Α.Π.: Κύριε Καθηγητά, θα θέλαμε κατ’ αρχάς, η κ. Τσόλκα κι εγώ, να σας ευχαριστήσουμε που δεχθήκατε, υπό την ιδιότητά σας ως Προέδρου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, να συζητήσουμε για το περιεχόμενο και τις αλλαγές που επέφερε ο νέος ΚΠΔ. Σκοπός μας είναι να υπάρξει ένας εποικοδομητικός διάλογος, μέσω του οποίου θα αναδειχθούν οι εν λόγω μεταλλαγές και τα εντεύθεν ανακύπτοντα ζητήματα για το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Θ.Δ.: Εκφράζω αντιστοίχως τις ευχαριστίες μου για τη συνεργασία μας στο πλαίσιο αυτής της συνέντευξης, καθώς το επιστημονικό κύρος αμφοτέρων εγγυάται το ποιοτικό επίπεδό της και την ανάπτυξη εκείνων των σκέψεων και επιχειρημάτων που θα καταστήσουν εποικοδομητικό τον αναγκαίο διάλογο.
Α.Π.: Τη χρονιά που διανύουμε ψηφίστηκε από τη Βουλή και ήδη ισχύει από 1-07-2019 ο νέος ΚΠΔ, που κατέθεσε η επιστημονική επιτροπή υπό την Προεδρία σας. Στη συνέχεια στο επίκεντρο της επιστημονικής συζήτησης βρέθηκε η επιχειρηθείσα μεταρρύθμιση στο χώρο των ποινικών κωδίκων (: ΠΚ και ΚΠΔ). Ποια είναι σήμερα η εκτίμησή σας; Ο ΚΠΔ ήταν ώριμο νομοθέτημα για να ψηφιστεί και μάλιστα στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου ή μήπως χρειαζόταν ένας εύλογος χρόνος, μακριά από προεκλογικές καχυποψίες, έτσι, ώστε να υπάρξει η αναγκαία ανταλλαγή και εμπέδωση των επιστημονικών απόψεων;
Θ.Δ.: Το ζήτημα του χρόνου ψήφισης των ποινικών κωδίκων ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτικής εξουσίας. Η ψήφισή τους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου επώασε πρόσθετους κινδύνους στοχευμένων πολιτικών αντιπαραθέσεων επί επιστημονικών ζητημάτων που απαιτούσαν επιχειρηματολογικό νηφάλιο διάλογο και κοινές στοχεύσεις, για να ανταποκριθούν στο διακύβευμα της αναθεώρησης της ποινικής νομοθεσίας μας. Η πολιτική διαχείριση επιστημονικών θέσεων με επικοινωνιακούς όρους και στερεοτυπικά συνθήματα δεν συνάδει, άλλωστε, με τη διαδικασία ψήφισης νέων κωδίκων και αδικεί σαφώς την πολυετή προσπάθεια των μελών των επιστημονικών επιτροπών. Καθώς, μάλιστα, η προσπάθεια αυτή αποτελούσε συνέχεια μιας εικοσαετούς και πλέον επιστημονικής προεργασίας και εξέφραζε την κοινή ανάγκη ανανέωσης της ποινικής νομοθεσίας μας, οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές ανέμεναν εύλογα να έχουν αναπτυχθεί ευρύτερες κοινοβουλευτικές συναινέσεις και ουσιαστικός πολιτικός διάλογος. Διάλογος που όφειλε - με την κινητοποίηση του συνόλου των νομικών σχολών, των δικαστικών, δικηγορικών και επιστημονικών ενώσεων και φορέων - να έχει προηγηθεί, δοθέντος ότι η διαδικασία ψήφισης των κωδίκων αξιώνει την έγκριση κατ’ αρχήν και στο σύνολο των κωδίκων και όχι την κατ’ άρθρο συζήτηση.
Α.Π.: Απόδειξη, υπό μία έννοια, της εσπευσμένης και μάλλον όχι ολοκληρωμένης νομοθέτησης ήταν η επισήμανση αστοχιών, παραδρομών αλλά και αντιφάσεων μεταξύ ΠΚ και ΚΠΔ. Στην κατεύθυνση αυτή είναι γνωστό ότι επιχειρήθηκαν κατ’ αρχάς οι «επείγουσες διορθώσεις» με πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ενώ στη συνέχεια ανατέθηκε στην ίδια την Επιτροπή (με την προσθήκη δύο ή τριών νέων μελών) να επιχειρήσει εκτεταμένες διορθωτικές παρεμβάσεις, οι οποίες ψηφίστηκαν από τη Βουλή με τον Ν. 4637/2019. Πόσο ευπρόσδεκτο είναι, μια επιτροπή η οποία παρέδωσε το «νομοθετικό της προϊόν» και έγινε νόμος του Κράτους, να επανέρχεται σε ελάχιστο χρόνο για να μεταβάλει και να τροποποιήσει αυτά που η ίδια πρότεινε για ψήφιση, με κίνδυνο μάλιστα να χρεωθεί ρυθμίσεις, που ίσως δεν θα την εκφράζουν;
Ο.Τ.: Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να παρέμβω κι εγώ στη συζήτηση. Με τον Ν. 4637/2019 έλαβαν χώρα - με τροπολογίες, οι οποίες κατατέθηκαν στη Βουλή την «τελευταία στιγμή» και τελικώς ψηφίστηκαν - αλλαγές σε σειρά ουσιωδών ρυθμίσεων που είχατε εισαγάγει με το νέο ΚΠΔ. Αναφέρομαι στις τροποποιήσεις αφενός του άρθρου 13 και αφετέρου του άρθρου 14 του ν. 4637/2019, με το οποίο επανέρχεται η δυνατότητα αξιοποίησης παρανόμως ληφθέντων αποδεικτικών μέσων, κατά παρέκκλιση του άρθρου 177 ΚΠΔ, που είχε εντόνως στο παρελθόν επικριθεί από τη θεωρία και τις επιστημονικές Ενώσεις. Ήταν σε γνώση της Επιτροπής οι εν λόγω αλλαγές; Αν όχι, ποια είναι η άποψή Σας; Και τούτο διότι θεωρώ ότι με αυτές αφενός ανατρέπονται -σε κάποιο βαθμό- θεμελιακές επιλογές της Επιτροπής Σας, αφετέρου εγείρεται ζήτημα μη συμβατότητάς τους με τις επιταγές της ευρωπαϊκής και της ενωσιακής δικαιοταξίας.
Θ.Δ.: Οι ερωτήσεις σας θίγουν τρία ειδικότερα ζητήματα, καθένα εκ των οποίων αντανακλά συγκεκριμένες πρακτικές και αντιλήψεις, οι οποίες στην πλειοψηφία τους αντιστρατεύονται την έννοια της λεγόμενης καλής και προβλέψιμης νομοθέτησης.
Ειδικότερα, το πρώτο ζήτημα των «επειγουσών διορθώσεων» με πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου συνδέεται με το εσπευσμένο της ψήφισης του Σχεδίου και ιδίως με συγκεκριμένα ελλείματα που παρουσίασε ο διοικητικός μηχανισμός υποστήριξης του νομοθετικού έργου, καθώς από τη μεταφορά των αρχείων του Σχεδίου ΚΠΔ της Επιτροπής μέχρι την εισαγωγή του στη Βουλή εμφιλοχώρησαν λάθη διάρθρωσης του κειμένου, αποκοπές φράσεων και παροράματα που έπρεπε να έχουν αποφευχθεί. Στο εσπευσμένο της ψήφισης οφείλονται και κάποιες ασυμβατότητες μεταξύ των δύο κωδίκων.
Το δεύτερο ζήτημα που αφορά τη σύσταση της Αναθεωρητικής Επιτροπής του ΚΠΔ και την ανάθεση από τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης αυτού του έργου στα ίδια κατά βάση μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής υπό την προεδρία μου είναι διαφορετικής υφής. Οι όποιες διορθωτικές παρεμβάσεις στον νέο κώδικα όφειλαν να γίνουν από τα μέλη της ίδιας Επιτροπής, ώστε να μη διαταραχθεί η ενότητα και η διάρθρωση του κώδικα και ιδίως η φιλοσοφία του συστήματος που προωθούσε αυτός. Στο πλαίσιο αυτών των διορθωτικών παρεμβάσεων, μάλιστα, αφενός μεν καλύφθηκαν κάποια κενά ή δυσαρμονίες διατάξεων που δεν είχαν προβλεφθεί στο Σχέδιο ή εμφανίστηκαν αμέσως μετά την πρώτη εφαρμογή των νέων διατάξεων, αφετέρου δε επανεξετάστηκαν ορισμένες ρυθμίσεις και προτάσεις φορέων που κρίθηκαν ως εύλογες για τη λειτουργικότητα του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Τέλος, εντάχθηκαν και ορισμένες διατάξεις στο πλαίσιο ενσωμάτωσης συγκεκριμένων Οδηγιών και Συμβάσεων, ώστε να εξασφαλισθεί η εναρμονισμένη με τις αξιώσεις του νέου κώδικα εισαγωγή τους (λ.χ. εφαρμογή τους με την τήρηση των προϋποθέσεων του σχετικών διατάξεων του κώδικα). Ωστόσο, οι όποιες προσθήκες αυτής της κατεύθυνσης, ακόμα και αυτές που κινούνταν στο μεταίχμιο (όπως λ.χ. της επαναφοράς του μονομελούς εφετείου σε περιορισμένο κύκλο εγκλημάτων) , δεν έπλητταν ούτε τη δομή ούτε τη φιλοσοφία του μοντέλου του νέου κώδικα.
Ως πλήγμα σε αυτή τη φιλοσοφία οφείλει να θεωρηθεί, επομένως, μόνον η επέμβαση με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14 του Ν. 4637/2019, δηλαδή αυτό που τέθηκε ως τρίτο ζήτημα. Διότι οι μεμονωμένες αυτές ρυθμίσεις επανέφεραν ρυθμίσεις του προηγούμενου Κώδικα την τελευταία στιγμή, ύστερα από την περάτωση της διαβούλευσης και κυρίως χωρίς να τεθούν υπόψη της αναθεωρητικής επιτροπής, πλήττοντας ευθέως – έστω και μερικώς - τη συστηματική ενότητα του νομοθετήματος. Τέτοια πλήγμα συνιστά τόσο η απάλειψη από το γράμμα του άρθρου 14 ΚΠΔ του λόγου αποκλεισμού στο πρόσωπο του εισαγγελέα, όσο και η επαναφορά της υποχρέωσης σύνταξης κατηγορητηρίου από τον ανακριτή όσο και η διεύρυνση του καταλόγου των εγκλημάτων αρμοδιότητας του εισαγγελέα διαφθοράς σε συνδυασμό με την επαναφορά της δυνατότητας χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων στα οικονομικά εγκλήματα. Όλες οι εν λόγω ρυθμίσεις έλαβαν χώρα αιφνιδίως, χωρίς γνώση των μελών της Αναθεωρητικής Επιτροπής του νέου ΚΠΔ και κυρίως χωρίς να εντάσσονται σε αναθεωρητικό πλαίσιο, αφού ενσαρκώνουν προδήλως συντεχνιακού χαρακτήρα αξιώσεις ή μεμονωμένες ασυστηματικές σταθμίσεις. Η τελευταία δε, για την οποία ορθώς θεωρείτε ότι η εισαγωγή της θέτει ζήτημα μη συμβατότητας με τις επιταγές της ευρωπαϊκής και της ενωσιακής δικαιοταξίας, εισάγει την εξαίρεση της εφαρμογής του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς, επαναφέροντας έτσι τις αντιρρήσεις αντισυνταγματικότητας που συνόδευαν την προηγούμενη ανάλογη διάταξη, καθώς ούτε ο κανόνας του άρθρο 19 παρ. 3 Σ. κάμπτεται με την επίκληση της ανάγκης εξιχνίασης οικονομικών εγκλημάτων, ούτε αυτή καθ’ εαυτήν η ανάγκη εξιχνίασης των εγκλημάτων αυτών μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση των οικείων εννόμων αγαθών από τα σαφώς σημαντικότερα έννομα αγαθά λ.χ. της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας.
Α.Π.: Βλέποντας κανείς τη συνολική εικόνα της νέας Ποινικής Δικονομίας οφείλει να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα νομοθετική πρωτοβουλία που φιλοδοξεί να θέσει νέες βάσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας. Ποια θεωρείτε ως σημεία καμπής του νέου ΚΠΔ και κατά πόσο αυτά οδηγούν στον εκσυγχρονισμό της ποινικής δίκης;
Θ.Δ.: Καταρχάς, η περί ης ο λόγος νομοθετική πρωτοβουλία ήταν επιβεβλημένη, καθώς ύστερα από σχεδόν εβδομήντα χρόνια ισχύος του ΚΠΔ του 1950 και ύστερα από τόσες πολλές και τόσο διαφορετικές νομοθετικές επεμβάσεις στις διατάξεις του που αλλοίωσαν τη συνοχή του, η θέσπιση ενός νέου κώδικα εμφανιζόταν ως μονόδρομος. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τη διεύρυνση και πολυπλοκότητα των εγκληματικών συμπεριφορών, τη συμφόρηση της κακουργηματικής ύλης, το αυξημένο συμφέρον αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος που οδήγησε στη μετάλλαξη του κατασταλτικού χαρακτήρα της δικονομίας, τις νέες επιστημονικές μεθόδους απόδειξης, τις συνθετότερες αξιώσεις προστασίας των δικαιωμάτων, αλλά και τα ευρωπαϊκά δρώμενα (Αποφάσεις – πλαίσιο, Συμβάσεις, Οδηγίες, Κανονισμοί) για να καταλήξει σε αυτό που αποτέλεσε πρόταγμα για όλο τον ευρωπαϊκό δικαιικό χώρο: Την αναδόμηση και ανανέωση του ποινικού δικονομικού μηχανισμού για την προστασία του ατόμου και της κοινωνίας. Ως σημεία καμπής του νέου κώδικα προβάλλουν, μετά ταύτα: α) Η προώθηση νέων αποκαταστατικών και συναινετικών θεσμών στο πλαίσιό του που εξυπηρετεί την ανάγκη ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς να διαρρηγνύει τη λογική ενότητα του δικονομικού συστήματος. Θεσμοί, όπως της αποχής από τη δίωξη υπό όρους, της ποινικής διαταγής, της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαπραγμάτευσης συνεισφέρουν ταυτόχρονα στην ισόρροπη κατανομή της δικαστικής ύλης στα στάδια της δίκης. β) Η συστηματοποίηση και αναμόρφωση συγκεκριμένων θεσμών και διαδικασιών της ποινικής δίκης, όπως αυτών λ.χ. του αποκλεισμού και της εξαίρεσης των δικαστικών προσώπων, των επιδόσεων, της διαδικασίας απόδειξης, της διαδικασίας των ενδίκων μέσων και του σταδίου της εκτέλεσης, με οδηγό τις σύγχρονες δικαιοκρατικές αξιώσεις της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας. γ) Και, τέλος, η ενίσχυση του θεσμικού ρόλου και των δικαιωμάτων των διαδίκων και του συνηγόρου στην κατεύθυνση κατοχύρωσης της δίκαιης δίκης, η οποία δοκιμάζεται ενόψει της διεύρυνσης των δικονομικών και εγκληματοπροληπτικών δυνατοτήτων αντιμετώπισης της οργανωμένης εγκληματικότητας και ιδίως των μυστικών αποδείξεων.
Α.Π.: Έρχομαι τώρα σε κάποια ειδικότερα ζητήματα. Και πρώτα στην προκαταρκτική εξέταση, η οποία οπωσδήποτε αναβαθμίζεται και συστηματοποιείται στο πλαίσιο της νέας Ποινικής Δικονομίας. Οφείλει κανείς να επισημάνει την διεύρυνση των δικαιωμάτων του υπόπτου που ταυτίζονται από πλευράς περιεχομένου με εκείνα του κατηγορουμένου. Πως όμως αντιμετωπίζει κανείς την εξέλιξη αυτή όταν συνοδεύεται από την ταυτόχρονη διεύρυνση και εφαρμογή ενός μεγάλου πλήθους ανακριτικών πράξεων, ήδη τώρα και των ειδικών ανακριτικών πράξεων, του άρ. 254 ΚΠΔ και στο χώρο της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία παραδοσιακά συνιστά μια θεσμοθετημένη προέρευνα για να διαπιστωθεί η τέλεση ή μη μιας αξιόποινης πράξης; Μήπως όλα αυτά συνιστούν «προπομπό» για την καθιέρωση μιας προκαταρκτικής εξέτασης αγγλοσαξονικής επιρροής με ανοιχτή την εκδοχή για εφαρμογή και μέτρων στερητικών της ελευθερίας (λ.χ. σύλληψη υπόπτου);
Ο.Τ.: Από μια άλλη οπτική, η διεύρυνση των δικαιωμάτων του «υπόπτου» ήταν επιβεβλημένη για λόγους συμβατότητας με τις επιταγές της ΕΣΔΑ καθώς και σχετικών Οδηγιών της ΕΕ. Αν μάλιστα αντιλαμβάνομαι ορθώς και από τις οικείες σκέψεις της Αιτιολογικής Έκθεσης, επιχειρήσατε μια συνολική αναδιαμόρφωση της προκαταρκτικής εξετάσεως, «επικοινωνώντας» με πρότυπα περισσοτέρων ευρωπαϊκών κρατών. Φαίνεται δε να αποτελεί κοινό τόπο ότι, ιδίως μέσω της ΕΣΔΑ, παρατηρείται πλέον μια σαφής τάση αλληλεπίδρασης μεταξύ του αγγλοσαξωνικού και του ηπειρωτικού μοντέλου της ποινικής δίκης κατά τη διαμόρφωση των σύγχρονων συστημάτων ποινικής δικαιοσύνης στον ευρωπαϊκό χώρο. Ποιες ήσαν οι βασικές αξιολογήσεις κατά την τελική Σας επιλογή;
Θ.Δ.: Όντως, η προκαταρκτική εξέταση αναβαθμίστηκε και συστηματοποιήθηκε στο πλαίσιο του νέου κώδικα με άμεσο επακόλουθο να διευρυνθούν και τα δικαιώματα του «υπόπτου» και να ενισχυθεί η θεσμική θέση του ως διαδίκου της ποινικής δίκης. Οι επιλογές αυτές αποτυπώνουν μια αξονική θέση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, για τη διάρθρωση της οποίας λήφθηκαν σαφώς υπόψη τόσο οι επιταγές της ΕΣΔΑ και οι σχετικές Οδηγίες της ΕΕ όσο και οι αντίστοιχες ρυθμίσεις μιας σειράς ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων. Έτσι, με τη δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης επιδιώκεται η πληρέστερη διερεύνηση των φερόμενων ως τελεσθεισών πράξεων στο αρχικό αυτό στάδιο της ανακριτικής διερευνητικής διαδικασίας που θα επιτρέψει την ταχύτερη συλλογή αποδείξεων και εν ταυτώ την εκφορά βασιμότερης εισαγγελικής κρίσης για την κίνηση ή μη της ποινικής δίωξης. Συνάμα, όμως, επιδιώκεται και η ελάφρυνση της ανάκρισης, καθόσον κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 248 παρ. 2 ο ανακριτής μπορεί να μην επαναλάβει τις διενεργηθείσες ανακριτικές πράξεις της προκαταρκτικής εξέτασης, αν θεωρήσει ότι αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη νομιμότητά τους ή την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης.
Η προσθήκη που έγινε με το άρθρο 7 παρ. 26 του Ν. 4637/2019 στο άρθρο 243 για τη δυνατότητα διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων, μετά από έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης για τις πράξεις των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ δεν αποτέλεσε επιλογή της Αναθεωρητικής Επιτροπής. Καθώς η προσθήκη αυτή ήταν υποχρεωτική και συνδεόταν με την κύρωση της «Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη της τρομοκρατίας και του Πρωτοκόλλου του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τροποποίηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας, και συναφείς διατάξεις», αυτό που έπραξε η Αναθεωρητική Επιτροπή ήταν να ενσωματώσει τροποποιημένη τη διάταξη της Σύμβασης θέτοντας τη διενέργεια των πράξεων αυτών υπό τις γενικές προϋποθέσεις και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 254 ΚΠΔ, ώστε η εισαγγελική διάταξη να μην επικυρώνεται από το δικαστικό συμβούλιο μέσα σε τρεις μήνες – όπως προέβλεπε η Σύμβαση – αλλά μέσα σε πέντε ημέρες όπως προβλέπει ο ΚΠΔ στο άρθρο 254.
Α.Π.: Είναι ασφαλώς θετικό το γεγονός ότι καθιερώνεται η υποχρέωση κλήτευσης του υπόπτου, γεγονός που τώρα αποτρέπει πρακτικές που θεωρούσαν ως περιττή μια τέτοια κλήτευση, όταν επακολουθούσε κύρια ανάκριση, οπότε κατά τους θιασώτες της περίεργης και εξεζητημένης αυτής άποψης, μπορούσε ο ύποπτος (με την ιδιότητα του κατηγορουμένου!) να ασκήσει τα δικαιώματά του. Προβληματική μου φαίνεται, ωστόσο, η δυνατότητα που παρέχεται, να παραλειφθεί η εξέταση του υπόπτου, όταν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για να ασκηθεί ποινική δίωξη και διαφαίνεται κίνδυνος φυγής του ή τέλεσης νέων εγκλημάτων. Ποιος θα κρίνει εδώ ότι ο ύποπτος σχεδιάζει τη φυγή του και ότι έχουν προκύψει ενδείξεις για να κινηθεί αμέσως ποινική δίωξη, όταν μάλιστα η προκαταρκτική εξέταση είναι σε εξέλιξη στα χέρια του ανακριτικού υπαλλήλου;
Θ.Δ.: Όντως με τη θέσπιση της υποχρέωσης κλήτευσης του υπόπτου αφαιρέθηκε οποιοδήποτε νομοθετικό έρεισμα από την μέχρι πρότινος νομολογιακή λύση που αρνούνταν την ακυρότητα σε περίπτωση μη κλήτευσης του υπόπτου, όταν αυτός λάμβανε στη συνέχεια την ιδιότητα του κατηγορουμένου και αποκτούσε έτσι την ευχέρεια να απολογηθεί και να ασκήσει το σύνολο των δικαιωμάτων του σε μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο. Η πρόβλεψη της παρ. 2 για την παράλειψη της κλήσης προς παροχή εξηγήσεων επί κακουργήματος σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις που θεμελιώνεται βάσιμα κίνδυνος φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων εκ μέρους του υπόπτου προωθήθηκε για λειτουργικούς δικονομικούς και εγκληματοπροληπτικούς λόγους. Τη σχετική κρίση οφείλει να λάβει αποκλειστικά ο εισαγγελέας υπό την εποπτεία του οποίου γίνεται η προκαταρκτική εξέταση, εφόσον την εξαιρετική αυτή ανάγκη δεν μπορεί να την καλύψει το μέτρο της εισαγγελικής απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Εξυπακούεται, πάντως, ότι η εφαρμογή της ρύθμισης αυτής οφείλει να είναι περιορισμένη και να προϋποθέτει την κατά το δυνατόν ασφαλή κρίση για τον σχεδόν προφανή βάσιμο κίνδυνο.
Α.Π.: Όπως είναι γνωστό η πάλαι ποτέ κραταιά προανάκριση έπαυσε πια να συνιστά τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης ενώ η δικονομική της λειτουργία εξαντλείται σε μια «εργαλειακή χρήση», προκειμένου «δι’ αυτής» να συμπληρωθεί το αποδεικτικό υλικό με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων. Αφού, λοιπόν, ήταν προδιαγεγραμμένος και επικουρικός ο ρόλος της προανάκρισης, σε τι ωφελεί η «επάνοδος» στην ουσιαστική αποπεράτωση της προανάκρισης;
Θ.Δ: Αυτή ήταν και η αρχική θέση της Επιτροπής, ενόψει αυτού του επικουρικού ρόλου που επέλεξε για την τακτική προανάκριση. Στο ενδιάμεσο διάστημα της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 245 νέου ΚΠΔ ανέκυψε, ωστόσο, ως ζήτημα η έλλειψη ρητού νομικού πλαισίου για την περάτωση της τακτικής προανάκρισης. Έτσι, στις περιπτώσεις που είχε διαταχθεί τακτική προανάκριση επί πλημμελήματος των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας ύστερα από διάταξη του εισαγγελέα εφετών για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού (άρθρο 43 παρ. 2 εδάφ. β΄) ή επί ανάσυρσης της δικογραφίας από το αρχείο, εξαιτίας αποκάλυψης άγνωστου μέχρι τότε δράστη (άρθρο 245 παρ. 3 εδ. γ΄ και δ΄) ή επί προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης ύστερα από διάταξη του εισαγγελέα εφετών για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων (άρθρο 322 παρ. 3 εδάφ. α΄ περιπτ. γ΄) δεν ήταν δυνατή η περάτωση της προανάκρισης με την εφαρμογή συγκεκριμένης διάταξης, αλλά θα έπρεπε να περατωθεί με ανάλογη εφαρμογή. Συνεπώς, για την πληρότητα του νομικού πλαισίου η ρύθμιση ήταν απαραίτητη.
Α.Π.: Στο χώρο της ποινικής δίωξης καθιερώνεται το υποχρεωτικό της προκαταρκτικής εξέτασης όχι μόνο για τα κακουργήματα αλλά και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και Τριμελούς Εφετείου για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας. Πρόκειται ασφαλώς για σωστή επιλογή ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι τα αναφερθέντα πλημμελήματα κατά βάση υπόκεινται στην απευθείας παραπομπή και ως εκ τούτου γίνεται σεβαστό το δικαίωμα ακροάσεως των εμπλεκομένων προσώπων. Προβλεπόταν, ωστόσο, στο Σχέδιο ΚΠΔ η υποχρέωση του εισαγγελέα όταν παραγγέλλει κύρια ανάκριση να συναποστέλλει και κατηγορητήριο ως ένα είδος αναχώματος για τον αποτροπή των «εύκολων διώξεων» αλλά και ως πρόβλεψη ενίσχυσης της «αρχειοθέτησης» ή της έκδοσης απορριπτικής διάταξης. Μπορεί όμως οι «πρόχειρες» ή οι «διογκωμένες» διώξεις να αντιμετωπίζονται με την επιπλέον υποχρέωση της σύνταξης κατηγορητηρίου; Δεν ήταν απλουστευτική και ίσως, σε μια λανθάνουσα προβολή, «τιμωρητική» η υποχρέωση αυτή; Επιπρόσθετα, ποιά σκέψη επέτασσε τη μετάθεση της υποχρέωσης σύνταξης κατηγορητηρίου από τον ανακριτή στον εισαγγελέα στο πλαίσιο της τακτικής ανάκρισης;
Θ.Δ.: Η υποχρέωση του Εισαγγελέα να συντάσσει κατηγορητήριο μετά την προκαταρκτική εξέταση θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι εναρμονίζεται τόσο υπό δογματικό πρίσμα με τον ρόλο του εισαγγελέα όσο και υπό πρακτικό πρίσμα με τη στόχευση, η άσκηση ποινικής δίωξης να μην είναι για τον χειριζόμενο τη δικογραφία της προκαταρκτικής εξέτασης Εισαγγελέα απλούστερη απ’ ό,τι η αρχειοθέτηση ή η έκδοση απορριπτικής διάταξης. Ευθέως κατέτεινε η ρύθμιση αυτή στην τιθάσευση ακριβώς αυτών των «πρόχειρων» ή των «διογκωμένων» διώξεων που αναφέρετε, οι οποίες υπό το βάρος της σύνταξης του αναγκαίου κατηγορητηρίου θα περιορίζονταν αναγκαστικά. Παράλληλα, η λύση της σύνταξης κατηγορητηρίου από τον εισαγγελέα θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι θα τερματίσει την αδόκιμη πρακτική πληροφόρησης του ανακριτή από τις αστυνομικές αρχές με πληθώρα χρονοβόρων - σχετικής αξίας και βασιμότητας - διαβιβαστικών εγγράφων, αλλά και την πρακτική υποκατάστασης του εισαγελικού έργου από τον ανακριτή. Παρά την ευμενή αντιμετώπιση των ρυθμίσεων αυτών από τον ευρύτερο νομικό κόσμο, ψηφίστηκε απρόσμενα - υπό το βάρος προφανώς εισαγγελικών πιέσεων και χωρίς γνώση των μελών της Αναθεωρητικής Επιτροπής – η επαναφορά της υποχρέωσης σύνταξης κατηγορητηρίου από τον ανακριτή. Η αδόκητη αυτή παλινδρόμηση επανέφερε τη ρύθμιση του άρθρου 246 στην παλιά μορφή της τόσο σε σχέση με τον τρόπο της παραγγελίας του εισαγγελέα στον ανακριτή όσο και σε σχέση με τη μετακύλιση προς τον ανακριτή της λειτουργικής αρμοδιότητας καθορισμού του ιστορικού περιεχομένου της δίωξης.
Α.Π.: Με το άρ. 71 ΚΠΔ πανηγυρικά εξαγγέλλεται (γιατί αυτό ήδη προέκυπτε από το άρ. 6 του ΕΣΔΑ) ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο. Επίσης το άρ. 6 παρ. 4 εδ. γ’ του Συντάγματος, που προστέθηκε με την 2η Αναθ. της 6-4-2001 ορίζει ότι απαγορεύεται η υπέρβαση των ανωτάτων ορίων της προφυλάκισης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επιμέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης. Παρόλα αυτά η Επιτροπή άφησε άθικτη την διάταξη του άρ. 310 παρ. 1 γ’ ΚΠΔ για προσωρινή παύση της δίωξης σε μια σειρά κακουργημάτων, η οποία προδήλως αντιστρατεύεται το τεκμήριο αθωότητας ενώ περαιτέρω επίσης δεν αναμόρφωσε την ομολογουμένως προβληματική διάταξη του άρ. 293 ΚΠΔ ενόψει της ως άνω συνταγματικής πρόβλεψης. Είχε η Επιτροπή περιορισμένες αρμοδιότητες ή μήπως εκτιμήθηκε ότι οι αναφερθείσες αλλαγές είναι επουσιώδεις;
Θ.Δ.: Είναι προφανές ότι αμφότερες οι εν λόγω διατάξεις μπορούσαν να αναμορφωθούν, ώστε να εναρμονισθούν ευθέως με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας. Δυστυχώς, λόγω της περιορισμένης ενασχόλησης της επιστήμης και της πράξης με αυτές, δεν συγκαταλέχθηκαν στον όγκο των αναθεωρήσιμων διατάξεων που εξετάστηκαν στις πολλαπλές συνεδρίες της επιτροπής. Τούτο, όμως, δεν εμποδίζει την ορθή εφαρμογή τους κατ’ επιταγή της υπέρτερης ισχύος αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και του άρθρου 6 Σ..
Α.Π.: Χωρίς αμφιβολία η εισαγωγή θεσμών αποκαταστατικής δικαιοσύνης (αποχή, ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση), αποτελεί μια ενδιαφέρουσα τομή στο δικονομικό σκηνικό, η οποία φιλοδοξεί να επαναπροσδιορίσει την μορφή και το περιεχόμενο της ποινικής δικαιοσύνης, αφού θα επιτρέψει την αποφόρτισή της από ένα μεγάλο όγκο υποθέσεων και θα εξασφαλίσει δικονομικό χρόνο για καλύτερη εκδίκαση των λοιπών υποθέσεων. Ένας ουσιώδης προβληματισμός που εδώ προκύπτει είναι: Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να εφαρμοστούν οι θεσμοί εναλλακτικής δικαιοσύνης, ιδίως ενόψει της απουσίας κατάλληλης νομικής κουλτούρας σε διαδίκους και δικηγόρους, αλλά και των νομοθετικών αστοχιών, αφού διαπιστώνουμε ότι δεν είναι χρονικά διακριτή η εφαρμογή των θεσμών αυτών μεταξύ τους αλλά και σε σχέση με αντίστοιχες προβλέψεις του Ποινικού Κώδικα (έμπρακτη μετάνοια, προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή);
Ο.Τ.: Από την πλευρά μου θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι η αποτελεσματική εφαρμογή των νέων αυτών θεσμών δεν εξαρτάται μόνον από τους συνηγόρους και τους διαδίκους, αλλά και από τους δικαστικούς λειτουργούς. Όμως, οι τελευταίοι είναι έτοιμοι να υποδεχτούν τους θεσμούς αυτούς; Κι επίσης, πώς θα μπορούσε να αποτραπεί στην πράξη η ενδεχομενικότητα κατά την εφαρμογή τους; Ή με άλλα λόγια, τι χρειάζεται για να διασφαλιστεί η πραγμάτωση των αρχών που διέπουν την εκάστοτε διαδικασία; Λ.χ. σκέφτομαι το θεσμό της αποχής από την ποινική δίωξη υπό όρους, κατ’ άρθρα 48 και 49 ΚΠΔ. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα κριτήρια, βάσει των οποίων θα πρέπει να κάνει χρήση της σχετικής δυνατότητας ο αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός ή το αρμόδιο δικαστήριο;
Θ.Δ.: Η εφαρμογή των θεσμών της συναινετικής απονομής δικαιοσύνης είναι αναγκαία προϋπόθεση για να αντιμετωπισθεί το διαρκώς διογκούμενο πρόβλημα συμφόρησης των ποινικών πινακίων. Οι θεσμοί της παραδοσιακής τακτικής διαδικασίας δεν το αντιμετώπισαν και δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν στο μέλλον. Όχι μόνον γιατί αποτελούν επιλογές των παρελθόντων ετών που είχαν προσαρμοστεί για την αντιμετώπιση της παραδοσιακής εγκληματικότητας, αλλά και γιατί δεν εμπεριέχουν σταθμίσεις της σύγχρονης νομικής πραγματικότητας που προτάσσει την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα. Αυτό οδήγησε, άλλωστε, όλες τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης (με εξαίρεση την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν) να υιοθετήσουν τις εναλλακτικές διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης. Και μάλιστα, ακόμα και χώρες, όπως η Γερμανία που αποτελούσε προπύργιο της παραδοσιακής δικονομίας.
Τα ζητήματα που θέσατε αμφότεροι σε σχέση με την έλλειψη κουλτούρας και υποδομών εφαρμογής των θεσμών αυτών προβλημάτισαν σε μέγιστο βαθμό την επιτροπή. Και μάλιστα και σε σύνδεση με ζητήματα που δεν ανήκαν στο πλαίσιο των εργασιών της, όπως αυτό της επάρκειας ή όχι του αριθμού των εισαγγελέων για την εφαρμογή των νέων θεσμών. Προσωπική μου άποψη είναι ότι οι νέοι θεσμοί δεν πρέπει να συνδεθούν τόσο πολύ με ζητήματα εύλογων δυσχερειών της πρώτης εφαρμογής τους, αλλά περισσότερο με ζητήματα αντιλήψεων και με τη συνειδητοποίηση της αναγκαίας ευρείας απόφασης εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου. Έτσι, ο θεσμός της αποχής υπό όρους στα κακουργήματα θα εφαρμοσθεί μόνον αν προταχθεί η αναγκαιότητα προώθησής του και η προτεραιότητα της αποκαταστατικής λειτουργίας του. Το ίδιο ισχύει και για τον θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής που επίσης προϋποθέτει την αποκατάσταση της ζημίας. Μάλιστα, η επιτροπή για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της ταύτισης του πεδίου του θεσμού αυτού με τις περιπτώσεις έμπρακτης μετάνοιας, επέλεξε τη διεύρυνση του πεδίου της συνδιαλλαγής, λ.χ. στα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της ψευδούς βεβαίωσης. Ωστόσο, η αλλαγή παραδείγματος στην απονομή της δικαιοσύνης περνά κυρίως μέσα από την εφαρμογή της ποινικής διαπραγμάτευσης. Εκεί απαιτούνται συνειδητοποιήσεις και προτάξεις από όλους τους παράγοντες για την ευρεία εφαρμογή της. Και εκεί το διακύβευμα δεν είναι ούτε του συνηγόρου, ούτε του μεμονωμένου εντολέα, ούτε του εισαγγελέα, ούτε και του δικαστή. Είναι συλλογικό και συνολικό, καθώς οι επιλογές του παρελθόντος δεν εισφέρουν λύσεις και οι απαιτήσεις του παρόντος δεν αντιμετωπίζονται με αδράνεια και στερεότυπα.
Α.Π.: Στον προηγούμενο ΚΠΔ υπήρχε η ρύθμιση του άρ. 510 παρ. 4 που προέβλεπε ότι αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανιστεί δικάζεται σαν να ήταν παρών. Επρόκειτο για προϊόν νομολογιακής σύλληψης, η οποία αποτυπώθηκε στον ΚΠΔ με το ν. 3160/2003, και έκτοτε εφαρμόστηκε με υποδειγματική δικονομική συνέπεια. Η απάλειψη της ρύθμισης από το νέο ΚΠΔ χωρίς την παραμικρή διατύπωση θέσης προβλημάτισε και μάλιστα όπως ήταν επόμενο έγινε η σκέψη: αν μεν ήταν συνειδητή η απάλειψη έπρεπε να αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση αν πάλι ήταν απάλειψη παραδρομής, θα έπρεπε στο «διορθωτικό νόμο» να γίνει σχετική μνεία. Πείτε μας τι ακριβώς συμβαίνει με την τύχη και πως προδιαγράφεται το μέλλον της εν λόγω διάταξης;
Θ.Δ.: Στο πλαίσιο του νέου κώδικα επιλέχθηκε για τις περιπτώσεις που αναφέρατε η λύση της κήρυξης της έφεσης ως ανυποστήρικτης. Δεν περιλήφθηκε δηλαδή στο νέο άρθρο 501 η διάταξη της παρ. 4 του αντίστοιχου άρθρου του προηγούμενου κώδικα, καθόσον θεωρήθηκε ότι η λύση της απόρριψης της έφεσης ως ανυποστήρικτης στις περιπτώσεις αυτές αφενός μεν επιτρέπει στον θέλοντα να δικαστεί κατηγορούμενο να ασκήσει αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, αφετέρου αποτρέπει την αμιγώς διεκπεραιωτική διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων ερήμην του εκκαλούντος στις οποίες η ουσιαστική συζήτηση πάσχει αντικειμενικά. Στην ίδια κατεύθυνση οδηγεί, άλλωστε και η ρύθμιση του νυν ισχύοντος άρθρου 500 εδ. ζ΄ ΚΠΔ που θεσπίζει την υποχρέωση αναφοράς στην κλήση ότι «αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο στη δικάσιμο ή στη μετ’ αναβολή αυτής συζήτηση, η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη». Ωστόσο, σε ευθεία αναφορά προς τα ανωτέρω τελεί η παρ. 5 του άρθρου 502 νέου ΚΠΔ, κατά την οποία «αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι παραδεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης, δεσμεύεται από την απόφασή του για το παραδεκτό της έφεσης στη μετ’ αναβολή συζήτηση αυτής». Τούτο γιατί, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 501 παρ. 1 και 502 παρ. 5 προκύπτει η λύση στο ζήτημα σε σχέση με το ανυποστήρικτο της έφεσης σε περίπτωση μη εμφάνισης του εκκαλούντος. Έτσι οφείλει να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται η εκδίκαση της έφεσης στις περιπτώσεις που έχει κριθεί το παραδεκτό της με παρόντα τον εκκαλούντα σε προηγούμενη διαδικαστική φάση, όπως επί αναβολής για κρείσσονες κατ’ άρθρο 352 ΚΠΔ ή επί αναστολής κατ’ άρθρο 59 ΚΠΔ , παρά την απουσία του εκκαλούντος στη μετ’ αναβολή δικάσιμο. Υπό το ισχύον νομικό καθεστώς η εκδίκαση της έφεσης στην ουσία της δεν είναι νοητή, αν δεν έχει μεσολαβήσει η κρίση του δικαστηρίου για το παραδεκτό της έφεσης. Έτσι, αν έχει κριθεί σε προηγούμενη δικάσιμο το παραδεκτό, όπως επί αναβολής για κρείσσονες, το δικαστήριο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 502 παρ. 5 δεσμεύεται από την απόφασή του για το παραδεκτό της έφεσης και συνεπώς δικάζει στην ουσία, παρά την απουσία του εκκαλούντος στη μετ’ αναβολή συζήτηση. Αντίθετα, αν δεν έχει κριθεί το παραδεκτό της έφεσης, το δικαστήριο απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ενδιαφέρει αν ο εκκαλών είχε εμφανιστεί στην τυχόν προηγηθείσα δικάσιμο που ανέβαλε την εκδίκαση.
Α.Π.: Παρατηρήσαμε με κάποια έκπληξη ότι με το νέο ΚΠΔ ο προβλεπόμενος για τον κατηγορούμενο λόγος έφεσης κατά βουλεύματος που είναι η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συρρικνώνεται σε «ευθεία» εσφαλμένη εφαρμογή, αφήνοντας απέξω την εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης ή αλλιώς της «έλλειψη νόμιμης βάσης». Ποια είναι η εξήγηση αυτού του περιορισμού, όταν πάντως η έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος, που κατά βάση συμπίπτει με την «έλλειψη νόμιμης βάσης», με τις πρόσφατες παραδοχές του ΕΔΔΑ συνιστά προσβολή της «δίκαιης δίκης» και από την άποψη αυτή συντρέχει απόλυτη ακυρότητα (άρ. 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ);
Θ.Δ.: Η συγκεκριμένη επιλογή έχει περισσότερο συμβολικό και λιγότερο ουσιαστικό χαρακτήρα και διαμορφώθηκε στο πλαίσιο των σταθμίσεων και πλειοψηφιών που παρατηρούνται σε κάθε αντίστοιχη πολυπληθή και αντιπροσωπευτική όλων των φορέων επιτροπή. Τη διαμόρφωσή της επέβαλλε η αντίληψη της πλειοψηφίας για τον περιορισμό του φαινομένου έμμεσης εισόδου στον αναιρετικό έλεγχο του λόγου της έλλειψης αιτιολογίας. Εύστοχα επισημαίνετε και εσείς, όμως, ότι ο λόγος αυτός μπορεί να εισέλθει στο πεδίο του επιτρεπτού αναιρετικού ελέγχου και δια της απόλυτης ακυρότητας, καθώς κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ η αξίωση ειδικής αιτιολογίας συνιστά συστατικό μέγεθος της δίκαιης δίκης.
Α.Π.: Όπως είναι γνωστόν, υπό την ισχύ του προηγούμενου ΚΠΔ, για να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής ενώπιον του Αρείου Πάγου έπρεπε η ασκηθείσα αναίρεση να είναι όχι μόνο παραδεκτή αλλά και βάσιμη. Με τον νέο κώδικα εγκαταλείφθηκε η πρόσθετη προϋπόθεση που αφορά το βάσιμο λόγο για να ληφθεί υπόψη τυχόν παραγραφή που συμπληρώθηκε μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης. Μολονότι με το άρθρο 13 του ν. 4637/2019 επανήλθε το καθεστώς που ίσχυε πριν τον νέο κώδικα, πείτε μας ποιες ήταν οι σκέψεις που πρυτάνευσαν στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την επιλογή της ρύθμισής σας, παρόλο που με αυτή θα άνοιγε ο δρόμος μέσω «προπετών» αναιρέσεων ή και αναιρέσεων «ρουτίνας» για την παραγραφή εγκλημάτων;
Θ.Δ.: Σύμφωνα με την μεταρρυθμισθείσα με τον ν. 4637/2019 παρ. 2 του άρθρου 511, ο Άρειος Πάγος όφειλε αυτεπαγγέλτως να λαμβάνει υπόψη την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να αξιώνει την ύπαρξη βάσιμου λόγου αναίρεσης. Η εν λόγω επιλογή είχε δικαιολογηθεί στην αιτιολογική έκθεση με την επίκληση του νομικού επιχειρήματος ότι «η παραγραφή είναι θεσμός δημόσιας τάξης και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της δίκης και ενώπιον του Αρείου Πάγου, υπό την προϋπόθεση ότι το ένδικο μέσο έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως και περιέχει έναν έστω των περιοριστικά αναφερόμενων στο άρθρο 510 του ΚΠΔ λόγο, χωρίς ωστόσο να απαιτείται να είναι αυτός και βάσιμος. Άλλωστε, προς τούτο συνηγορεί και η δικονομική διαπιστωτική κρίση ότι η εφαρμογή του θεσμού της παραγραφής δεν δικαιολογείται να γίνεται a la carte, αφού και η αναίρεση είναι ποινικό δικονομικό στάδιο. Η δικαιοπολιτική σκέψη για την εφαρμογή της παραγραφής (ειρήνευση κοινωνίας, απομάκρυνση από την ερευνώμενη πράξη κλπ) δικαιολογεί την ισχύ της και στη διαδικασία στον Άρειο Πάγο, αφού οι όροι που την επέβαλαν δεν εκλείπουν κατά τον αναιρετικό έλεγχο της υπόθεσης, ούτε πρέπει να εξαρτάται αυτή από την ουσία της υπόθεσης ή τη διάκριση των εγκλημάτων.
Α.Π.: Και έρχομαι τώρα στον νεοσύστατο θεσμό της «ποινικής διαταγής» ο οποίος πράγματι αποβλέπει στην αποσυμφόρηση δικαστικής ύλης, η οποία μάλιστα τα τελευταία χρόνια αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης αλλεπάλληλων νόμων αμφίβολης συνταγματικότητας (« υφ’ όρο παραγραφή»). Ενώ λοιπόν προβλέπεται η ερήμην εκδίκαση και επιβολή ποινής για ήσσονος σημασίας πλημμελήματα και αναγνωρίζεται η ανατροπή της απόφασης, μέσω αντιρρήσεων του καταδικασμένου, όταν έρχεται η ώρα να συζητηθεί η υπόθεση με την κύρια διαδικασία, εκεί δεν ισχύει η δέσμευση της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου (άρ. 415 ΚΠΔ). Μήπως έτσι προκαλείται μια πρώτη ρωγμή στην κεφαλαιώδη αρχή του άρ. 470 ΚΠΔ και περαιτέρω αποθαρρύνεται ο καταδικασθείς να προβάλλει αντιρρήσεις;
Θ.Δ.: Η συνοπτική διαδικασία της ποινικής διαταγής εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 409 έως 416. Μια ατελή μορφή της διαδικασίας αυτής προέβλεπε και ο παλιός ΚΠΔ στα άρθρα 414 έως 416 για τα πταίσματα και στο άρθρο 427 για τα πλημμελήματα, η εφαρμογή της οποίας ωστόσο στην πράξη ήταν περιορισμένη. Προβλεπόταν και εκεί, ωστόσο, η ίδια ρύθμιση για τη μη ισχύ του άρθρου 470 στις περιπτώσεις συζήτησης της υπόθεσης με την τακτική διαδικασία ύστερα από προβολή αντιρρήσεων. Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται με την επίκληση του ιδιάζοντος χαρακτήρα της ποινικής διαταγής και κατατείνει στην αποτροπή μετατροπής της ποινικής διαταγής σε όχημα για τη μεταφορά – ύστερα από τις σχετικές αντιρρήσεις – της υπόθεσης σε τακτική διαδικασία με εξασφαλισμένη την ευνοϊκή ποινή του άρθρου 410 σε περίπτωση καταδίκης.
Α.Π.: Προβλέπεται στο άρ. 473 παρ. 3 εδ. δ’ ΚΠΔ η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και κατά εκκλητών αποφάσεων. Στην περίπτωση αυτή καταχωρίζονται καθαρογραμμένες και οι εκκλητές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, εφόσον εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, το ζητήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ενώ όμως η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης και εδώ αρχίζει από την καταχώριση, δεν προβλέπεται ο χρόνος μέσα στον οποίο θα γίνει η καθαρογραφή και καταχώριση!
Θ.Δ.: Εξυπακούεται ότι σε τέτοια περίπτωση η καταχώριση θα λάβει χώρα εντός ευλόγου χρόνου, ώστε να είναι διαχειρίσιμη από τον εντολοδότη εισαγγελέα.
Ο.Τ.: Πριν κλείσει τη συζήτησή μας ο καθηγητής κ. Παπαδαμάκης, κι επειδή ο χρόνος είναι ασφαλώς περιορισμένος, θα ήθελα συμπληρωματικά να σταθώ στα εξής: Ένα διαχρονικό πρόβλημα και συγχρόνως μια καίρια πρόκληση είναι προφανώς η στάθμιση διαφορετικών αξιών κατά την κατάστρωση των διατάξεων περί των ανακριτικών πράξεων. Ειδικότερα, με την αναδιαμόρφωση των διατάξεων για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις θεωρείτε ότι διασφαλίζεται πλέον η αποτελεσματική δικαστική προστασία των θιγομένων ατόμων, χωρίς συγχρόνως να ματαιώνεται η αξίωση της Πολιτείας για αποτελεσματική δίωξη των οικείων εγκλημάτων;
Θ.Δ.: Ναι, θεωρώ ότι πράξαμε το καλύτερο δυνατό μέσα στα όρια που μας θέτει η έννομη τάξη και λαμβάνοντας υπόψη αμφότερες τις αξιώσεις προστασίας αφενός της κοινωνίας και αφετέρου του ατόμου. Έτσι υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ ο νέος κώδικας: α) Συμπερίλαβε στην παρ. 1 του άρθρου 254 μεταξύ των ειδικών ανακριτικών πράξεων την πράξη της συγκαλυμμένης έρευνας, η οποία είχε τυποποιηθεί μόνον στο άρθρο 253Β του προηγούμενου κώδικα για τις ανακριτικές πράξεις επί εγκλημάτων διαφθοράς. β) Καθόρισε στην ίδια παράγραφο ακριβέστερα και με σαφέστερες ειδικές εγγυήσεις τις προϋποθέσεις νόμιμης διενέργειας της ανακριτικής διείσδυσης και της συγκαλυμμένης έρευνας, απαιτώντας μεταξύ άλλων την τήρηση αξιόπιστων πρακτικών για τις ενέργειες των συγκεκαλυμμένα δρώντων ανακριτικών υπαλλήλων ή ιδιωτών, τη διενέργεια των ειδικών αυτών ανακριτικών πράξεων υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, την απαγόρευση διενέργειας μυστικής εξέτασης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου αλλά και την απαγόρευση αξιοποίησή της, και τέλος, τη νομιμοποίηση της συγκαλυμμένης έρευνας μόνον εφόσον προκύπτει ότι είχε προαποφασίσει ο δράστης την τέλεση της αξιόποινης πράξης. γ) Προώθησε στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου, σε αναφορά προς την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, τη θεσμοθέτηση αληθινής και όχι τυπικής αιτιολόγησης των προϋποθέσεων για τη διενέργεια των σχετικών ανακριτικών πράξεων. δ) Και, τέλος, επαύξησε τον έλεγχο των σχετικών ευρημάτων.
Ο.Τ.: Επίσης, ένα ακανθώδες ζήτημα, παλαιό, αλλά και συγχρόνως επίκαιρο, λόγω του νομολογίας της ΕΣΔΑ και συναφών Οδηγιών της ΕΕ, είναι ο τρόπος ενημέρωσης του κατηγορουμένου για την επικείμενη δίκη του ή/και για την καταδικαστική σε βάρος του απόφαση. Θεωρείτε ότι οι νέες ρυθμίσεις του ΚΠΔ λ.χ. στα άρθρα 155 παρ. 2 και 340 παρ. 4 αρκούν για την διασφάλιση των σχετικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις επιταγές των ανωτέρω δικαιοταξιών, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας του ΔΕΕ;
Θ.Δ.: Προσωπικά θεωρώ ότι χρειάζονταν και πρόσθετες εξειδικευμένες ρυθμίσεις, στην κατεύθυνση ενίσχυσης του δικαιώματος ενημέρωσης, ώστε να περιορίζονται οι περιπτώσεις πλασματικής ενημέρωσης. Ωστόσο, κατά τις εργασίες της επιτροπής συνεκτιμήθηκε και η αδυναμία ανταπόκρισης σε πρόσθετες υποχρεώσεις του στελεχιακού δυναμικού των ποινικών δικαστηρίων. Παρά ταύτα, για λόγους δικαιότερης διεξαγωγής της δίκης και εν ταυτώ για εξασφάλιση της κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής των δικών προστέθηκε για πρώτη φορά η υποχρέωση των κρατικών οργάνων να ενημερώνουν υπόπτους και κατηγορουμένους, αναφέροντας τις συνέπειες «παραίτησης από την άσκηση των δικαιωμάτων», αλλά και να συντάσσουν έκθεση για τη σχετική ενημέρωση και την απάντηση του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Αντίστοιχες αξιώσεις για ενημέρωση διατρέχουν όλα τα στάδια της διαδικασίας τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, καλύπτοντας και τις περιπτώσεις αναβολής της δίκης.
Ο.Τ.: Ως «αξονικού χαρακτήρα επιλογή» αναφέρετε στην αιτιολογική έκθεση την αναδιαμόρφωση του άρθρου 171 ΚΠΔ. Πώς πιστεύετε ότι θα συμβάλει αποτελεσματικότερα στην διασφάλιση μιας «δίκαιης δίκης»;
Θ.Δ.: Καταρχάς η ρητή διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των απόλυτων ακυροτήτων στις προσβολές δικαιωμάτων του υπόπτου αποτέλεσε σαφή εναρμόνιση του νέου κώδικα με τις αξιώσεις της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας αλλά και του σύγχρονου κράτους δικαίου για τη θέση και την προστασία του υπόπτου. Του προσώπου δηλαδή, στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και απολαύει των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Περαιτέρω, στην κατεύθυνση διασφάλισης της δίκαιης δίκης θα συμβάλλει αποφασιστικά η πρόβλεψη στο άρθρο 171 παρ. 2 απόλυτης ακυρότητας στις περιπτώσεις παραβίασης υπερασπιστικών εκφάνσεων του δικαιώματος ακρόασης, αφού αντανακλά πληρέστερα την άρρηκτη σχέση του δικαιώματος υπεράσπισης με το δικαίωμα ακρόασης, αποδίδοντας την πραγματική νομική διάσταση του δικαιώματος ακρόασης ως υπερασπιστικού δικαιώματος που αξιώνει τυπικά και ουσιαστικά ίση προστασία.
Α.Π.: Ασφαλώς αξίζουν συγχαρητήρια σε όλα τα μέλη της Επιτροπής για την ομολογουμένως σοβαρή προσπάθεια που κατέβαλαν να υπάρξει ένας νέος ΚΠΔ, που θα ανανεώνει την δομή και θα εκσυγχρονίζει τους θεσμούς της ποινικής δίκης. Γνωρίζουμε τώρα την μορφή και το περιεχόμενο του νέου ΚΠΔ. Πιστεύετε ότι ο νέος ΚΠΔ είναι τόσο συνεκτικό και πλήρες νομοθέτημα έτσι, ώστε να μην χρειαστεί να μπει στην τροχιά του «ράβε- ξήλωνε», κάτι που κατά κόρον συνέβη και ταλαιπώρησε την προηγούμενη Ποινική Δικονομία;
Θ.Δ.: Οι τροποποιήσεις της τελευταίας στιγμής που έλαβαν χώρα με το άρθρο 13 του Ν. 4637/2019 δεν προοιωνίζονται την αποτροπή του κινδύνου αυτού. Οι σκοπιμότητες και οι συντεχνιακού περιεχομένου παρεμβάσεις ή οι λύσεις χρονικής ή λειτουργικής μετάθεσης της ευθύνης αποτελούν την μεγαλύτερη και χειρότερη πηγή κινδύνου στην κατεύθυνση αυτή. Όχι τόσο γιατί τούτο θα μπορούσε να εκληφθεί ως αμφισβήτηση της προσπάθειας των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, αλλά κυρίως γιατί θέτει εν αμφιβόλω την υποχρέωση εφαρμογής του νέου νομικού πλαισίου, δημιουργώντας συμπεριφορές εμφανούς ή κεκαλυμμένης δικαστικής ή εισαγγελικής αδράνειας σε νομοθετικούς «τόπους» τους οποίους θα έπρεπε να προωθήσουν. Αποτέλεσμα τούτου δεν είναι απλώς η νόθευση του νομοθετικού έργου, αλλά πολύ περισσότερο η νόθευση της διαδικασίας εκσυγχρονισμού του δικαίου με την εφαρμογή νέων θεσμών και με την αναμόρφωση των ρυθμίσεών του στην κατεύθυνση εναρμόνισής τους με τα διεθνή στάνταρτς και τις σύγχρονες αξιώσεις προστασίας. Διότι η διάχυση της «βεβαιότητας» ότι «κάθε τι το νέο δεν θα εφαρμοσθεί» ή «θα εφαρμοσθεί όπως και όσο θέλουμε» δεν προωθεί τον νομικό πολιτισμό και φυσικά παράγει «δίκαιο σκοπιμοτήτων».
Α.Π.: Θα μπορούσε κανείς, παρά τις όποιες ελλείψεις του νομοθετήματος και την τυχόν διαφορετική αντίληψη για επιμέρους ρυθμίσεις, να μιλήσει για μια «έντιμη» νομοθέτηση, από την οποία οπωσδήποτε λείπουν οι παγίδες, που συχνά στήνονται από τους πονηρούς για τους απονήρευτους και μάλιστα σε ένα νομοθέτημα που δικαίως θεωρείται ο «κώδικας των τιμίων ανθρώπων». Μπορεί και σε ποιο βαθμό να συμβάλει ο νέος ΚΠΔ στην ενίσχυση και εμπέδωση μιας «τίμιας- δίκαιης» δίκης;
Θ.Δ.: Ακριβώς αυτή η στόχευση δόμησης και εμπέδωσης μιας δίκαιης διαδικασίας αποτέλεσε τον κύριο σκοπό των μελών τόσο της Νομοπαρασκευαστικής όσο και της Αναθεωρητικής Επιτροπής. Και ακριβώς αυτό το ζητούμενο οφείλει να μας οδηγήσει στην επικράτηση των μορφών δίκαιης δίκης που προωθεί ο νέος κώδικας τόσο στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών συναινετικής και αποκαταστατικής περάτωσης της ποινικής δίκης όσο και στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας. Διότι οι νέες γενεές νομικών οφείλουν να πορευτούν με αυτόν τον νέο κώδικα, να διεκδικήσουν, να αντιδικήσουν και εν γένει να συνδιαμορφώσουν αντιλήψεις στο πλαίσιό του και κατά την εφαρμογή του, έχοντας τη βεβαιότητα ότι η κατεύθυνσή του είναι δικαιοκρατική και απηχεί τις αντιλήψεις δικαιότητας που καθιστούν το δίκαιο πειστικό και λειτουργικό. Η άκρατη και άμετρη αμφισβήτηση κάθε νέου θεσμού και κάθε αναμόρφωσης νόμου υποκρύπτει σκοπιμότητες και δεν μπορεί να σηματοδοτήσει δικαιικές στοχεύσεις. Τη δίκαιη δίκη δεν είναι σε θέση να την παραγάγουν οι δικαιικές συμπεριφορές αδράνειας ή συγκάλυψης των αναγκαίων απαιτήσεων και των αξιακών προτεραιοτήτων. Η δίκαιη δίκη απαιτεί έντιμη νομοθέτηση και εφαρμογή του νομικού πλαισίου, απαιτεί συναινέσεις με ισότητα και σεβασμό των θεσμικών ρόλων και αποτελεί ζητούμενο για τη διαμόρφωση του δικαιικού οράματος ειρήνευσης των κοινωνών και εμπιστοσύνης τους στην απονομή της Δικαιοσύνης. Και αυτό το ζητούμενο επιδιώκει να το κατοχυρώσει θεσμικά και αυθεντικά ο νέος κώδικας με την ενδυνάμωση της θεσμικής διάστασης των δικαστικών προσώπων, την ενίσχυση του ρόλου και των δικαιωμάτων των διαδίκων, την ενίσχυση του θεσμικού και εγγυητικού ρόλου του συνηγόρου, τη συστηματοποίηση των επιμέρους θεσμών και τέλος, με την ενσωμάτωση των σύγχρονων δικαιοκρατικών αξιώσεων της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας.
Α.Π. - Ο.Τ.: Αγαπητέ κύριε Καθηγητά, κύριε Πρόεδρε ευχαριστούμε θερμά για τον διάλογο και την υπομονή σας.
Θ.Δ.: Και εγώ σας ευχαριστώ, γιατί μου δώσατε τη χαρά να συζητήσω με ανθρώπους του δικού σας επιστημονικού κύρους και να υποστηρίξω τις στοχεύσεις του νέου ΚΠΔ που διαπλάστηκαν με ευσυνειδησία από τα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής και Αναθεωρητικής Επιτροπής. Στοχεύσεις που καλούνται να υλοποιηθούν, διαμορφώνοντας με την αναγκαία συνεισφορά της νομολογίας και της επιστήμης ένα λειτουργικό και πειστικό σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.