτητο η μετακίνηση των οπαδών να διοργανώνεται με χρήματα ή φροντίδα του αθλητικού σωματείου, όπως απαιτείτο στο προγενέστερο ά. 41Β, ώστε τελικώς να διευρύνεται η έννοια της οργανωμένης μετακίνησης και αντιστοίχως και η έκταση της απαγόρευσης αυτής. Η μαζικότητα δηλαδή της μετακίνησης, που απαιτείται στην δεύτερη περίπτωση, δεν εξομοιούται με την μετακίνηση με μαζικό μέσο, που προβλέπεται στην πρώτη. Αυτό εξηγείται εν όψει της ιδιότητας των μετεχόντων στην μετακίνηση της πρώτης περίπτωσης ως οργανωμένων οπαδών.
- Σε αντιστοιχία με την έννοια της οργανωμένης μετακίνησης τυπολογικά προσεγγίζεται και η έννοια του «οπαδού». Βασικό στοιχείο του οπαδού ενός αθλητικού σωματείου, που τον διακρίνει από τον «απλό φίλαθλο» ή «συμπαθούντα το σωματείο» είναι η εξωτερίκευση της υποστήριξης προς το αθλητικό σωματείο και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση[51]. Από το γράμμα της παρ. 8α («παρακολούθηση αθλητικής συνάντησης της ομάδας τους σε αντίπαλη έδρα») προκύπτει και η περαιτέρω ανάγκη σύνδεσης του «οπαδού» του ά. 41Δ του Ν. 2725/1999 με κάποιο ομαδικό άθλημα. Η ένταση της εξωτερίκευσης είναι εμπειρικά ad hoc διαπιστώσιμη. Όσο πιο εμφανής είναι η υποστήριξη κάποιου προς ένα αθλητικό σωματείο, τόσο εναργέστερα ενδεικνύεται η τυπολογική έννοια του οπαδού, ο οποίος μεταβαίνει από και προς μια αθλητική συνάντηση.
- Δεν υφίσταται κατά συνέπεια «οργανωμένη μετακίνηση οπαδών» στην υποθετική περίπτωση κατά την οποίαν ιδιώτες, με περισσότερα μεταφορικά μέσα μετακινούνται για την παρακολούθηση αθλητικής συνάντησης της ομάδας τους σε αντίπαλη έδρα χωρίς κανένα διακριτικό στοιχείο του αθλητικού σωματείου και χωρίς καμία εξωτερίκευση της υποστήριξής τους προς αυτό. Σε αυτή την περίπτωση η μορφή της μετακίνησης δεν προσιδιάζει «σε μαζική μετακίνηση οπαδών», και δεν δύναται ούτε και επιτρέπεται να διακριθεί από οποιασδήποτε μορφής μετακίνηση[52]. Σε ιδιώτες, οι οποίοι δεν εξωτερικεύουν την υποστήριξή τους προς ένα αθλητικό σωματείο, και επομένως δεν συμπεριφέρονται ως οπαδοί, δεν νοείται απαγόρευση μετακίνησής τους για να παρακολουθήσουν αθλητικό αγώνα[53].
- Η πρώτη μορφή της απαγορευμένης συμπεριφοράς αφορά στην αρχικώς επιτρεπόμενη μετακίνηση οπαδών, η οποία διενεργείται από πρόσωπο που δεν έχει δικαίωμα προς τούτο. «Μη δικαιούμενος» με την έννοια της παρ. 8β του ά. 41Δ μπορεί κανείς να είναι τόσο εξ αρχής, εφόσον δεν είναι επαγγελματίας στον χώρο των μεταφορών και ως ιδιώτης μεταφέρει παράνομα (μεταξύ άλλων και) οργανωμένους φιλάθλους, όσο και εν συνεχεία, εφόσον ως επαγγελματίας και κατ’ αρχάς δικαιούμενος σε διενέργεια μετακίνησης οργανωμένων οπαδών δεν συμμορφώνεται με τις επιτασσόμενες στην παρ. 8 περ. α του ά. 41Δ επιταγές και προφυλάξεις ασφαλούς μεταφοράς των οργανωμένων οπαδών.
- Η δεύτερη προβλεπόμενη περίπτωση απαγορευμένης συμπεριφοράς σχετικής με την διενέργεια μετακίνησης οπαδών καλύπτει όλους τους οπαδούς, οργανωμένους και μη, και συνίσταται στην παραβίαση της απαγόρευσης οργανωμένης μετακίνησής τους. Ο Υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού αποφασίζει την απαγόρευση ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Δ.Ε.Α.Β. και της ΕΛ.ΑΣ. και μόνον εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι διαφύλαξης της δημόσιας τάξης. Η ανάγκη τήρησης και διαφύλαξης της «δημόσιας τάξης», αποτελεί τη μόνη αντικειμενικά ελέγξιμη προϋπόθεση απαγόρευσης της μετακίνησης οπαδών σύμφωνα με το ά. 41Δ παρ. 8α του Ν. 2725/1999.
- Ειδικότερα για τις περιπτώσεις της διενέργειας παράνομης μετακίνησης και της εν γνώσει διάθεσης του μεταφορικού μέσου από τον ιδιοκτήτη, μισθωτή ή οδηγό του, εφόσον συνεπεία της μετακίνησης έλαβαν χώρα επεισόδια ή άλλες πράξεις αθλητικής βίας, σύμφωνα με το ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999, «ο διοργανωτής της μετακίνησης και ο χρήστης του μεταφορικού μέσου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Για μια ακόμα φορά, νομοτεχνικά η διάταξη φαίνεται το πρώτον να είναι καταστρωμένη ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, το οποίο ωστόσο να δύναται να τελεστεί μόνον από την πρώτη κατηγορία δραστών της παρ. 8β του ά. 41Δ του Ν. 2725/1999, δηλαδή όχι από τους απλώς μετέχοντες στην παράνομη μετάβαση οπαδούς.
- Ως περαιτέρω αποτέλεσμα, η επέλευση του οποίου δικαιολογεί την αυξημένη τιμώρηση του δράστη του βασικού εγκλήματος, προβλέπονται, είτε η δημιουργία σοβαρών επεισοδίων είτε οι πράξεις βίας του ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999. Σε καμία ωστόσο από τις δύο περιπτώσεις δεν τυποποιείται πλήρες εξ αμελείας έγκλημα, όπως κατά την ορθότερη άποψη απαιτείται προκειμένου να υπάρχει το «συγκεκριμένο αποτέλεσμα» του ά. 29 ΠΚ[54]. Αυτό είναι σαφές ως προς την πρώτη περίπτωση («πρόκληση επεισοδίων»). Αλλά και στην δεύτερη περίπτωση, εκ της ρήτρας επικουρικότητας του ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999, η οποία επιβεβαιώνεται και κατά την σύγκριση των πλαισίων ποινών του ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999 με το ά. 314 ΠΚ, συνάγεται ότι μόνη η αναφορά στα εγκλήματα βίας του ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999[55] δεν αρκεί για την θεώρηση της εξ αμελείας σωματικής βλάβης ως «συγκεκριμένο αποτέλεσμα» στο πλαίσιο του ά. 41Δ παρ. 8β του Ν. 2725/1999. Επομένως δεν μπορεί να βρει εφαρμογή το ά. 29 ΠΚ, αλλά στην πραγματικότητα θα πρόκειται για επιβαρυντική περίσταση του βασικού εγκλήματος. Εξ αυτού συνάγεται ότι ο διοργανωτής της μετακίνησης ή ο χρήστης του μεταφορικού μέσου απαιτείται να έχουν τουλάχιστον δόλο ως προς την επέλευση του περαιτέρω αποτελέσματος[56]
- Εκ της συγκρίσεως των επιβαρυντικών περιστάσεων προκύπτει επίσης ότι η πρόκληση σοβαρών επεισοδίων γίνεται αντιληπτή ως βλάβη ή άμεσος κίνδυνος για μια σειρά από ατομικά έννομα αγαθά, για πράξεις δηλαδή, ως προς τις οποίες οι πράξεις βίας του ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999 φαίνεται να έχουν επικουρικό χαρακτήρα[57]. Ως εκ τούτου η αυτοτέλεια του ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999 έναντι της ετέρας επιβαρυντικής περίστασης καθίσταται προβληματική, και μάλιστα ακόμα κι αν η εφαρμογή του ά. 41ΣΤ περιοριστεί σε πράξεις αυστηρά εντός του αγωνιστικού χώρου, καθώς φαίνεται να εξισώνονται απαξιολογικά δύο διατάξεις, η μία εκ των οποίων προβλέπεται ως επικουρική της άλλης! Η ορθή εφαρμογή του ά. 41Δ παρ. 8β του Ν. 2725/1999 υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, επιτάσσει την εφαρμογή της επιβαρυντικής περίστασης μόνον όταν επ’ αφορμής του αθλητικού γεγονότος και συνεπεία της μετακίνησης λαμβάνουν χώρα σοβαρά επεισόδια, ήτοι πράξεις, προς τις οποίες το ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999 έχει χαρακτήρα επικουρικό.
- Περαιτέρω η παρ. 8 περ. β του ν. 2725/1999 προβλέπει και επαχθή δικονομικά μέτρα, σε περιπτώσεις υποτροπής, ή εάν κατά την παράνομη μετακίνηση οπαδών βρέθηκαν όπλα, εύφλεκτες ύλες, εκρηκτικά, ναρκωτικές ουσίες και «γενικώς αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής αθλητικής εκδήλωσης», καθώς η ποινή που επιβάλλεται «δεν μετατρέπεται σε χρηματική, δεν αναστέλλεται και δεν συγχωνεύεται με ποινές που επιβάλλονται για άλλες πράξεις». Όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη έχει τον χαρακτήρα αμάχητου τεκμηρίου περί μη εφαρμογής των προϋποθέσεων των ά. 471, 497 ΚΠΔ. Πρόκειται για δικονομική διάταξη, οι ουσιαστικές συνέπειες της οποίας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τον κατηγορούμενο, με αποτέλεσμα η εν λόγω άκριτη θέσπισή της να καθίσταται προβληματική. Αυτό γίνεται αντιληπτό εάν κανείς αναλογιστεί την πληθώρα ποινικών διατάξεων μεγαλύτερης απαξίας και σαφώς αυστηρότερου πλαισίου ποινής, στις οποίες οι εν λόγω συνέπειες δεν ισχύουν, ιδίως μάλιστα την πλειοψηφία των εγκλημάτων που δύνανται να πληρούνται παράλληλα με το ά. 41Δ παρ. 8β του Ν. 2725/1999, όταν συντρέχουν οι εκεί προϋποθέσεις.
- Η αντικειμενική δυσκολία συμβιβασμού τέτοιων διατάξεων εξαίρεσης των προϋποθέσεων των ά. 491, 497 ΚΠΔ με το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου[58] αναδεικνύεται εντονότερα στην προκειμένη περίπτωση, καθώς το αδίκημα έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα. Η αντίθεση με την συνταγματικά προστατευόμενη αρχή της αναλογικότητας είναι πλέον τόσο ευθεία, ώστε στην πράξη να είναι προτιμότερο κάποιος να καταδικαστεί για κακούργημα, εάν υπάρχει εξαιρετικά υψηλή πιθανότητα αναστολής της ποινής, παρά για αθλητικό πλημμέλημα! Και η αντίθεση γίνεται πλέον αφόρητη, όταν, του νόμου μη διακρίνοντος, η δικονομική δυσμενής αυτή συνέπεια καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις της απλής συμμετοχής σε παράνομη μετακίνηση, με πλαίσιο ποινής την φυλάκιση έως ένα έτος!
- Ως προς τις προϋποθέσεις της εφαρμογής της εν λόγω δικονομικής επιβάρυνσης, η υποτροπή φαίνεται να γίνεται δεκτή με την γενική της έννοια, εφόσον δεν προβλέπεται ειδική περίπτωση υποτροπής[59]. Η γενική έννοια της υποτροπής ωστόσο του ά. 88 ΠΚ αφορά σε αδικήματα με προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Ακόμα κι αν η επ’ αυτού σιωπή του νομοθέτη ερμηνευτεί ως ειδική περίπτωση υποτροπής (η οποία πάντως δεν προβλέπεται ρητώς) η επιβάρυνση για τον κατηγορούμενο παραμένει καταφανώς αντίθετη με την αρχή της αναλογικότητας[60]. Το ίδιο συμβαίνει και με την άλλη προϋπόθεση εφαρμογής των επαχθών δικονομικών μέτρων, δηλαδή με τα αντικείμενα που γενικώς «μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής αθλητικής εκδήλωσης». Το γράμμα του νόμου είναι εμφανώς αόριστο, καθώς η «ομαλότητα» της διεξαγωγής της αθλητικής εκδήλωσης μπορεί να διακοπεί εύκολα από κάθε είδους αντικείμενο ή ακόμα και χωρίς κανένα αντικείμενο, π.χ. με την εισβολή στον αγωνιστικό χώρο[61]. Τέλος εμφανώς αντίθετη με την αρχή της ενοχής είναι η επιβολή των ανωτέρω δικονομικών συνεπειών σε όλους τους μετέχοντες στην μετακίνηση, χωρίς κανένα αντικειμενικό προσδιορισμό της σχέσης εγγύτητας αυτών με τα «επικίνδυνα» αντικείμενα. Αυτό γίνεται αντιληπτό σε περιπτώσεις π.χ. μαζικών μετακινήσεων οπαδών με τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα, όταν τα εν λόγω αντικείμενα βρίσκονται στον χώρο αποσκευών ενός αυτοκινήτου.
- Τελικώς παρατηρείται ότι ο νομοθέτης θεσπίζοντας την γενική απαγόρευση μετακίνησης οπαδών και κατά συνέπεια και εισόδου στον χώρο της αθλητικής συνάντησης αντιμετωπίζει όλους τους οπαδούς κατά τον ίδιο τρόπο και επομένως τελικώς καταλήγει να είναι άδικος αλλά και αναποτελεσματικός[62]. Αντιθέτως η αποτελεσματικότητα της αγγλικής νομοθεσίας εναντίον της αθλητικής βίας δεν έγκειται στην αυστηρότητα του νομικού πλαισίου[63], αλλά στην διαφορετική αντιμετώπιση των οπαδών κατά περίσταση[64].
Γ) Τα κατ’ εξοχήν αδικήματα της αθλητικής βίας (ά. 41ΣΤ του ν. 2725/1999)
i) Οι ποινικές υποστάσεις των παρ. 1-5, του ά. 41ΣΤ
- Τα κατ’ εξοχήν αδικήματα της αθλητικής βίας τυποποιούνται στο ά. 41ΣΤ του ν. 2725/1999. Το εν λόγω άρθρο έχει τροποποιηθεί πολλές φορές, κυρίως ως προς τις δικονομικές του διατάξεις και μερικώς και ως προς τις ουσιαστικές. Ακολούθως θα παρατεθούν οι ειδικές υποστάσεις των ποινικά κολάσιμων συμπεριφορών και θα εξεταστεί και η παρεπόμενη ποινή της απαγόρευσης εισόδου σε αγωνιστικούς χώρους, όπως προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου, σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και την αντίστοιχη απαγόρευση στην αγγλική έννομη τάξη. Επιγραμματικά θα παρουσιαστούν και τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των υπολοίπων ποινικών διατάξεων του ά. 41ΣΤ του ν. 2725/1999. Τα κατ’ εξοχήν αδικήματα αθλητικής βίας περιγράφονται στις τρεις πρώτες παραγράφους του άρθρου, οι οποίες, έχουν ως εξής:
- Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος εκ προθέσεως μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης: α) ρίχνει προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου οποιοδήποτε αντικείμενο, που μπορεί να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη, β) βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα, γ) κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες, δ) κατέχει ή χρησιμοποιεί βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες και γενικά εύφλεκτες ύλες.
- Με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος:α) χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ή υπερβαίνοντας το δικαίωμά του αυτό, εισέρχεται με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων, λόγω του αποτελέσματός του, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης ή αμέσως πριν από την έναρξη ή αμέσως μετά τη λήξη της, στον αγωνιστικό χώρο ή στο χώρο των αποδυτηρίων των αθλητών και των διαιτητών ή στους διαδρόμους που συνδέουν τους ανωτέρω χώρους, β) τελεί κάποια από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της ή μακριά από το χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση αυτήν. γ) απευθύνει ατομικά ή ως μέλος ομάδας σε τρίτους εκφράσεις που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα των προσώπων αυτών ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου ή προσβάλλει τον εθνικό ύμνο, τα ολυμπιακά σύμβολα ή τους ολυμπιακούς αγώνες.
- Αν οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 τελέστηκαν υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη. Για την εφαρμογή του παρόντος, ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ιδίως ο δράστης που αποδεικνύεται ότι έχει τελέσει στο παρελθόν αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή ότι συμμετέχει στην τέλεση των πράξεων έχοντας αρχηγικό ρόλο ή ενήργησε βάσει οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου ή προξένησε σημαντικής έκτασης φθορές ή βλάβες σε έννομα αγαθά τρίτων.
- Στην πρώτη παράγραφο τυποποιείται το βασικό αδίκημα αθλητικής βίας το οποίο βρίσκεται σε άμεση χρονική και τοπική συνάφεια με μια αθλητική εκδήλωση, καθώς λαμβάνει χώρα στις αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον περιβάλλοντα χώρο και μόνον κατά τη διάρκεια της αθλητικής εκδήλωσης. Το πότε η αθλητική εκδήλωση ξεκινά και ολοκληρώνεται, αυτό εξαρτάται από τους κανονισμούς του εκάστοτε αθλήματος. Η έννοια της «διάρκειας» της αθλητικής εκδήλωσης πάντως δεν επιτρέπεται να ερμηνεύεται ευρέως[65], και δεν καταλαμβάνει χρονικά και πράξεις που προηγούνται έπονται της λήξης του αθλήματος, λ.χ. από την έναρξη προσέλευσης έως και την αποχώρηση των φιλάθλων από τις αθλητικές εγκαταστάσεις, ή την απομάκρυνση των ομάδων από τον αγωνιστικό χώρο. Αυτό δεν προκύπτει μόνον εκ της σαφούς γραμματικής ερμηνείας του άρθρου αλλά και εξ αντιδιαστολής προς την παρ. 2, στην οποία η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά εκτείνεται και στο αμέσως πριν και αμέσως μετά την αθλητική συνάντηση χρονικό διάστημα.
- Το αδίκημα της πρώτης παραγράφου είναι πολύτροπο. Στην περ. α) ποινικοποιείται η ρίψη αντικειμένων, τα οποία ωστόσο πρέπει να είναι πρόσφορα να επιφέρουν έστω ελαφρά σωματική βλάβη. Στην περ β) τυποποιείται η αθλητική βιαιοπραγία. Η έννοια έχει κατά βάση ταυτόσημο περιεχόμενο με την βιαιοπραγία του Ειδικού Μέρους του ΠΚ (λ.χ. στο ά. 167 ΠΚ), και καταλαμβάνει τις «παράνομες ενέργειες στο σώμα άλλου που τείνουν είτε σε κακοποίηση ή χωρίς τέτοιο σκοπό»[66]. Αντιστοίχως στην περ. β) τιμωρείται η εκτόξευση απειλών κατά προσώπου, το οποίο πρέπει να αναγράφεται στο φύλλο αγώνα. Δεν είναι σαφές, εάν ο νομοθέτης εννοεί ότι η απειλή θα πρέπει να σημειωθεί στο φύλλο αγώνα, ή ότι θα πρέπει να εκτοξεύεται κατά προσώπου, το οποίο να αναγράφεται σε αυτό. Γραμματικά προκρίνεται η δεύτερη άποψη. Η εν λόγω αναγραφή αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου και δεν καλύπτεται από τον δόλο ή την αμέλεια του δράστη, αλλά εφόσον δεν λαμβάνει χώρα, δεν θεμελιώνεται και το αξιόποινο της πράξης. Η περίπτωση γ) θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά, λόγω της πληθώρας αντικειμένων, γενικά πρόσφορων να προκαλέσουν σωματική βλάβη, ώστε να καλύπτονται περιπτώσεις αντικειμένων κατά προορισμό να προκαλέσουν βλάβη, τα οποία να μην έχουν θέση σε μια αθλητική συνάντηση. Η περ. δ) εξειδικεύει στην πραγματικότητα την γ) και δεν αντιδιαστέλλεται προς αυτή[67].
- Στην δεύτερη παράγραφο θεσπίζεται προνομιούχος περίπτωση αδικήματος αθλητικής βίας. Κατά την περ α) η χωρίς δικαίωμα ή η καθ’ υπέρβαση δικαιώματος είσοδος στον αγωνιστικό χώρο τιμωρείται, όταν γίνεται με σκοπό την διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα και εξ αιτίας του αποτελέσματος του αγώνα, η οποία επίσης θα πρέπει να διαπιστώνεται. Η πρόκληση επεισοδίων νοείται ως ειδική περίπτωση διατάραξης της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα. Ο προνομιούχος χαρακτήρας της δεύτερης παραγράφου έναντι της πρώτης προκύπτει ευθέως από την περ. β) η οποία επεκτείνει τα χρονικά όρια τέλεσης του αδικήματος της προηγούμενης παραγράφου πριν και μετά την αθλητική συνάντηση[68]. Τέλος η περίπτωση γ) τυποποιεί συμπεριφορές η απαξία των οποίων προσιδιάζει στον ν. 927/1979. Μάλιστα η περίπτωση αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την πρόσφατη παρ. 4Α στην οποία περιγράφεται ως «επιβαρυντική περίπτωση» η εκδήλωση ρατσιστικής συμπεριφοράς κατά το ά. 81Α ΠΚ!
- Τα αδικήματα των δυο πρώτων παραγράφων του ά. 41ΣΤ είναι επικουρικά όλων αυτών που περιγράφονται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου. Η διαπίστωση αυτή έχει αξία εν όψει των αυστηρών διατάξεων που ρυθμίζουν τα της αναστολής εκτέλεσης και μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής, καθώς και της χορήγησης του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων, όπως αυτά προβλέπονται στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου[69]. Τίθεται τότε όντως ζήτημα αναγκαιότητας αυτής της αυστηρής διάταξης, όταν εφαρμόζεται επί αδικημάτων, τα οποία είναι επικουρικά πλημμελημάτων, στα οποία η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται[70].
- Η παράγραφος 3 περιγράφει επιβαρυντική περίσταση των ανωτέρω δύο παραγράφων λόγω ιδιαίτερης επικινδυνότητας του δράστη. Η έννοια της επικινδυνότητας προσδιορίζεται ειδικά στην παράγραφο αυτή. Και η επιβαρυντική αυτή περίσταση έχει ρήτρα επικουρικότητας, η οποία θα εφαρμόζεται κατ’ εξοχήν στις περιπτώσεις της παρ. 4 του άρθρου. Κατά περιεχόμενο ωστόσο η ιδιαίτερη επικινδυνότητα, όπως περιγράφεται στο εδάφιο β’ της παρ. 3 θα καλύπτει και περιπτώσεις που περιγράφονται στην παρ. 4Α περ. β), οπότε και θα πρέπει να κατισχύει αυτών ως ειδικότερη και ηπιότερη διάταξη. Εν συνεχεία στην παράγραφο 4 δεν περιγράφεται επιβαρυντική περίσταση των παρ. 1, 2 αλλά κανόνας επιμέτρησης των ακολούθων αδικημάτων του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα:
- Η τέλεση των εγκλημάτων της διέγερσης (άρθρα 183, 185 Π.Κ.), της διατάραξης της κοινής ειρήνης (άρθρο 189 Π.Κ.), της διατάραξης της ειρήνης των πολιτών (όρθρο 190 Π.Κ.), της καθύβρισης θρησκευμάτων (άρθρο 199 Π.Κ.), της παρακώλυσης συγκοινωνιών (άρθρο 292 Π.Κ.), της απλής, απρόκλητης και επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρα 308, 308Α και 309 Π.Κ.), της βαριάς σωματικής βλάβης (όρθρο 310 παρ. 1 Π.Κ.) της συμπλοκής (άρθρο 313 Π.Κ,), της παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.), της απειλής (άρθρο 333 Π.Κ.), της διατάραξης οικιακής ειρήνης (άρθρο 334 Π.Κ.), της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας (όρθρο 337 Π.Κ.), της πρόκλησης σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις (όρθρο 353 Π.Κ.), της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (άρθρα 381 και 382 Π.Κ.) και της εκβίασης (άρθρο 385 Π.Κ.), υπό τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται γι` αυτά στον Ποινικό Κώδικα και να φτάσει στο ανώτατο όριο του είδους της ποινής.
- Ακολούθως η παράγραφος 4Α περιγράφει «επιβαρυντικές περιπτώσεις» και αναφέρεται στις παρ. 1, 2 του παρόντος άρθρου, σε αντίθεση με την παρ. 4. Η εν λόγω παράγραφος εισήχθη με τον ν. 4326/2015, ο οποίος τροποποίησε διατάξεις του αθλητικού νόμου κατά τρόπο βιαστικό και πρόχειρο, δίνοντας την εντύπωση ότι αγνοεί το νομοθετικό πλαίσιο που συμπλήρωνε[71]. Κι αυτό, γιατί η παρ 4Α όπως ακολούθως διατυπώνεται, δύναται να αντιτίθεται στην παρ. 3 και στην παρ. 2 περ γ) του παρόντος άρθρου.
4Α. Συνιστούν επιβαρυντικές περιπτώσεις και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου ή στον Ποινικό Κώδικα και να φθάσει έως το ανώτατο όριο του είδους της ποινής: α) το ότι ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων, β) το ότι από τη βαρύτητα της πράξης, τη βιαιότητα κατά την τέλεσή της, τις περιστάσεις αυξημένης επικινδυνότητας για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπων, τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και τη σοβαρή διασάλευση της δημόσιας τάξης, προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον, γ) το ότι ο δράστης εκδήλωσε ρατσιστική συμπεριφορά, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 81 Α του ΠΚ.
.
- Περαιτέρω στην παρ. 5 του ά. 41ΣΤ τυποποιείται μια ειδική περίπτωση του ά. 186 ΠΚ ειδικά για τα αδικήματα του παρόντος άρθρου ως εξής:
- `Οποιος παροτρύνει, υποκινεί, ενθαρρύνει ή διευκολύνει με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως δημόσια ή δια του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου ή του διαδικτύου μεμονωμένα άτομα ή οργανωμένες ομάδες προσώπων για να διαπράξουν αδικήματα του παρόντος άρθρου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
- Και πάλι παρατηρείται αξιολογική αντινομία και μάλιστα σε δύο επίπεδα: Κατ’ αρχάς εκ της σύγκρισης της παρ. 5 του ά. 41 ΣΤ με τις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου. Βλέπουμε τότε ότι η προτροπή προς τέλεση των αδικημάτων αυτών τιμωρείται πολύ βαρύτερα από τα ίδια τα αδικήματα. Κατά δεύτερον εκ της σύγκρισης της παρ. 5 του ά. 41ΣΤ με την γενική διάταξη του ά. 186 ΠΚ. Παρατηρούμε τότε ότι η προτροπή προς τέλεση κακουργήματος στο πλαίσιο του ά. 186 Πκ τιμωρείται με την μισή ποινή από την παρ. 5 του ά. 41ΣΤ, στην οποία η προτροπή αφορά ένα ελαφρύ πλημμέλημα. Τέλος η διατύπωση περί «διευκόλυνσης» στην διάπραξη αδικημάτων παραπέμπει σε συμπεριφορά απλής συνέργειας σε κύρια πράξη που περιγράφεται στις άλλες παραγράφους του ά. 41ΣΤ του ν. 2725/1999. Και πάλι διαπιστώνεται αξιολογική αντινομία εν όψει του σαφώς αυστηρότερου πλαισίου ποινής της παρ. 5, της οιονεί συμμετοχικής δηλαδή αυτής πράξης, σε σχέση με το πλαίσιο ποινής της «κύριας» πράξης. Κλείνοντας την ενασχόληση με τις ειδικές αυτές υποστάσεις σημειώνεται ότι σε δικονομικό επίπεδο ο ίδιος ο νομοθέτης φαίνεται να αναγνωρίζει την ειδική ευνοϊκή μεταχείριση των διαιτητών και αθλητών με την μη εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας σε περιπτώσεις ελαφράς σωματικής βλάβης. Στην πραγματικότητα στις περιπτώσεις αυτές ελλείπει κατά κανόνα ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, όταν λ.χ. οι τραυματισμοί λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του αθλήματος.
- Η διαδικασία των άρθρων 275, 409 και 417 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν εφαρμόζεται για πταίσματα ή πλημμελήματα, αν η πράξη στρέφεται κατά της τιμής ή αφορά εντελώς ελαφρά ή ασήμαντη σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας και φέρεται ότι διαπράχθηκε από διαιτητή οποιουδήποτε αθλήματος ή βοηθό του κατά την εκτέλεση των σχετικών με τον αγώνα καθηκόντων τους, ή από αθλητή κατά τη συμμετοχή του σε αθλητική συνάντηση
- ii) Δικονομικές ιδιαιτερότητες των αδικημάτων της αθλητικής βίας (παρ. 6, 8 του ά. 41 ΣΤ)
- Με την παρ. 6 του ά. 41ΣΤ 2725/1999 θεσπίζεται αυστηρό καθεστώς στην αναστολή και μετατροπή της ποινής των ανωτέρω αδικημάτων. Ειδικότερα με τον ν. 4326/2015 μετεβλήθη η περ. β και πλέον οι ποινές για τα αδικήματα του παρόντος άρθρου δεν μετατρέπονται. Η μεταβολή αυτή ωστόσο δε έγινε με τον ενδεδειγμένο τρόπο[72], καθώς δεν αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως και τα υπόλοιπα εδάφια της παραγράφου, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αντιφάσεις ιδίως μεταξύ των εδ. α και β.
- α. Η ποινή για τις πιο πάνω πράξεις δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται σε περίπτωση που:(αα) Ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων ή(ββ) Από τη βαρύτητα της πράξης, τις περιστάσεις τέλεσης της, από τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και την προσωπικότητα του προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.
β. Η ποινή για τις πράξεις του παρόντος άρθρου δεν μετατρέπεται σε καμία περίπτωση. Το Δικαστήριο, εφόσον αναστείλει την εκτέλεση της ποινής, ανεξαρτήτως του ύψους αυτής, διατάσσει την υποχρέωση του καταδικασθέντος να διαμένει στην κατοικία του κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, για χρονικό διάστημα ίσο με την ανασταλείσα ποινή. Η παραβίαση του συγκεκριμένου όρου συνεπάγεται την άρση της αναστολής. Σε περίπτωση δεύτερης καταδίκης για αδίκημα του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως του ύψους των αθροιζόμενων ποινών, δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
γ. Σε περίπτωση καταδίκης για τις πράξεις των παραγράφων 1, 2, 4 και 5 του παρόντος, δεν επιτρέπεται η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής όταν:
(αα) Ο δράστης είναι υπότροπος ή τελεί κατά συνήθεια τις πιο πάνω πράξεις ή
(ββ) ο δράστης κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαιτέρως επικίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα ή την περιουσία τρίτων ή την ομαλή εκτέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων.
- α) Τα αδικήματα του παρόντος άρθρου διώκονται αυτεπαγγέλτως. Καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου τέλεσής τους. Για την εκδίκαση των αδικημάτων του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται υποχρεωτικά η διαδικασία των άρθρων 418 επ. Κ.Π.Δ. Σε κάθε περίπτωση τα αδικήματα του παρόντος άρθρου εκδικάζονται εντός τριάντα ημερών
β) (καταργήθηκε με την παρ. 2 άρθρ. 20 Ν. 3472/2006)
γ) Ο εισαγγελέας, με διάταξη που εκδίδει πριν από την παραγγελία για την απόλυση του κατηγορουμένου, εντέλλεται προς την αστυνομική αρχή του τόπου κατοικίας ή διαμονής του την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής, μνημονεύοντας τη διάρκειά της ή, εάν έχει ήδη εκτιθεί τμήμα της, το υπόλοιπό της. Ο κατηγορούμενος πριν απολυθεί λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της διάταξης.
δ)Σε περίπτωση αναβολής ή διακοπής της εκδίκασης των αδικημάτων του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ως περιοριστικό όρο την υποχρέωση εμφάνισης του κατηγορουμένου στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας ή διαμονής του υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 41 ΣΤ. Η παραβίαση του περιοριστικού όρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, η οποία δεν αναστέλλεται και δεν μετατρέπεται σε χρηματική
- Όπως ορίζεται στο ά. 8 το αδίκημα διώκεται αυτεπαγγέλτως και είναι αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Υποστηρίζεται ότι η εν λόγω καθ’ ύλη αρμοδιότητα Τριμελούς Πλημμελειοδικείου καταργήθηκε μετά την ψήφιση του ν. 3904/2010. Ορθότερο θα πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί, ότι ο μεταγενέστερος γενικός κανόνας δεν καταργεί τον προγενέστερο ειδικό, ώστε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο να εξακολουθεί να είναι καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση των υποθέσεων[73]. Σε αυτό συνηγορεί και η δυνατότητα εφαρμογής του ά. 253Α ΚΠΔ στην προδικασία όλων των πλημμελημάτων του άρθρου 41ΣΤ του β. 2725/1999 όπως προβλέπεται με το α. 4 του ν. 4049/2012[74].
- Τέλος η άκριτη πρόσθεση δυνατότητας διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων προς διαλεύκανση πλημμελημάτων με μέγιστη επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης το ένα έτος και ρήτρα επικουρικότητας προς άλλα πλημμελήματα, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση της παρ. 2 του ά. 41ΣΤ του ν. 2725/1999, αποκαλύπτει την εσφαλμένη εικόνα του νομοθέτη του ν. 4049/2012 τόσο ως προς την βαρύτητα των εν λόγω πλημμελημάτων όσο και ως προς την σοβαρότητα και τον σκοπό των ειδικών ανακριτικών πράξεων. Το ίδιο συμβαίνει και με την προσθήκη του ά. 41ΣΤ του ν. 2725/1999 στον κατάλογο των πράξεων του ά. 187 ΠΚ με το ά. 4 του ν. 4049/2012, η οποία φανερώνει, ότι ο νομοθέτης δεν κατάλαβε ότι η εφαρμογή του ά. 187 ΠΚ σε ομάδες «χούλιγκαν» είναι δυνατή και χωρίς αυτή την προσθήκη[75].
iii) Η παρεπόμενη ποινή της απαγόρευσης προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών αγώνων
- Στο ά. 41ΣΤ παρ. 7 του ν. 2725/1999 περιγράφεται παρεπόμενη ποινή απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης όλων των αθλητικών εκδηλώσεων, αδιακρίτως αθλήματος, ακόμη και εκείνων που διεξάγονται εκτός της Ελληνικής Επικράτειας, στις οποίες μετέχει ομάδα, σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της οποίας, τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Πρόκειται για καταδίκη των βασικών εγκλημάτων αθλητικής βίας, αλλά και όσων λαμβάνων χώρα υπό τις περιστάσεις της παρ. 4 του ά. 41ΣΤ του 412725/1999. Ο Νομοθέτης εν προκειμένω προφανώς ξέχασε να συμπεριλάβει στην απαγόρευση και την ειδική υπόσταση της παρ. 5. Έτσι η παρ. 7 έχει ως εξής:
7 α) Σε περίπτωση καταδίκης για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 4, το δικαστήριο επιβάλλει υποχρεωτικά και για χρονικό διάστημα δύο έως πέντε ετών στο δράστη απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης όλων των αθλητικών εκδηλώσεων, αδιακρίτως αθλήματος, ακόμη και εκείνων που διεξάγονται εκτός της Ελληνικής Επικράτειας, στις οποίες μετέχει ομάδα, σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της οποίας, τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Το δικαστήριο μπορεί, επίσης, να απαγορεύσει την προσέλευση και παρακολούθηση και οποιασδήποτε άλλης αθλητικής εκδήλωσης, αν από τις περιστάσεις και με βάση την προσωπικότητα του δράστη κρίνει ότι αυτός είναι επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων. Για την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής το δικαστήριο διατάσσει το δράστη να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του ή διαμονής του πριν από την έναρξη της αθλητικής συνάντησης και να παραμένει σε αυτό ή σε χώρο άμεσης εποπτείας της αστυνομικής αρχής, δύο ώρες πριν από την έναρξη της έως δύο ώρες μετά τη λήξη της. Το δικαστήριο μετά από αίτημα του καταδικασθέντος προσδιορίζει στην απόφαση του το άθλημα και τις αθλητικές συναντήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται η ανωτέρω παρεπόμενη ποινή. Αν ο καταδικασθείς παραβιάσει τους πιο πάνω όρους, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τριών (3) μηνών, η οποία δεν μετατρέπεται σε χρηματική ούτε αναστέλλεται, και με χρηματική ποινή. Επιπλέον, αν η ανωτέρω παραβίαση συντελεστεί κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής της κύριας ποινής, το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα συντάσσει σχετική έκθεση, την οποία διαβιβάζει αμέσως στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης και εφαρμόζεται το άρθρο 101 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα.
β) Εάν ο δράστης κάποιας πράξης από τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 έως 4 είναι ανήλικος, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο η προβλεπόμενη στην περίπτωση α` απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων με τους όρους και τις προϋποθέσεις που πιο πάνω ορίζονται. Εάν ο ανήλικος είναι κάτω των 16 ετών, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο, αντί του ανωτέρω, η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, τους επιτρόπους ή τους κηδεμόνες του.
γ) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισμού και Τουρισμού ρυθμίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με την εκτέλεση της πιο πάνω παρεπόμενης ποινής ή του πιο πάνω αναμορφωτικού μέτρου.
δ) Η παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την επιβολή της παρεπόμενης ποινής τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τρεις μήνες, η οποία δεν μετατρέπεται σε χρηματική ούτε αναστέλλεται, και με χρηματική ποινή. Εφόσον η ανωτέρω παραβίαση τελείται κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής της κύριας ποινής, διακόπτεται η αναστολή και η ποινή εκτίεται χωρίς δυνατότητα μετατροπής της.
- Η παρεπόμενη αυτή ποινή εισήχθη στην αθλητική νομοθεσία με το ά. 4 του ν. 1646/1986[76]. Επρόκειτο για παρεπόμενη ποινή με ηπιότερο περιεχόμενο σε σχέση με το σημερινό ά. 41ΣΤ παρ. 7, η οποία ωστόσο, όπως και η σημερινή παρ. 7, εξαρτούσε την εκτέλεσή της από την έκδοση σχετικής Υπουργικής Απόφασης. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε το 1999[77] αλλά λίγο αργότερα κατέστη άνευ αντικειμένου, όταν το ά. 4 του ν. 1646/1986 καταργήθηκε με τον ν. 3057/2002. Θεσπίστηκε τότε νέα παρεπόμενη ποινή, η οποία εισήχθη στον αθλητικό νόμο, και η οποία με διάφορες τροποποιήσεις απέκτησε την σημερινή της μορφή. Και αυτή ωστόσο με την σειρά της εξήρτησε την εκτέλεσή της από την έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης. Τέτοια απόφαση ωστόσο, η οποία να στηρίζεται στο ά. 41ΣΤ του ν. 2725/1999, όπως ισχύει σήμερα, δεν έχει εκδοθεί, με αποτέλεσμα η παρεπόμενη αυτή ποινή να καθίσταται ανεφάρμοστη[78]. Καταδεικνύεται έτσι η νομοθετική προχειρότητα με την οποία μεταβάλλεται διαχρονικά το περιεχόμενο της παρ. 7 του ά. 41ΣΤ, χωρίς ωστόσο να μπορεί να ισχύσει! Περαιτέρω εξάλλου θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα κι αν μπορούσε να εκτελεστεί, το περιεχόμενό της ως έχει θα ήταν άκρως προβληματικό[79].
ΙΙΙ. Γενικές Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα.
- Η ποινική νομοθεσία των εγκλημάτων βίας που τελούνται με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις χρήζει βελτίωσης. Το ίδιο συμπέρασμα αποκομίζει κανείς και για τις υπόλοιπες ποινικές διατάξεις του αθλητικού νόμου. Βασικά αίτια της παρούσης μη ικανοποιητικής κατάστασης είναι ότι: α) Από νομοτεχνικής πλευράς η πρωτοβουλία της νομοθέτησης και των ποινικών διατάξεων για τον αθλητισμό αναλαμβάνεται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού συχνά χωρίς συμμετοχή του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Έτσι πολλές φορές ο νομοθέτης εμφανίζεται να μην κατανοεί τί έχει νομοθετήσει. β) Από πλευράς περιεχομένου η νομοθέτηση λαμβάνει χώρα εν θερμώ, στον απόηχο επεισοδίων σε αθλητικούς χώρους ή σκανδάλων σχετιζομένων με τον αθλητισμό. Έτσι ωστόσο απλώς αυστηροποιούνται τα πλαίσια ποινών, και αντί το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί στοχευμένα, εκεί που υπάρχει, αντιμετωπίζεται ισοπεδωτικά και εσφαλμένα[80]. γ) Η νομοθέτηση με γνώμονα αποκλειστικά σχεδόν το ποδόσφαιρο είναι κατ’ αρχάς κατανοητή, ωστόσο συγχρόνως ενδέχεται να επιτάσσει και μια διαφοροποίηση του ποδοσφαίρου έναντι των άλλων αθλημάτων και σε νομοθετικό επίπεδο ως προς την αντιμετώπιση της αθλητικής βίας[81].
[1] Αυτό προκύπτει κάθε φορά από το προοίμιο των Αιτιολογικών Εκθέσεων που συνοδεύουν του υπό ψήφιση μετέπειτα νόμους, όπου γίνεται πάντα λόγος για την ανάγκη αντιμετωπισης ενός φαινομένου με «ανεξέλεγκτες διαστάσεις». Βλ. ενδεικτικά τις αιτιολογικές εκθέσεις των ν. 4326/2015 και 4049/2012 αλλά και του ν. 1646/1986 με αναφορά στην τραγωδία του Χέυζελ (επ’ αυτού Παναγιωτόπουλος Αθλητικό Δίκαιο, Συστηματική Θεμελίωση Εφαρμογή σελ. 469).
[2] Στην αγγλική νομοθεσία η εν λόγω απαγόρευση λαμβάνει χώρα ως προληπτικό μέτρο και ρυθμίζεται διαχρονικά στις Football Spectators Act του 1989, τις Football Disorder Acts των 1999, 2000, 2002 και την Violent Crime Reduction Act του 2006. Βασικό εργαλείο αντιμετώπισης της βίας είναι η Football Banning Order (FBO), η δικαστική απόφαση δηλαδή, με την οποία διατάσσεται η απαγόρευση εισόδου στο γήπεδο.
[3] Watson, The Dark Heart of Eastern Europe: Applying the British Model to Football-Related Violence and Racism (November 16, 2012), σελ. 13. Προσπελάσιμο σε SSRN: https://ssrn.com/abstract=2213403 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.2213403
[4] A. Veuthey/L. Freeburn, The fight against hooliganism in England: Insights for other jurisdictions?, Melbourne Journal of International Law 2015, 2.
[5] Ράπτη, ΠοινΔικ 2007, 89, Παπαδόπουλος, ΠοινΔικ 2009, 1443, Μαυρομάτης, ΠοινΔικ 2005, 1324. Προς αυτή την κατεύθυνση όσον αφορά την βιαιοπραγία και ο Σκανδάμης, ΠοινΔικ 2008, 1371. Κατά τον ίδιο τρόπο στην Αγγλία γίνεται λόγος για «disorder», (Doyle & Others v R [2012] EWCA Crim 995, 16 May 2012) και στην Ελβετία για «Gefährdung der öffentlichen Sicherheit» (BGE 137, I, 32).
[6] Έκθεση Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής στον Ν. 4049/2012, σ. 4.
[7] ΑΠ 11/1987, ΠοινΧρ 1987, 376, Λίβος, ΠοινΧρ 1997, 690, Μανωλεδάκης ΕισΠαρ στα ά. 183-197 ΠΚ σε: Συστηματική Ερμηνεία του Π.Κ. (1999), πλαγιάρ. 2, Παπαστυλιανός, ΠοινΔικ 2005, 333, Μαργαρίτης, ΕρμΠΚ2, 2009, Εισαγ. Σημ. άρθρ. 183-187, αρ. 1, ΑΠ 11/1987 ΝοΒ 1987, 958.
[8] Αντί πολλών Hörnle, Grob anstößiges Verhalten, 2005, σ. 90 επ., Roxin, Strafrecht AT I4, σ. 28, Μοροζίνης, ΠοινΧρ 2010, σ. 446. Προς αυτή την κατεύθυνση Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, σ. 259.
[9] Κωστάρας, σε ΜΝΗΜΗ Χωραφά/Γάφου/Γαρδίκα Ι, σ. 107 επ.
[10] Doyle & Others v R [2012] EWCA Crim 995, σκέψη 3, “often actions of a crowd are greater in their effect than the sum of the individual actions of its members”.
[11] Μανωλεδάκης, Η προστασία της δημοσίας τάξεως κατά τον ελληνικόν ποινικόν κώδικα, 1970, σ. 112, του ιδίου, ό.π. (υποσημ. 7), Λίβος, ΠοινΧρ 1997, σ. 723. Το παράδειγμα που αναφέρει ο Μοροζίνης (ΠοινΧρ 2010, σ. 446 επ., υποσημ. 20 και 25) από την ποινική πράξη, όπου παρά την σαφή υφιστάμενη προσβολή ατομικών εννόμων αγαθών, το δικαστήριο με την απόφασή του, φαίνεται να αρνείται ακόμα και τον κίνδυνο βλάβης αυτών (!!!), καταδεικνύει πράγματι μια δικαστηριακή παρανόηση στην ερμηνεία του περιεχομένου της «δημόσιας τάξης». Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η έννοια της δημόσιας τάξης δεν μπορεί να προσδιοριστεί ορθώς. Επ’ αυτού πρβλ. και Παπαγεωργίου-Γονατά, ΠοινΧρ 2010, σ. 632 επ.
[12] Λίβος, ΠοινΧρ 1997, σ. 690
[13] Μανωλεδάκης, ό.π., (υποσημ. 7).
[14] Για το εν λόγω κριτήριο πρβλ. Λίβο, Τιμ Τόμ Ανδρουλάκη, σ. 1050 επ.
[15] Α.ά., Hörnle, ό.π., Μοροζίνης, ΠοινΧρ 2010, σ. 446. Προς την αντίθετη κατεύθυνση και ο Roxin, Strafrecht AT I4, σ. 28
[16] Anastasopoulou, Deliktstypen zum Schütz kollektiver Rechtsgüter, σ. 196, με αναφορά στον Wehinger, Kollektivbeleidigung- Volksverhetzung, 1994, σ. 84.
[17] Anastasopoulou, Deliktstypen zum Schütz kollektiver Rechtsgüter, σ. 198.
[18] Μανωλεδάκης, ό.π. (υποσημ. 7), πλαγιάρ. 4, Anastasopoulou, ό.π. Δεν πρόκειται δηλαδή, όπως λέει ο F.C. Schroeder, (Die Straftaten gegen das Strafrecht, 1985, σ. 5 επ) για έγκλημα κατά του ποινικού δικαίου.
[19] Προς μια τέτοια συγκεκριμενοποίηση Βούλγαρης, Όπλα-Πυρομαχικά-Εκρηκτικά, σε: Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι (Πάυλου/Σάμιος), ΕισΠαρ στα ά. 2 επ. του Ν. 2168/1993, πλαγιάρ. 3 επ.
[20] Μανωλεδάκης , ό.π. (υποσημ. 7), πλαγιάρ. 5 («κοινωνική διάσταση» του εννόμου αγαθού).
[21] Ο Σαραφιανός κάνει λόγο για κατοχύρωση του αθλητισμού, ως εγγύηση θεσμού Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (-Σαραφιανός), ΕρμΣυντ 2017, ά. 16 πλαγιάρ. 39 επ.
[22] Doyle & Others v R, (EWCA Crim 16.05.2012) ό.π. σκέψη 3. Αντιστοίχως και BayVGH, Beschl. v. 09.06.2006 - 24 CS 06.1521
[23] Βλ. τα όσα ενδιαφέροντα αναπτύσσει επ’ αυτού ο Ν. Ανδρουλάκης στο FS Andrew v. Hirsch στο παρόν τεύχος του περιοδικού.
[24] Τσίνας, ΝοΒ 2013, 45επ. (50).
[25] Τσίνας, ΝοΒ 2013, 57 επ.
[26] Μ.Μαργαρίτης ΕρμΠΚ (3), ά. 169, πλαγιάρ. 1 επ.
[27] Όπως σημειώνεται στον διαδικτυακό τόπο της ΔΕΑΒ http://gga.gov.gr/anexarthtes-arxes/deab «η Δ.Ε.Α.Β. σύμφωνα με την από 11-2-2016 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΟΑ/ΓΔΥΑ/ΔΕΑΕΑ/39462/3044/630/11-2-2016, ΦΕΚ 75 ΤΕΥΧΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ), εκπροσωπείται από το Προεδρείο το οποίο αποτελείται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο».
[28] Γιαννίδης, ΣυστΕρμΠΚ, ά. 14, πλαγιάρ. 42 επ.
[29] Μάλιστα το ταυτόσημο πλαίσιο ποινής καθιστά για την πλειοψηφία των περιπτώσεων την διάταξη αυτή περιττή. Μόνον στην περίπτωση του «αρμόδιου για τον αθλητισμό Εισαγγελέα», θα μπορούσε κανείς θεωρητικά να επιχειρηματολογήσει, ότι πρόκειται για ενάσκηση πειθαρχικού καθήκοντος σε αθλητική ομοσπονδία και όχι υπαλληλικού (αντίστοιχη προβληματική σε ΔιατΕισΕφΠατρ 5/2017 [Πατσαβέλλας], ΠοινΧρ 2017, 391).
[30] Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΓΜ Ι, σελ. 338 επ.
[31] Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΓΜ Ι, σελ. 343, Σοφός ΣυστΕρμΠΚ, ά. 29, πλαγιάρ. 21. Ά.α. Φελουτζής Η προβληματική της απόπειρας στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, 41 επ.
[32] Ακόμα και κατά την αντίθετη άποψη, κατά την οποία δεν απαιτείται ύπαρξη τυποποίησης του εξ αμελείας εγκλήματος για την εφαρμογή του ά. 29 ΠΚ, απαιτείται ωστόσο διαπίστωση μιας «τάσης» το έγκλημα δόλου να οδηγεί στο αμελές αποτέλεσμα. Εν προκειμένω ούτε αυτό υπάρχει.
[33] Μυλωνόπουλος, ΠΔ ΓενΜ Ι, 343
[34] Αν κρίνει κανείς από το προοίμιο της αιτιολογικής έκθεσης
[35] Σοφός, ΣυστΕρμΠΚ ά. 29 πλαγιάρ. 24 επ, (ιδίως 27).
[36] Μυλωνόπουλος, ΠΔ ΓενΜ Ι, σελ. 348.
[37] Μυλωνόπουλος, ΠΔ ΓενΜ Ι, σελ. 350.
[38] Μυλωνόπουλος, ΠΔ ΓενΜ Ι, σελ. 346 επ.
[39] Σοφός ΣυστΕρμΠΚ ά. 29 πλαγιάρ. 12
[40] Φελουτζής, «Η προβληματική της απόπειρας στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα», 1988 σελ.13
[41] Βλ. αιτιολογική έκθεση 3708/2008
[42] Γιαννίδης ΣυστΕρμΠΚ ά. 14 πλαγιάρ. 37.
[43] Πρόκειται για διάταξη εμφανώς αντίθετη στην αρχή της ενοχής. Ο νομοθέτης φαίνεται να αγνοεί την διάκριση μεταξύ του ά. 26 και του ά. 27 ΠΚ και τα αντιμετωπίζει ενιαία.
[44] Σημειωτέον ότι ακόμα και στο επίπεδο της επιμέτρησης η διάταξη είναι διατυπωμένη κατά τρόπο αδόκιμο (βλ. σχετ. τις παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του ά. 3).
[45] Περίπτωση εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας στην ΑΠ 885/2011
[46] Παρ. 7, 10 του προγενέστερου ά. 41Β του ν. 2725/1999.
[47] Γιαννίδης, ΣυστΕρμΠΚ, ά. 14, πλαγιάρ. 42 επ.
[48] Αναλυτικά Radbruch, Klassenbegriffe und Ordnungsbegriffe im Rechtsdenken, σε Internationale Zeitschrift für Theorie des Rechts 12/1938, σ. 47, Morozinis, Dogmatik der Organisationsdelikte, 2009, σ. 228 επ., σ. 595 επ., Mylonopoulos, Komparative und Dispositionsbegriffe im Strafrecht, 1998, σ. 36.
[49] Με αυτή την έννοια ο Schünemann, FS- Arthur Kaufmann, σ. 307, διακρίνει συγκριτικά μεταξύ ταξινομικών και τυπολογικών εννοιών.
[50] Πρόκειται δηλαδή για το „kompensatorisches Und“ των στοιχείων της τυπολογικής έννοιας. Επ’ αυτού Philipps, Ein bisschen Fuzzy Logic für Juristen, σε: Tinnefeld/Philipps/Weis, Institutionen und Einzelne im Zeitalter der Informationstechnik, 1994, σ. 220 επ., Mylonopoulos, ό.π., σ. 54 επ., 58., Μorozinis, ό.π., σ . 249.
[51] Η ένταση είναι επομένως το συγκρίσιμο στοιχείο, το οποίο ευρισκόμενο στον σημασιολογικό περίβολο της τυπολογικής έννοιας του οπαδού, επιτρέπει την διαφοροποίηση/σύγκριση αυτού με τυπολογικές έννοιες κοινού σημασιολογικού πυρήνα (ήτοι του φιλάθλου- συμπαθούντος ενός αθλητικού σωματείου). Αντίστοιχα Schünemann, FS Arthur Kaufmann, σ. 307.
[52] Σε διαφορετική περίπτωση ανοίγει ο δρόμος για το ποινικό δίκαιο όχι της πράξης αλλά του δράστη!! Roxin Strafrecht AT I4, σ. 178. Γιαννίδης, ΣυστΕρμΠΚ ά. 14, πλαγιάρ. 2 επ.
[53] Ορθώς προς αυτήν την κατεύθυνση και η υπ’ αρ. 13/2007 Διατ.Εισ.ΑΠ (Κανελόπουλος), Τ.Ν.Π. Nomos.
[54] Μυλωνόπουλος, ΠοινΔ ΓενΜ Ι, σ. 344 επ. Αντίθ. ο Ανδρουλάκης, ΠοινΔ ΓενΜ Ι2, σ. 208, ο οποίος δέχεται ως αποτέλεσμα και τον «συγκεκριμένο κίνδυνο».
[55] Για την διάκριση βίας και βιαιοπραγίας με αναφορά στο προγενέστερο ά. 41ΣΤ του Ν. 2725/1999 πρβλ. Σκανδάμη, ΠοινΔικ 2008, σ. 1370.
[56] Μυλωνόπουλος, ό.π.
[57] Έτσι η ΑΠ 1218/2010, ΠοινΔικ 2011, σελ. 955.
[58] Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της Ποινικής Δίκης3, 2007, πλαγιάρ. 334 επ., 798 επ.
[59] Όπως λόγου χάριν συμβαίνει στο ά. 23 του Ν. 3459/2006, (πρβλ. και τις σχετικές αναπτύξεις των Κοτσαλή/Μαργαρίτη/Φαρσεδάκη, Κατ’ άρθρον Ερμηνεία Κ.Ν.Ν.2, 2010, ά. 23).
[60] Μια λύση (και πάλι όχι δίχως αντίλογο) ίσως να έδινε η ρητή σύνδεση της έννοιας με την παρ. 3 του ά. 41ΣΤ Ν. 2725/1999 στην μορφή της τέλεσης εγκλημάτων βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις.
[61] Ανάλογη και η ορθή και δικαιολογημένη πρόταση περιστολής του εύρους της ποινικής διάταξης του προγενέστερου ά. 41ΣΤ Ν. 2725/1999 στην περίπτωση απλής απώθησης σε αγωνιστικούς χώρους, που τίθεται από τον Σκανδάμη, ΠοινΔικ 2008, σ. 1373,1374.
[62] Poutvaara/Priks, Hooliganism and Police Tactics: Should Tear Gas Make Crime Preventers Cry? (May 2007), σελ. 13 επ.. IZA Discussion Paper No. 2812, προσπελάσιμο στο SSRN: https://ssrn.com/abstract=995495
[63] Μάλιστα, όπως σημειώνεται στην απόφαση Gough v Chief Constable of Derbyshire, ναι μεν υπάρχει ένα σύστημα, σύμφωνα με το οποίο τα ταξίδια με πούλμαν οπαδών σε εκτός έδρας παιχνίδια παρακολουθούνται από την Αστυνομία, ωστόσο η Αστυνομία δεν έχει την εξουσία να απαγορεύσει στο πούλμαν να ταξιδεύσει!
[64] Υπ’ αυτή την έννοια ορθώς η υπ’ αρ. 13/2007 ΔιατΕισΑΠ (Κανελλόπουλος), ΠοινΔικ 2008, 173, σημειώνει: «...Θεωρούμεν ακόμη, ότι είναι αδιανόητο να μη μπορούν οι φίλαθλοι της φιλοξενούμενης ομάδας, να παρακολουθήσουν αγώνες της γηπεδούχου ομάδας, εξ αιτίας της αδυναμίας των Αρχών, να εξασφαλίσουν συνθήκες τάξεως και ασφαλείας στα γήπεδα...»
[65] Έτσι η ΤρΠλημΠειρ 985/2008, ΠοινΔικ 2009, 284, ΠεντΣτρΞανθ 260/2011, ΠοινΧρ 2013, 389, ΤρΕφΚρητης 626/2005 και ΤρΠλημΗρ 605/2005 όπως αναφέρονται ως ιστορικό στην ΑΠ 2153/2006, ΠοινΧρ2007, 843, αλλά και ΤρΕφΘεσ 778/2010, όπως αναφέρεται ως ιστορικό στην ΑΠ 581/2011, ΤΝΠ Nomos και ΤρΕφΘεσ 5155/2009 ως ιστορικό στην ΑΠ 682/2012 ΤΝΠ Nomos. Αντιθέτως αυτό δεν φαίνεται να έγινε αντιληπτό από την ΤρΕφΘεσ 771/2009, όπως προκύπτει από το ιστορικό που παρατίθεται στην αρεοπαγητική ΑΠ 1218/2010, ΠοινΧρ 2011, 358, ούτε από την ΤρΕφΘεσ 2425/2008 όπως προκύπτει από το ιστορικό εντός της ΑΠ 1722/2009 ΠοινΧρ 2010, 580,
[66] Μ.Μαργαρίτης ΕρμΠΚ (3), πλαγιάρ. 10. Ορθώς ο Σκανδάμης, ΠοινΔικ 2008, 1371 αξιώνει την περιστολή του νοήματος του κανόνα ως προς τους αθλητές, κάτι που συμβαίνει στην παρ. 9 του ά. 41ΣΤ.
[67] Βλ. και ΠεντΣτρΞανθ 260/2011, ΠοινΧρ 2013, 389, όπου εξειδικεύονται οι έννοιες των βεγγαλικών και των κροτίδων, καθώς για τις τελευταίες απαιτείται μηχανισμός εκτόξευσης.
[68] Βλ. ΤρΠλημΠειρ 985/2008, ΠοινΔικ 2009, 284,
[69] Βλ. σχετ. ΑΠ 1218/2010, ΠοινΧρ 2011, 358, ΑΠ 682/2012 ΤΝΠ Nomos
[70] Αντίθ. η ΤρΠλημΠειρ 985/2008, ΠοινΔικ 2009, 284, με την αιτιολογία ότι η αυστηρή αυτή διάταξη «προστατεύει τη δημόσια τάξη και τον αθλητισμό ως έννομο αγαθό». Η επιχειρηματολογία αποτελεί λήψη του ζητουμένου, καθώς αυτή η «προστασία» είναι που ελέγχεται.
[71] Ενδεικτικά βλ. παρατηρήσεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής στο ά. 4 του ν. 4326/2015.
[72] Βλ. παρατήρηση επί του ά. 4 περ. γ της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής στον ν. 4326/2015
[73] Βλ. την αξιοπρόσεκτη επιχειρηματολογία του Σεβαστίδη, ΕρμΚΠΔ ά. 114, πλαγιάρ. 3 επ.
[74] Υπ’ αυτή την έννοια θα είναι μάλλον «πολυτέλεια» να εφαρμόζεται το ά. 253Α για την διαλεύκανση πλημμελημάτων μονομελούς πλημμελειοδικείου.
[75] Έτσι λ.χ. προσφάτως έκρινε και το γερμανικό ακυρωτικό, BGH, 3 StR 233/14, NStZ 2015, 270
[76] Τζαννετής ΣυστΕρμΠΚ ΕισΠαρ στα ά. 59-68, πλαγιάρ. 3.
[77] Πρόκειται για την ΥΑ 100/1999, ΦΕΚ Β 916/1999.
[78] Γι αυτό και στην σχετική νομολογία δεν γίνεται κανένας λόγος για παρεπόμενη ποινή, παρά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της επιβολής της (με εξαίρεση το ιστορικό της ΑΠ 1218/2010, ΠοινΧρ 2011, 358).
[79] Αυτό γίνεται κατανοητό από μια σύγκριση της παρεπόμενης αυτής ποινής του ά. 41ΣΤ παρ. 7 του ν. 2725/1999, η οποία είναι εξοντωτική και πρακτικά αδύνατον να εκτελεστεί (υποχρεωτική επιβολή πλήρους απαγόρευσης εισόδου σε αγωνιστικό χώρο, σε όλους τους αγώνες της ομάδας σε όλα τα αθλήματα και παραμονή στο αστυνομικό τμήμα!!), με την προβλεπόμενη απαγόρευση εισόδου σε γήπεδο, που έχει τον χαρακτήρα του προληπτικού μέτρου, στην Αγγλία, (Football Banning Order) και επιβάλλεται με συγκεκριμένη διαδικασία μετά από σειρά σταθμίσεων (βλ. τις Doyle & Ors v R [2012] EWCA Crim 995, και Cough v Chief Constable of Derbyshire EWCA Civ 351) ή με την αντίστοιχη εξουσία των αστυνομικών στην Γερμανία, αναλόγως του εκάστοτε κρατιδιακού αστυνομικού δικαίου, να θέσουν υπό κράτηση κάποιον για αποτροπή κινδύνου (βλ. υπόθεση ΕΔΔΑ Ostendorf v Germany 15598/08 7.03.2013).
[80] Poutvaara/Priks, Hooliganism and Police Tactics: Should Tear Gas Make Crime Preventers Cry? (May 2007), IZA Discussion Paper No. 2812, προσπελάσιμο στο SSRN: https://ssrn.com/abstract=995495.
[81] Αυτό είχε γίνει κατανοητό στην Αγγλία ήδη από την δεκαετία του 1960, βλ. Denis Howell, J. A. Harrington Soccer Hooliganism: A Preliminary Report (1968) σελ. 15επ., 35επ., 52 επ.