Η επιστημονική πορεία του Καθηγητή και ακαδημαϊκού Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη, καθώς και τα υψηλά standards που καθιέρωσε με το πολυσχιδές έργο του στο χώρο της ποινικής επιστήμης, έχουν καταστεί οδοδείκτης για τον νομικό κόσμο αλλά και διαρκής αναφορά για τις γενιές των μαθητών του και τους εν γένει ερευνητές. Η δογματική πληρότητα και πρωτοτυπία των θέσεών του υπηρέτησε εξαρχής και με διάρκεια τις ανάγκες αφενός της ανάδειξης των αξιακών δομών του ουσιαστικού και του δικονομικού Ποινικού Δικαίου και αφετέρου της κατανόησης του υποσυστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης ως εφαρμοσμένου ελέγξιμου και προβλέψιμου συστήματος.
Τις στοχεύσεις αυτές υλοποιεί και η πρόσφατη συνοπτική μονογραφία του Νικολάου Ανδρουλάκη, υπό τον τίτλο «Η ζήτηση και η εύρεση της αλήθειας στην ποινική δίκη» (Π.Ν. Σάκκουλας, 2017), με την οποία ενσαρκώνεται η δεοντολογική και ρεαλιστική προσέγγισης της ποινικής απόδειξης. Το έργο αυτό έρχεται ως συνέχεια του εισιτήριου λόγου του στην Ακαδημία Αθηνών υπό τον τίτλο «Η ποινική απόδειξη ως αιτιολογία και η ολοκλήρωσή της», συνιστώντας μια συνεκτική προσπάθεια για ανίχνευση και κατάστρωση των λογικών και εμπειρικών κανόνων που, παράλληλα με και ανεξάρτητα από τούς νομικούς, διέπουν την απόδειξη της ενοχής στην ποινική δίκη, ώστε να διαμορφωθεί μια κανονιστική θεωρία της ποινικής απόδειξης. Η κεντρική ιδέα που διατρέχει τη μονογραφία εντοπίζεται ευχερώς στη διαπιστωτική κρίση ότι η επιτυχής διαμόρφωση και εφαρμογή μιας κανονιστικής θεωρίας της ποινικής απόδειξης εξασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό τη σωστή διεκπεραίωση του σπουδαίου δικαιοδοτικού έργου που είναι η τιμωρία των ενόχων, παράλληλα πάντα με την προστασία των αθώων. Η εύρεση της αλήθειας σε κάθε in concreto περίπτωση οδηγεί στη θεμελίωση της απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου ή - σε περίπτωση μη απόδειξής της - στην κατ’ ακολουθία απαλλαγή του. Ο συγγραφέας, βεβαίως, δεν παραβλέπει την κρατούσα στον χώρο της ελληνικής, αλλά και της γερμανικής θεωρίας, άποψη που ανάγει σε σκοπό της ποινικής δίκης την «επίτευξη δικαιικής ειρήνης (Rechtsfrieden) ούτε παραγνωρίζει άλλωστε την πρακτική σημασία της μετατόπισης αυτής από την αλήθεια στη δικαιική ειρήνη. Διότι, όπως εύστοχα επισημαίνει, η μετακίνηση αυτή του κέντρου βάρους εμφανίζεται να «νομιμοποιεί» νέους, πιο «εύκολους» και πιο «γρήγορους» τρόπους διεκπεραίωσης των ποινικών υποθέσεων, όπως κατεξοχήν οι «πονικές διαπραγματεύσεις». Καθώς, ωστόσο, κατά την άποψή του, στο χώρο της ποινικής απόδειξης «όλα ανάγονται εντέλει στην αλήθεια και την προϋποθέτουν» το νόημα και οι όροι της εύρεσής της αναδεικνύονται σε πρωτεύοντα στόχο της μονογραφίας του αυτής.
Η εν λόγω κεντρική ιδέα, όπως διαμορφώθηκε στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αναπτύσσεται στη συνέχεια με παραδείγματα και επιχειρήματα στα επόμενα πέντε κεφάλαια που θεματίζουν τις «φάσεις του αποδεικτικού ενεργήματος», το «ιστόρημα», την «ώρα της απόφασης» και την «ολοκλήρωση της απόδειξης με την αιτιολογία». Σημείο αναφοράς για την ανάλυση του αποδεικτικού ενεργήματος στην ποινική δίκη συνιστούν οι τέσσερις ποινικές υποθέσεις που επιλέγονται και αναλύονται στο δεύτερο κεφάλαιο, παρέχοντας παραδειγματικό υλικό εργασίας διαφορετικών φάσεων και διακυβευμάτων. Εντεύθεν, η ανάπτυξη των «φάσεων του αποδεικτικού ενεργήματος» στην ποινική δίκη εκκινεί στο τρίτο κεφάλαιο από την αφετηριακή ανάγκη σαφούς προσδιορισμού του κάθε φορά ζητούμενου αποδεικτέου, του probandum, που προκύπτει από την προσεκτική νομική επεξεργασία του εκάστοτε πραγματικού υλικού. Έπεται η φάση της συναγωγής των ενδείξεων σε σχέση με το τι πράγματι συνέβη, πως, από ποιόν και γιατί. Η ανάγκη ύπαρξης ενός συνολικού κριτικού ελέγχου των ενδείξεων και των αντενδείξεων προωθείται σε θεωρητικό επίπεδο με την κατάστρωση ενός «συστήματος χαρτογράφησης» του αποδεικτικού υλικού. Σε πρακτικό επίπεδο, ωστόσο, αυτή η ιδέα της «χαρτογράφησης» δεν εξαρκεί, αφού η αναγωγή σε ένα κοινό αξιολογικό αισθητήριο του εκάστοτε επιφορτισμένου με την απόδειξη δεν παράγει ευανάγνωστα αποτελέσματα λόγω της περιπλοκότητας των «χαρτών». Εύλογα στρέφεται, ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον του συγγραφέα στα εργαλεία του κριτικού ελέγχου των αποδείξεων και ειδικότερα στον επαγωγικό συλλογισμό, τον συλλογισμό δηλαδή που εκκινεί από κάποιες σχετικής ισχύος γενικεύσεις εμπειρικών παρατηρήσεων και διαγνώσεων για να καταλήξει σε ένα άλλο ειδικό συμπερασμό. Οι γενικεύσεις αυτές λειτουργούν ως «αποδεικτικές προτάσεις» και μάλιστα τόσο πρώτου βαθμού που αφορούν στην αξιοπιστία των αποδεικτικών μέσων όσο και δεύτερου βαθμού που αφορούν ευθέως στην ουσία της υπόθεσης, δηλαδή στην απόδειξη ή άρνηση της ενοχής. Η επαγωγική πορεία που ακολουθείται με βάση την εκτίμηση των γενικεύσεων αυτών αναλύεται από τον συγγραφέα με την επίκληση της γνωσιολογικής τάσης του κριτικού Ρασιοναλισμού, που εντοπίζει την αντικειμενικότητα στη δυνατότητα διάψευσής της και επεξεργάζεται για τη ζήτηση της αλήθειας τη «λεπτομερή λογική θεωρία των προτιμήσεων». Ειδικό βάρος δίδεται, περαιτέρω, αφενός στις περισσότερες «συγκλίνουσες» ενδείξεις και αφετέρου στην αντίθεση ανάμεσα στο πιθανό και στο αποδείξιμο, και τέλος στα ποσοστά πιθανολόγησης και στο ρόλο τους.
Στο τέταρτο κεφάλαιο καταστρώνεται η προτεινόμενη από τον συγγραφέα κανονολογική θεωρία της ποινικής απόδειξης. Αναλύεται και προωθείται η κατανόηση της κεντρικής εννοίας του δικαίου της απόδειξης που δεν είναι άλλη από την έννοια της έλλογης αμφιβολίας – δηλ. του βασικού οργάνου της διαψευσιμότητας – και από την άλλη μεριά προωθείται ο χειρισμός των επισωρευμένων ενδείξεων ώστε να υλοποιηθεί η συναγωγή του επιδιωκόμενου αποδεικτικού αποτελέσματος. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στις αξονικές έννοιες α) της υπερέχουσας απόδειξης για σχηματισμό δικανικής πεποίθησης περί καταδίκης και β) της έλλογης πεποίθησης και αμφιβολίας, ενώ εξυψώνεται επιχειρηματολογικά το σχήμα «δικανική πεποίθηση πέρα από έλλογη αμφιβολία» versus «πεποίθηση συν πιθανότητα προσεγγίζουσα τη βεβαιότητα». Ειδική μνεία γίνεται, εξάλλου, στη σταδιακά «αποκλείουσα επαγωγή» και στο αξίωμα in dubio pro reo. Η ολοκλήρωση της απόδειξης με την αιτιολογία και τον αναιρετικό της έλεγχο αποτελεί το αντικείμενο έρευνας του έκτου και τελευταίου κεφαλαίου. Εύστοχα επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η ποινική απόφαση δεν είναι απλώς ένα «ναι» ή ένα «όχι» στην κατηγορία που αντιμετωπίζει ο εκάστοτε κατηγορούμενος, αλλά είναι κυρίως μια εξήγηση και θεμελίωση αυτού του «ναι» ή ένα «όχι», δηλαδή μια απόδειξη της συγκεκριμένης επιλογής. Η απόδειξη αυτή εκκινεί από τον ακριβή προσδιορισμό του αποδεικτέου αντικειμένου της δίκης, προχωρεί με τον «μικροσκοπικό» έλεγχο του αποδεικτικού υλικού και την επίκληση των απαραίτητων γενικεύσεων – αποδεικτικών προτάσεων α΄ και β΄ βαθμού και ολοκληρώνεται με τον έλεγχο διαψευσιμότητας των συγκεκριμένων παραδοχών επί τη βάσει της μεθόδου της λεγόμενης «αποκλείουσας επαγωγής».
Καταληκτικά, η προσφορά της μονογραφίας του κ. Ανδρουλάκη αναδεικνύεται από αυτήν καθ’ εαυτήν την επεξεργασία και προώθηση μιας κανονολογικής ουσιαστικής θεωρίας της ποινικής απόδειξης. Μιας θεωρίας, η εφαρμογή της οποίας θα καταστήσει αξιόπιστη και σαφώς πιο αμερόληπτη την απονομή της ποινικής Δικαιοσύνης. Διότι ως ζητούμενο η αληθινή, η γνήσια πεποίθηση του δικαστή οφείλει να είναι προβλέψιμη και ελέγξιμη. Μόνον τότε η δικαστική απόφαση νομιμοποιείται να αξιώνει διυποκειμενική ισχύ και μόνον τότε συνειδητοποιείται ευρέως η αξία της Δικαιοσύνης και περιβάλλεται με την δέουσα εμπιστοσύνη των κοινωνών.