Ε.Λ.: Αγαπητέ κύριε καθηγητά,
Θα ήθελα να ξεκινήσω ευχαριστώντας σας για την αποδοχή της πρόσκλησης να μιλήσετε μαζί μας. Ξέρω πόσο φορτωμένο είναι το πρόγραμμά σας και αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω που θεωρούμε μεγάλη τιμή το ότι δεχτήκατε να δώσετε συνέντευξη στο περιοδικό μας.
Κύριε Καθηγητά, έχετε διατελέσει διευθυντής του MPI και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας εγκληματολογίας από το 1997. Το MPΙ είναι ένα από τα πιο αναγνωρισμένα και σημαντικά ερευνητικά ιδρύματα στον τομέα του ποινικού δικαίου και της εγκληματολογίας παγκοσμίως. Θα ήθελα λοιπόν ξεκινώντας να σας ρωτήσω
Ποιες είναι οι κύριες αλλαγές στην εγκληματολογική έρευνα κατά τη διάρκεια της διοίκησής σας ως διευθυντή του Ινστιτούτου Max Planck για το αλλοδαπό και διεθνές ποινικό δίκαιο (εφεξής: MPI);
Επειδή ήσασταν μέλος της Ερευνητικής Ομάδας Εγκληματολογίας αρκετά χρόνια πριν γίνετε διευθυντής του MPI, ίσως θα μπορούσατε να μας δώσετε μια καλύτερη εικόνα των προκλήσεων που αντιμετώπισε η εγκληματολογία στη Γερμανία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
H.-J.A.: Η εγκληματολογία έχει αντιμετωπίσει και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις στη Γερμανία. Η εγκληματολογία στη Γερμανία παραμένει στενά συνδεδεμένη με το ποινικό δίκαιο και την αντεγκληματική πολιτική, πράγμα που φαίνεται τόσο στις σχολές οι οποίες αναπτύχθηκαν από το σύγχρονο (κοινωνιολογικό) ποινικό δίκαιο στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδίως με βάση το πρόγραμμα του Franz v. Liszt (Marburg Program),[1] όσο και στα βασικά εγχειρίδια που σήμερα περιέχουν τον όρο "εγκληματολογία" στους τίτλους τους. Στο ερώτημα - αν και είναι παλαιό – «τι είναι η εγκληματολογία;», δεν υπάρχει ακόμη οριστική απάντηση στη Γερμανία όπου συνεχίζονται οι συζητήσεις σχετικά με τη σχέση της εγκληματολογίας με την κοινωνιολογία, τη ψυχολογία, την ιστορία, το ποινικό δίκαιο και την αντεγκληματική πολιτική. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970 η εγκληματολογία εδραιώθηκε στη Γερμανία ως αντικείμενο διδασκαλίας και έρευνας κυρίως σε νομικές σχολές. Αυτό οφείλεται στο ενδιαφέρον, εκείνη την εποχή, των νομικών επιστημών να γνωρίσουν τις επιπτώσεις των νόμων και τον ρόλο των θεσμών απονομής δικαιοσύνης, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο αυτοί θα μπορούσαν να βελτιωθούν. Ωστόσο, η διδασκαλία της εγκληματολογίας στις νομικές σχολές παρέμεινε περιορισμένη.
Υπάρχει μόνο ένα πλήρες πρόγραμμα διδασκαλίας της εγκληματολογίας στη Γερμανία που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Κι αυτό είναι μεταπτυχιακό πρόγραμμα, το οποίο πριν από μερικά χρόνια μεταφέρθηκε από τη Νομική Σχολή στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών. Προγράμματα προπτυχιακών σπουδών εγκληματολογίας που να χορηγούν αυτόνομο πτυχίο στην εγκληματολογία δεν υπάρχουν στη Γερμανία. Από τη δεκαετία του 1990 ξεκίνησε ένας σταδιακός περιορισμός της διδασκαλίας της εγκληματολογίας στα πανεπιστήμια. Στις νομικές σχολές η εγκληματολογία ως αυτόνομος κλάδος διδασκαλίας παραμελείται όλο και περισσότερο και (επανα)συνδέεται με το ποινικό δίκαιο. Αυτό γίνεται εμφανές και στη μεταρρύθμιση των νομικών σπουδών, η οποία οδήγησε την τελευταία δεκαετία σε αναδιάταξη των μαθημάτων επιλογής.
Η εγκληματολογία στις περισσότερες νομικές σχολές βρίσκεται κάτω από ταμπέλες όπως «ποινικές επιστήμες» ή «ποινικές σπουδές». Στα δε τμήματα Κοινωνιολογίας, τα αντικείμενα διδασκαλίας και έρευνας «έγκλημα» και «παραβατικότητα» (ή ποινική δικαιοσύνη και κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου) εξαφανίστηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα προγράμματα σπουδών, ενώ οι καθηγητές εγκληματολογίας στα πανεπιστήμια που συνταξιοδοτήθηκαν δεν αντικαταστάθηκαν ανάλογα. Υπάρχουν όμως δύο εξαιρέσεις. Το πανεπιστήμιο του Αμβούργου, όπου ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εγκληματολογικών Ερευνών, και το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου στο Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας ένα τμήμα του ασχολείται με την κοινωνιολογία του εγκλήματος.
Στο πλαίσιο της ψυχολογίας, η εγκληματολογία ουδέποτε έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η δικαστική ψυχολογία από τη δεκαετία του '90 ασχολείται ειδικά με την πρόβλεψη της υποτροπής του εγκλήματος και επικεντρώνεται στην ανάπτυξη αναλογιστικών (actuarial) μεθόδων πρόβλεψης. Επιπλέον, η έρευνα για την θεραπεία (ενν. των ποινικών παραβατών, σ.τ.μ.) και η αξιολόγηση προγραμμάτων θεραπείας έχει συγκεντρώσει αρκετό ενδιαφέρον μεταξύ των ψυχολόγων. Όμως, γενικά τέτοιες μελέτες διεξάγονται υπό την αιγίδα της ιατροδικαστικής ή της δικαστικής ψυχολογίας.
Στη συνέχεια, τα μεταπτυχιακά προγράμματα στην εγκληματολογία αναπτύσσονται αργά. Εκτός από το πανεπιστημιακό πρόγραμμα του Αμβούργου (Master of International Criminology/Μεταπτυχιακός τίτλος Διεθνούς Εγκληματολογίας), οι νομικές σχολές του Bochum (Εγκληματολογία και αστυνομικές επιστήμες/Criminology and Police Sciences)) και του Greifswald (Μεταπτυχιακός τίτλος Νομικής στην Εγκληματολογία και την Ποινική δικαιοσύνη /Master of Laws in Criminology and Criminal Justice) προσφέρουν μεταπτυχιακές σπουδές εγκληματολογίας. Η παρακμή της εγκληματολογίας στα γερμανικά πανεπιστήμια οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει επαγγελματική απορρόφηση για τους εγκληματολόγους.
Η αστυνομία, οι φυλακές, οι υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής και η ιατροδικαστική υπηρεσία εκτελούν τα δικά τους προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης έχοντας ενσωματώσει την εγκληματολογία σ’ αυτά. Η εγκληματολογία ως μέρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης της αστυνομίας διδάσκεται, για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο της Γερμανικής Αστυνομίας (Münster) και στις αστυνομικές ακαδημίες / κολέγια των ομοσπονδιακών κρατιδίων. Επίσης, τα τμήματα κοινωνικής εργασίας στα πανεπιστήμια των εφαρμοσμένων επιστημών παρέχουν εκπαίδευση και κατάρτιση σε κοινωνικούς λειτουργούς και επιμελητές κοινωνικής αρωγής (probation officers) που θα εργασθούν στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι εκπαιδεύονται σε σχολές, οι οποίες λειτουργούν εντός των καταστημάτων κράτησης. Η ιατροδικαστική έχει αναπτύξει ξεχωριστά συστήματα διδασκαλίας και έρευνας που δεν έχουν πολύ σχέση με την εγκληματολογία. Η αποδυνάμωση της εγκληματολογίας στη Γερμανία οφείλεται επίσης στις αλλαγές στο ποινικό δίκαιο, το οποίο σήμερα προφανώς ενδιαφέρεται λιγότερο για την εμπειρική γνώση.
Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθούν δύο σημαντικές εξελίξεις στην εγκληματολογία, οι οποίες αποτελούν και σημαντικές προκλήσεις.
Πρώτον, τις τελευταίες δύο δεκαετίες αυξήθηκε απότομα το πολιτικό και επιστημονικό ενδιαφέρον για την ασφάλεια (και την έρευνα σχετικά με την ασφάλεια). Αυτό προκύπτει όχι μόνο από τις νέες ευκαιρίες χρηματοδότησης, αλλά και από το έντονο ενδιαφέρον για θεμελιώδη ζητήματα κοινωνικής τάξης καθώς και από τον μεταβαλλόμενο ρόλο του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικαιοσύνης στην «αρχιτεκτονική της ασφάλειας». Η διεθνής τρομοκρατία, τα αποτυχημένα κράτη, η δημιουργία νέων κρατών, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η συλλογική βία, οι παράνομες αγορές, η μετανάστευση και η μεταβατική ποινική δικαιοσύνη καθορίζουν τα νέα θέματα συζήτησης και έχουν οδηγήσει σε ανακατατάξεις την έρευνα και την (αντεγκληματική) πολιτική. Η γερμανική εγκληματολογία, ωστόσο, δεν φαίνεται να βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων οι οποίες προσελκύουν μάλλον άλλους κλάδους, όπως για παράδειγμα τις πολιτικές επιστήμες, την κοινωνιολογία και διάφορους άλλους κλάδους. Πίσω από το νέο ενδιαφέρον για την ασφάλεια υπάρχει μια πραγματική ανησυχία για τους καινούργιους κινδύνους (που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση, τις νέες τεχνολογίες – συμπεριλαμβανόμενης της τεχνολογίας της πληροφορίας, και τη μετανάστευση), καθώς και μια αληθινή αγωνία για τις θεμελιώδεις ελευθερίες οι οποίες απειλούνται ενόψει της ανάγκης να αντιμετωπιστούν τέτοιες έκτακτες απειλές.
Μια δεύτερη σημαντική τάση είναι η μετακίνηση άλλων επιστημονικών κλάδων σε ερευνητικά πεδία τα οποία ήταν, ιστορικά, αντικείμενα μελέτης αποκλειστικά της εγκληματολογίας. Η οικονομική επιστήμη, για παράδειγμα, συνέβαλε κατά την τελευταία δεκαετία στην έρευνα για την αποτρεπτική λειτουργία της ποινής. Οι γνωστικές επιστήμες έχουν προσδιορίσει ερευνητικά πεδία -όπως αισθήματα, συναισθήματα, (ατομικές, κοινωνικές) δεσμεύσεις και ανθρώπινους δεσμούς- τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τους εγκληματολόγους. Η πρόοδος στις νευροεπιστήμες οδηγεί όλο και περισσότερο σε μελέτες που επικεντρώνονται στην αποκλίνουσα συμπεριφορά και τον έλεγχό της. Οι νευροεπιστήμες, και ιδιαίτερα η νευροψυχολογία, εστιάζουν στη σχέση μεταξύ συνείδησης, περιβάλλοντος και λήψης αποφάσεων. Η εγκληματολογία θα πρέπει να συνδεθεί με τους εν λόγω κλάδους για να προωθήσει την εγκληματολογική έρευνα. Ωστόσο, η γερμανική εγκληματολογία προφανώς δεν κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ε.Λ.: Η επιμέτρηση της ποινής είναι ένα θέμα με το οποίο ασχολείστε εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από τη διδακτορική σας διατριβή. Ποιές νομίζετε ότι είναι οι σύγχρονες προκλήσεις για μια αποτελεσματική ποινή στην περίπτωση του «Gefährder» (οιονεί [επικίνδυνου] δράστη/επίφοβου δράστη) ή τις ομάδες ποινικών παραβατών που θεωρούνται επικίνδυνοι (π.χ. χούλιγκαν, χρόνιοι νεαροί δράστες, δράστες βίαιων εγκλημάτων, αποφυλακισμένοι δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων);
H.-J.A.: Η έννοια του «Gefährder» (οιονεί [επικίνδυνου] δράστη) είναι μέρος (ή συνέπεια) της ταχείας εξάπλωσης των πολιτικών ασφάλειας. Δηλώνει την μετακίνηση από το παρελθόν (έγκλημα και τιμωρία) προς το μέλλον και την πρόληψη (ή προφύλαξη/αποφυγή, σ.τ.μ.) των κινδύνων και του εγκλήματος. Η δημιουργία του όρου τη δεκαετία του 1990 έφερε και νέες στρατηγικές παρακολούθησης και επιτήρησης, οι οποίες εφαρμόζονται σε άτομα που εκτιμάται ότι παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο υποτροπής ή διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων ("Gefährder"). Είναι πιο συγκεκριμένα, οι χούλιγκαν, οι χρόνιοι νεαροί παραβάτες, πρόσωπα που συνδέονται με τρομοκρατικές ή εξτρεμιστικές ομάδες και σεξουαλικοί παραβάτες. Σ’ αυτούς στοχεύουν προγράμματα πρόληψης με χαρακτηριστικό την εντατική παρακολούθηση. Τα βασικά στοιχεία αυτών των στρατηγικών επιτήρησης συνίστανται στην ταξινόμηση των «προσώπων που μπορεί να αποτελέσουν κίνδυνο» σε ομάδες επικινδυνότητας και στον προσδιορισμό μέτρων ελέγχου προσαρμοσμένων στον κίνδυνο, δηλ. μέτρων βασιζόμενων κυρίως σε νόμους που αφορούν τη δημόσια τάξη. Η ηλεκτρονική επιτήρηση των αποφυλακιζόμενων σεξουαλικών παραβατών αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής ευθύς εξ αρχής στη Γερμανία.
Η έννοια του «οιονεί [επικίνδυνου] δράστη» έχει ενταχθεί στις γενικές πολιτικές ασφάλειας που επιδιώκουν τη βελτιστοποίηση της αποτελεσματικής προστασίας από επικίνδυνους σεξουαλικούς παραβάτες, άτομα που πυροβολούν στα σχολεία, χρόνιους παραβάτες, τρομοκράτες και δράστες του οργανωμένου εγκλήματος (τύπου μαφίας). Η έννοια αυτή δεν αναφέρεται πλέον στη μακροπρόθεσμη πρόληψη (όπως εκφράζεται στην ατομική πρόληψη με βάση τη βελτίωση και την κοινωνική επανένταξη), αλλά αφορά την προφύλαξη μέσω του προσδιορισμού εκείνων των ατόμων που θεωρείται ότι συγκεντρώνουν πολλές πιθανότητες τέλεσης εγκλημάτων βίας και την αχρήστευσή τους.[2] Συγκεκριμένα, μετά την 9/11 έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική η ενσωμάτωση του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικαιοσύνης σε μια γενική αρχιτεκτονική ασφάλειας. Οι επικριτές αυτής της διαδικασίας επισημαίνουν τις σημαντικές και δυσμενείς αλλαγές που συνδέονται με ένα ποινικό δίκαιο το οποίο δεν επιδιώκει πρωτίστως τη δικαιοσύνη και την τιμωρία των εγκληματιών με βάση την αρχή της αναλογικότητας στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης, αλλά επιδιώκει να μεγιστοποιήσει την ασφάλεια και να περιορίσει τους κινδύνους. Η έμφαση στην ασφάλεια συνδέεται με τη διεύρυνση του ποινικού δικαίου εν γένει, την παραβίαση των ελάχιστων δικαιοκρατικών κανόνων όταν πρόκειται για τη δημιουργία νέων ποινικών νόμων (αρχή της βλάβης/harm principle), την πολιτικοποίηση και την εργαλειακή χρήση του ποινικού δικαίου (αποτελεσματικότητα). Όλα αυτά αντιβαίνουν στις αρχές του κράτους δικαίου. Στις πολιτικές συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του ποινικού δικαίου κυριαρχούν θέματα για τα «κενά ασφαλείας» και το πώς θα καλυφθούν με την προσθήκη άρθρων νέων ποινικών αδικημάτων, με τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της αστυνομίας για τη διερεύνηση των απειλών της ασφάλειας και με τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αστυνομίας, αρχών επιβολής του νόμου και υπηρεσιών πληροφοριών. Η συνεχιζόμενη έμφαση στα κενά ασφάλειας είναι χαρακτηριστικό της αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία επικεντρώνεται στην πρόληψη της ακραίας βίας, ενδιαφέρεται δηλαδή για την αντιμετώπιση περιστατικών «με μεγάλο αντίκτυπο» και «μικρή πιθανότητα». Αυτά τα φαινόμενα «μεγάλων επιπτώσεων και μικρής πιθανότητας», όταν συμβαίνουν, οδηγούν συνήθως στα ερωτήματα: (1) αν θα μπορούσε να αποφευχθεί μια πράξη ακραίας βίας, (2) πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί, και (3) ποιος ήταν υπεύθυνος για το ότι δεν εμποδίστηκε η πράξη.
Ε.Λ.: Πώς θα αξιολογούσατε την αποτελεσματικότητα της αντεγκληματικής πολιτικής της Γερμανίας στο παραπάνω θέμα των επικίνδυνων ομάδων παραβατών;
H.-J.A.: Μέχρι στιγμής, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία έρευνα αξιολόγησης η οποία να δείχνει είτε την αποτελεσματικότητα είτε την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών για τους «οιονεί επικίνδυνους δράστες». Πάντως είναι δύσκολο για τη Γερμανία, όπως και για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, να προχωρήσει σε αξιολόγηση με τη μορφή ελεγχόμενων πειραμάτων.[3] Η προσέγγιση που εφαρμόζεται με τα προγράμματα «οιονεί επικίνδυνων δραστών» είναι πολύ κοντά σ’ αυτό που συζητείται τώρα ως «Προληπτική Αστυνόμευση». Κατ' αρχήν, τα προγράμματα αυτά βασίζονται σε στέρεες εγκληματολογικές γνώσεις· όπως γνωρίζουμε από την πρώτη έρευνα χρονοσειράς στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ,[4] τα περισσότερα (σοβαρά) εγκλήματα διαπράττονται από μικρό αριθμό χρόνιων παραβατών. Αλλά το πρόβλημα φυσικά εξακολουθεί να είναι, πρώτον, ότι σε περίπτωση πρόβλεψης σοβαρού εγκλήματος βίας τα περιστατικά είναι σπάνια, και, δεύτερον, ακόμη κι αν μπορούσαμε να προβλέψουμε με ακρίβεια το σοβαρό έγκλημα βίας, τα μέσα που θα απέτρεπαν αποτελεσματικά ένα τέτοιο (μελλοντικό) έγκλημα είναι περιορισμένα, π.χ. με τη μορφή της προληπτικής κράτησης, υπό την προϋπόθεση ότι το άτομο έχει διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα.
Ε.Λ.: Ποιες τροποποιήσεις έχει εισαγάγει η Γερμανία σχετικά με την «προληπτική κράτηση» (Sicherungsverwahrung) μετά το 2011, δηλ. την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας περί αντισυνταγματικότητας λόγω παραβίασης του άρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων;
H.-J.A.: Πρώτον, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν κήρυξε αντισυνταγματική την προληπτική κράτηση (ένα μέτρο ασφάλειας ανταποκρινόμενο στην επικινδυνότητα ενός παραβάτη, ο οποίος έχει κριθεί ένοχος για κάποιο πολύ σοβαρό έγκλημα) λόγω παραβίασης του άρ. 7 της ΕΣΔΑ. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο θεωρούσε ανέκαθεν ότι τα μέτρα ασφαλείας δεν συνιστούν ποινική κύρωση και, επομένως, δεν υπόκεινται στους περιορισμούς των ποινικών κυρώσεων (όπως η απαγόρευση αναδρομικότητας), αλλά ότι υπόκεινται σε κανόνες που εφαρμόζονται στο διοικητικό δίκαιο (αναλογικότητα). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι η Γερμανία παραβίασε το άρ. 7 της ΕΣΔΑ, με τον ισχυρισμό ότι, παρά το διαφορετικό όνομα (μέτρο ασφαλείας), μια συγκεκριμένη μορφή αναδρομικής προληπτικής κράτησης που εισήχθη το 1998/2002 («nachträgliche Sicherungsverwahrung») ήταν στην πραγματικότητα ποινική τιμωρία, διότι η επιβολή της δεν διέφερε από την εκτέλεση ποινής στέρησης της ελευθερίας. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο μολονότι δεν αποδέχθηκε την κρίση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (ότι το μέτρο ασφαλείας ήταν ποινή), αποδείχθηκε πολύ πιο ριζοσπαστικό, όταν το 2011 απεφάνθη ότι όλοι οι τύποι προληπτικής κράτησης (και όχι μόνο εκείνοι που δηλώθηκε ότι ήταν παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) ήταν αντισυνταγματικοί, επειδή οι ποινικοί νόμοι που επιτρέπουν το συγκεκριμένο μέτρο ασφαλείας (Sicherungsverwahrung) και την πρακτική της προληπτικής κράτησης παραβίαζαν την αρχή της αναλογικότητας. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι οι νόμοι που επιτρέπουν την προληπτική κράτηση πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οπωσδήποτε τη σοβαρή παρέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας που έχει αυτό το μέτρο και, κατά συνέπεια, να σχεδιάζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε
- να περιορίζουν την προληπτική κράτηση στα σοβαρότερα αδικήματα,
- να δημιουργούν μια σημαντική «απόσταση» από την εκτέλεση των ποινών φυλάκισης,
- να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ταχεία επανένταξη/βελτίωση,
- να θεσπίζουν ένα σύστημα εκτέλεσης (και παρακολούθησης) του μέτρου, το οποίο θα καθοδηγείται από το να έχει η προληπτική κράτηση την ελάχιστη διάρκεια.
Δεύτερον, το γερμανικό κοινοβούλιο έπρεπε να αλλάξει ριζικά τους νόμους που ρύθμιζαν την προληπτική κράτηση, εξαιτίας της απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ο νόμος που θεσπίστηκε από το Κοινοβούλιο προβλέπει τώρα τα εξής:
- Η προληπτική κράτηση μπορεί να επιβληθεί μόνο για σοβαρά εγκλήματα βίας (στα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας δεν μπορεί να επιβληθεί πλέον προληπτική κράτηση).
- Σε περίπτωση προληπτικής κράτησης μεγαλύτερης των 10 ετών, πρέπει να είναι τεκμηριωμένη απολύτως η πολύ μεγάλη πιθανότητα τέλεσης εγκλημάτων βίας στο μέλλον.
- Η αναδρομική προληπτική κράτηση καταργήθηκε.
- Η προληπτική κράτηση πρέπει να εκτίεται σε ιδρύματα που διαχωρίζονται αυστηρά από τις κανονικές φυλακές.
- Τα ιδρύματα στα οποία εκτελείται η ποινή προληπτικής κράτησης πρέπει να παρέχουν υπηρεσίες για τη μεταχείριση και επανένταξη του δράστη, οι οποίες να εγγυώνται την αποφυλάκισή του όσο το δυνατόν συντομότερα.
Ε.Λ.: Έχουμε συζητήσει στο παρελθόν διάφορες προσπάθειες ελληνικών κυβερνήσεων να ελέγξουν τον υπερπληθυσμό των φυλακών. Μπορείτε να μας διαφωτίσετε πώς ελέγχεται ο υπερπληθυσμός στις φυλακές στη Γερμανία; Οι αναγνώστες μας ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι’ αυτό το ζήτημα.
H.-J.A.: Δεν υπάρχει συγκεκριμένη αντεγκληματική πολιτική στη Γερμανία η οποία να ασχολείται με τον υπερπληθυσμό (εκτός φυσικά της γενικής αρχής ότι πρέπει να αποφεύγεται ο υπερπληθυσμός για λόγους που σχετίζονται με τη χωρητικότητα των φυλακών). Ωστόσο, το γερμανικό σωφρονιστικό σύστημα, επί του παρόντος, δεν υποφέρει από υπερπληθυσμό λόγω διάφορων παραγόντων οι οποίοι ουσιαστικά συγκρατούν τον αριθμό των δραστών που στέλνονται στις φυλακές και τον αριθμό των κρατουμένων που εκτίουν τις ποινές τους σ’ αυτές.
Η γερμανική αντεγκληματική πολιτική από τη δεκαετία του 1960 κατάφερε να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ένα σύστημα ποινικών κυρώσεων το οποίο δίνει προτεραιότητα στα πρόστιμα/χρηματικές ποινές και στην αναστολή των ποινών φυλάκισης. Αυτή η πολιτική αποδείχθηκε αρκετά επιτυχημένη, και έτσι σήμερα ένα ποσοστό περίπου 82% του συνόλου των ποινών να είναι χρηματικές (ημερήσια πρόστιμα- day fines) και 14% ποινές φυλάκισης σε αναστολή. Επομένως, η επιβολή ποινής φυλάκισης που εκτελείται αμέσως είναι μάλλον σπάνια στη Γερμανία και αντιστοιχεί περίπου στο 4% του συνόλου των ποινών που επιβάλλονται.
Έτσι, ναι μεν χρησιμοποιείται η ποινή στέρησης της ελευθερίας, περιορίζεται όμως η διάρκειά της και από τον νόμο αλλά και την πρακτική επιμέτρησης της ποινής η οποία καθοδηγείται από τις αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (Bundesgerichtshof).
Επίσης, οι ποινές φυλάκισης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα 15 έτη (εκτός από τις ποινές ισόβιας κάθειρξης που επιβάλλονται μόνο σε υποθέσεις ανθρωποκτονίας από πρόθεση).
Ακόμη, ο νομοθέτης έχει καταργήσει από τη δεκαετία του 1980 τη δυνατότητα αύξησης της ποινής λόγω υποτροπής.
Επιπλέον, δεν ισχύουν αυστηρά κατώτατα όρια ποινών. Αν και σε όλες τις ποινικές διατάξεις προβλέπονται ελάχιστα όρια ποινών (κάτω από τα οποία δεν είναι δυνατή η αναστολή), υπάρχει ταυτόχρονα η δυνατότητα επιβολής ποινών κάτω από το ελάχιστο όριο στην περίπτωση αδικημάτων μικρής βαρύτητας (minder schwere Fälle).
Εξάλλου, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο έχει αναπτύξει μια «θεωρία» επιμέτρησης της ποινής σύμφωνα με την οποία - κατά κανόνα – για όλες τις κατηγορίες εγκλημάτων που φτάνουν στα δικαστήρια, οι περισσότερες περιπτώσεις είναι κάτω της μεσαίας βαρύτητας. Αυτό σημαίνει ότι, γενικά, οι περισσότερες ποινές θα πρέπει να εμπίπτουν στο κατώτερο τμήμα του φάσματος της διάρκειας των ποινών που προβλέπονται από τον νόμο, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένα τα δικαστήρια να δικαιολογήσουν στις αποφάσεις τους αναλυτικά μία βαρειά ποινή την οποία επιβάλλουν. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, μάλιστα, αποφάνθηκε ότι όσο πιο κοντά βρίσκεται η επιβαλλόμενη ποινή στο ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο νόμος, τόσο πιο λεπτομερώς πρέπει να αναφερθούν στην απόφαση οι λόγοι για τους οποίους επιβλήθηκε η συγκεκριμένη ποινή από το δικαστήριο.
Τέλος, κατά τα τελευταία 20 χρόνια έχει μειωθεί σημαντικά η εγκληματικότητα στη Γερμανία. Αυτό παρατηρείται ιδίως στα ποινικά αδικήματα στα οποία επιβάλλονται συνήθως μακροχρόνιες ποινές στέρησης της ελευθερίας (σοβαρά αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας/περιουσίας, ληστείες, σοβαρά - και ιδίως θανατηφόρα - εγκλήματα βίας). Δεδομένου ότι οι πρακτικές επιμέτρησης της ποινής παρέμειναν αρκετά σταθερές, αυτό οδήγησε σε περιορισμό των μακροχρόνιων ποινών και σε σημαντική μείωση του αριθμού των κρατουμένων. Ενώ στις αρχές της νέας χιλιετίας οι κρατούμενοι στις γερμανικές φυλακές ανέρχονταν περίπου στις 80 χιλ., στις 31 Μαρτίου 2018 ο αριθμός αυτός μειώθηκε στις 60 χιλ. περίπου.
Ε.Λ.: Λαμβάνοντας υπόψη την επιχειρησιακή ελευθερία που απολαμβάνετε ως διευθυντής του MPI, ποια είναι τα βασικά σας κριτήρια για τη δημιουργία και επίβλεψη επιστημονικών προγραμμάτων;
H.-J.A.: Πρώτον, η δημιουργία (ή η έναρξη) ερευνητικών προγραμμάτων καθοδηγείται από ένα στρατηγικό ερευνητικό σχέδιο το οποίο συνέταξα πριν επιλεγώ διευθυντής του Ινστιτούτου του Φράιμπουργκ. Το σχέδιο ήταν εμπνευσμένο από τις αλλαγές που προέβλεψα να έρχονται από τη δεκαετία του 1990 και τις επιπτώσεις στο έγκλημα και τον έλεγχο του εγκλήματος (τεχνολογία, μετανάστευση, αλλαγές στην αντεγκληματική πολιτική, έμφαση στην ασφάλεια κ.λπ.). Επιπλέον, το σχέδιο αυτό αποσκοπούσε στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ της εγκληματολογίας και του ποινικού δικαίου στο Ινστιτούτο. Τελικά, το σχέδιο αποτελείται από πέντε στοιχεία:
- Εξελίξεις και τάσεις στο σύστημα ποινικών κυρώσεων και στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, με έμφαση στη διερεύνηση των εγκλημάτων.
Εδώ, η έρευνα εστιάστηκε στις αλλαγές που προκάλεσαν οι κρατικές πολιτικές (π.χ. ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια και προληπτική κράτηση, θύματα και κυρώσεις / διαδικασίες) και η τεχνολογία (ηλεκτρονική παρακολούθηση, προγνωστική αστυνόμευση [predicitive policing]).
- Επικίνδυνοι παραβάτες και τρόπος αντιμετώπισης των επικίνδυνων παραβατών.
Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος εδώ ήταν τόσο ο αντίκτυπος της προληπτικής κράτησης, η θεραπεία και η επανένταξη, όσο και η πρόληψη σοβαρών εγκλημάτων (με ιδιαίτερη έμφαση στην υποτροπή).
- Εσωτερική ασφάλεια, οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία - Νέες απειλές και η αντίληψη των απειλών.
Εδώ, ένα πολυεπίπεδο ερευνητικό πρόγραμμα σχετικά με την "Ασφάλεια" (BaSiD) αποτέλεσε τον πυρήνα της μελέτης. Σε αυτό το έργο έχουν μελετηθεί αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες ασφάλειας από διάφορες επιστήμες και οπτικές γωνίες.
- Έγκλημα, κοινωνικό πλαίσιο και κοινωνική αλλαγή.
Και αυτό το πρόγραμμα ήταν πολύ-επίπεδο και είχε ως αντικείμενο την εγκληματικότητα των νέων (στις μητροπόλεις και το πώς αλληλεπιδρά το μακροοικονομικό επίπεδο [κοινωνική δομή], με κοινωνικά πλαίσια (κοινότητα) καθώς και με μικρο-επίπεδα [λήψη αποφάσεων].
- Ποινικό δίκαιο και δικαιοσύνη στις μεταβατικές κοινωνίες
Τα ζητήματα του ποινικού δικαίου στις μεταβατικές κοινωνίες έχουν μελετηθεί σε συνεργασία ιδίως με τα κινεζικά πανεπιστήμια και τα πανεπιστήμια του Καυκάσου.
Δεύτερον, βασική προϋπόθεση για την έρευνα είναι η χρηματοδότηση, γι’ αυτό ήταν απαραίτητο να προσδιοριστούν οι πηγές χρηματοδότησης.
Τρίτον, τα ερευνητικά έργα πρέπει να αναπτύσσονται και να συζητούνται με εκείνους τους ερευνητές οι οποίοι τελικά θα είναι υπεύθυνοι για τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων.
Ε.Λ.: Πώς λειτουργεί η Ερευνητική Ομάδα Εγκληματολογίας στο πλαίσιο της οργάνωσης του MPI; Υπάρχει κάποια μορφή θεματικού συντονισμού μεταξύ των δύο ερευνητικών ομάδων, του ποινικού δικαίου και της εγκληματολογίας, στο MPI;
H.-J.A.: Ο συντονισμός της έρευνας που διεξάγεται από την ομάδα του ποινικού δικαίου και την ομάδα της εγκληματολογίας λαμβάνει χώρα και εμπνέεται από τον ιδρυτή του Ινστιτούτου, τον καθηγητή Hans-Heinrich Jescheck. Ο Jescheck έλεγε ότι το ποινικό δίκαιο και η εγκληματολογία πρέπει να συνεργάζονται κάτω από τη σκέπη του Ινστιτούτου του Freiburg, καθώς αυτοί οι κλάδοι εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο. Τόνιζε επανειλημμένα ότι το ποινικό δίκαιο θα ήταν τυφλό χωρίς εγκληματολογία και ότι η εγκληματολογία δεν θα είχε σαφή όρια χωρίς ποινικό δίκαιο. Ο θεματικός συντονισμός του τμήματος ποινικού δικαίου και του τμήματος εγκληματολογίας στο MPI προκύπτει από δύο ερευνητικά προγράμματα τα οποία βασίζονται στην υπόθεση ότι οι κοινωνικές και τεχνολογικές μεταβολές έχουν οδηγήσει σε νέους κινδύνους και ιδίως σε νέες μορφές εγκληματικότητας (π.χ. την εγκληματικότητα σχετική με τις συναλλαγές/transaction crime)[5] και σε νέες μεθόδους εξιχνίασης, επιτήρησης και ελέγχου. Όλα αυτές οι εξελίξεις οδηγούν τελικά σε νέους ποινικούς νόμους και σε σημαντικές αλλαγές στο ποινικό δικονομικό δίκαιο.
Ε.Λ.: Πώς και ποιος αξιολογεί το έργο της Ερευνητικής Ομάδας Εγκληματολογίας του MPI; Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της αξιολόγησης;
H.-J.A.: Η επιστημονική εταιρεία Max Planck/MPG διαθέτει ένα επεξεργασμένο σύστημα αξιολόγησης. Και, στην πραγματικότητα, κανένα αρνητικό δεν μπορεί να προσάψει κάποιος στην συστηματική αξιολόγηση που πραγματοποιείται. Υπάρχουν μόνο πλεονεκτήματα και οφέλη. Το σύστημα αξιολόγησης της Max Planck Society προβλέπει για κάθε Ινστιτούτο δύο μόνιμα όργανα που το συμβουλεύουν και αξιολογούν την έρευνα και τα αποτελέσματα της έρευνάς του. Παράλληλα το συνδράμουν και σε θέματα διοίκησης και γενικά σε θέματα χρηστής διοίκησης.
Το Επιστημονικό Συμβούλιο (Fachbeirat) έχει μέχρι 10 μέλη από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα (ποινικού δικαίου και εγκληματολογίας), τα οποία διορίζονται από τον/ην Πρόεδρο της Εταιρείας Max-Planck μετά από πρόταση του αρμόδιου Ινστιτούτου (για περίοδο 6 ετών).
Το Επιστημονικό Συμβούλιο συγκαλείται κάθε τρία χρόνια. Σε αυτή τη φάση, το ίδρυμα που εξετάζεται πρέπει να παραδώσει μια έκθεση δραστηριοτήτων (Tätigkeitsbericht), η οποία είναι ανοικτή και προσβάσιμη σε όλους όσους ενδιαφέρονται και μπορεί να αναρτηθεί στην κεντρική ιστοσελίδα του Ινστιτούτου. Η έκθεση αφορά τα τρία έτη πριν από τη συνεδρίαση του Επιστημονικού Συμβουλίου. Το Συμβούλιο εξετάζει και συζητεί την έκθεση με τις ερευνητικές ομάδες του Ινστιτούτου, και επεξεργάζεται μια δική του έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον/ην Πρόεδρο της Εταιρείας Max-Planck. Κάθε έξι χρόνια διευρύνεται η αξιολόγηση. Δύο εξωτερικοί αξιολογητές βαθμολογούν τις ερευνητικές δραστηριότητες του Ινστιτούτου συγκρίνοντάς το με τις ερευνητικές δραστηριότητες μιας ομάδας άλλων Ινστιτούτων Max-Planck συγγενών επιστημών (στην περίπτωσή μας από τον τομέα των Ανθρωπιστικών Επιστημών).
Εκτός από το Επιστημονικό Συμβούλιο συγκροτείται για κάθε Ινστιτούτο Max-Planck και ένα Kuratorium. Στο MPI για αλλοδαπό και διεθνές ποινικό δίκαιο συμμετέχει το Υπουργείο Δικαιοσύνης, εκπρόσωποι του δικαστικού συστήματος, των ΜΜΕ και άλλοι κοινωνικοί εταίροι, οι οποίοι συμβάλλουν στην αξιολόγηση καταθέτοντας εκτιμήσεις από διάφορα τμήματα της κοινωνίας.
Πέρα από αυτό το τυποποιημένο σύστημα αξιολόγησης υπάρχει ένα πιο πρακτικό (αλλά πολύ αποτελεσματικό) σύστημα παρακολούθησης, το οποίο πηγάζει από την ανάγκη να προσελκύσει κάθε Ινστιτούτο χρηματοδότηση από τρίτους. Το Ινστιτούτο του Φράιμπουργκ πρέπει να βρει χρηματοδότηση για τη διεξαγωγή ερευνών. Το ότι η χρηματοδότηση προέρχεται από εθνικά και υπερεθνικά κονδύλια απαιτεί τη συμμόρφωση με υψηλές ερευνητικές προδιαγραφές, διότι υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός.
Ε.Λ.: Δεδομένου ότι είχαμε το ίδιο επιβλέποντα καθηγητή, τον καθηγητή Kaiser, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν ο Kaiser έχει επηρεάσει την επιστημονική σας προσέγγιση. Εάν ναι, με ποιον τρόπο;
H.-J.A.: Ο καθηγητής Kaiser έχει επηρεάσει ουσιαστικά την επιστημονική μου προσέγγιση με δύο τρόπους. Πρώτον, με εισήγαγε στη διεπιστημονική σκέψη και με έμαθε να κοιτάζω πέρα από τον δικό μου τομέα.
Δεύτερον, μου έδειξε πολύ σαφώς ότι το ποινικό δίκαιο δεν είναι παρά ένα μικρό στοιχείο ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικού ελέγχου που αποτελείται από τυπικά και άτυπα στοιχεία.
Ε.Λ.: Ο Καθηγητής Kaiser σας επηρέασε στη διοίκηση του MPI επειδή εργαστήκατε μαζί του πολλά χρόνια; Εάν ναι, με ποιον τρόπο;
H.-J.A.: Στην πραγματικότητα, δούλεψα με τον καθηγητή Kaiser για περισσότερα από 10 χρόνια και έμαθα από αυτόν μερικά πράγματα που είναι σημαντικά για τη διοίκηση. Πρώτα απ' όλα, έμαθα από αυτόν κάτι για το οποίο τον θαύμαζα εξάλλου από την αρχή: το να είσαι υπομονετικός και να αφήνεις στους άλλους ανθρώπους αρκετό χώρο για να αναπτύξουν τις δικές τους ιδέες. Δεύτερον έμαθα ότι η αποτελεσματική διοίκηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία. Τρίτον, ότι η διοίκηση πρέπει να λειτουργεί ως χρηστή διοίκηση, η οποία να ενσωματώνει τις διάφορες μονάδες ενός Ινστιτούτου Max-Planck (διοίκηση, πληροφορική, βιβλιοθήκη, τεχνικές υπηρεσίες), καθώς και τους διαμεσολαβητές για την ασφάλεια των δεδομένων και για τις ίσες ευκαιρίες, και το συμβούλιο εργαζομένων (Betriebsrat). Τέταρτον, έμαθα ότι είναι πολύ σημαντικό να καλλιεργούνται και να ενισχύονται οι σχέσεις με τη Γενική Διοίκηση της Εταιρείας Max-Planck που βρίσκεται στο Μόναχο.
Ε.Λ.: Αγαπητέ κύριε Albrecht, είσαστε καθηγητής ποινικού δικαίου και εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο της Κοnstanz και της Δρέσδης, επισκέπτης καθηγητής στις νομικές σχολές των πανεπιστημίων Renmin και Wuhan της Κίνας/ΛΔΚ. Είσαστε επίτιμος καθηγητής εγκληματολογίας και ποινικού δικαίου του πανεπιστημίου του Freiburg και μόνιμο μέλος της νομικής σχολής του πανεπιστημίου του Qom (High Education Centre) της Τεχεράνης/Ιράν. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, μετά από τόσα χρόνια έρευνας και διδασκαλίας ποιό από τα δύο σας ευχαριστεί περισσότερο;
H.-J.A.: Για να είμαι ειλικρινής, πάντα μου άρεσε η έρευνα περισσότερο από τη διδασκαλία. Φυσικά, γνωρίζω ότι η διδασκαλία είναι σημαντική και ότι παρέχει καλύτερες ευκαιρίες για την επιλογή εξαιρετικών νέων ερευνητών. Ωστόσο, η έρευνα (από την άποψη του σχεδιασμού, της συλλογής δεδομένων και της ανάλυσης) πάντα με εντυπωσίαζε πολύ περισσότερο από τη διδασκαλία, η οποία –για να είμαστε ειλικρινείς– σημαίνει και το να επαναλαμβάνει ο διδάσκων τα ίδια περίπου πράγματα κάθε χρόνο.
Ε.Λ.: Υπάρχουν επαγγελματικοί στόχοι που ήταν στον σχεδιασμό σας, αλλά τελικά δεν τους επιτύχατε ή για τους οποίους θα είχατε πράξει διαφορετικά;
H.-J.A.: Ναι πράγματι, υπάρχουν μερικοί στόχοι που δεν έχω ακόμη μπορέσω να επιτύχω, αλλά θα συνεχίσω να προσπαθώ για να τους ολοκληρώσω. Δεν θα ήμουν ικανοποιημένος, και για να πω την αλήθεια θα αισθανόμουν δυστυχής να αφήσω κάτι ημιτελές.
Προσπαθώ να ολοκληρώσω δύο έργα: το ένα αφορά τις συνέπειες της νομιμοποίησης της μαριχουάνας στην Ουρουγουάη, ενώ το άλλο αφορά τη σημαντική πτώση της εγκληματικότητας (ενν. στη Γερμανία, σ.τ.μ.) που είδαμε τα τελευταία 20 χρόνια και προσπαθούμε να δώσουμε ορισμένες πρώτες απαντήσεις σ’ αυτό. Όσον αφορά τις σύγχρονες εξελίξεις, θα έδινα μεγαλύτερη έμφαση στη μετανάστευση και τα σχετικά θέματα. Ωστόσο, το τμήμα εγκληματολογίας του MPI έχει καλύψει και αυτό το θέμα. Όμως, όπως είπα, θα μπορούσα να δώσω μεγαλύτερη έμφαση στη μετανάστευση και τις επιπτώσεις της στην εγκληματικότητα και την ποινική δικαιοσύνη, ιδίως μέσω της σύγκρισης ευρωπαϊκών ερευνών.
Ε.Λ.: Αν μπορούσατε να πάτε πίσω, τι θα αποφεύγατε να ξανακάνετε στην επαγγελματική σας ζωή και τι θα θέλατε να επαναλάβετε;
H.-J.A.: Τώρα, όταν κοιτάζω πίσω, δεν βλέπω κάτι που θα ήθελα να αποφύγω (εκτός φυσικά από τις πολλές εξετάσεις φοιτητών/τριών στο πανεπιστήμιο). Αυτό που θα ήθελα να επαναλάβω είναι να ακολουθήσω μια καριέρα σε έναν ερευνητικό οργανισμό. Η έρευνα επιβραβεύει, ιδίως όταν το κάνεις σε θέση και σε περιβάλλον το οποίο σου παρέχει επαρκή χώρο και ελευθερία για την ανάπτυξη ερευνητικών προγραμμάτων και την υλοποίησή τους.
Ε.Λ.: Κατά την άποψή σας, ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις της Εγκληματολογίας στην Ευρώπη;
H.-J.A.: Οι προκλήσεις της εγκληματολογίας στην Ευρώπη είναι πολλαπλές. Η εγκληματολογία σήμερα - όπως περιγράψαμε προηγουμένως - στις περισσότερες ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθεί να είναι ο μικρός έμπιστος και αφοσιωμένος σύντροφος του ποινικού δικαίου, και οι σπουδές στην εγκληματολογία δεν παρέχουν τις ευκαιρίες επαγγελματικής σταδιοδρομίας και τις επιλογές που έχουν όσοι σπούδασαν νομική ή κοινωνικές επιστήμες ή ψυχολογία. Επιπλέον, η εγκληματολογία στην Ευρώπη εξακολουθεί να κυριαρχείται από μερικές χώρες της Δυτικής και της Βόρειας Ευρώπης. Μια πραγματική ευρωπαϊκή εγκληματολογία θα είναι δυνατή μόνο εάν οι νότιες και οι ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες καλύψουν τη διαφορά και συμβάλουν τόσο στη θεωρία όσο και στην εμπειρική έρευνα. Μια ισχυρή ευρωπαϊκή εγκληματολογία θα εξαρτηθεί κατόπιν από ευρωπαϊκά συστήματα χρηματοδότησης που θα υπερβούν τα όσα προβλέπει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι πολλά πανεπιστήμια και ινστιτούτα δεν έχουν τη διαχειριστική υποδομή να υποβάλουν επιτυχείς προτάσεις για χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων.
Ε.Λ.:Ποια είναι η γνώμη σας για τον ρόλο και τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας (ESC) στην Ευρώπη;
H.-J.A.: Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Εγκληματολογίας συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη και την πρόοδο της εγκληματολογίας στην Ευρώπη. Δημιουργήθηκε με βάση το μοντέλο της Αμερικανικής Εταιρείας Εγκληματολογίας και πέτυχε να δημιουργήσει ένα σημαντικό φόρουμ όπου προβάλλεται συνεχώς η έρευνα. Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Εγκληματολογίας διευρύνει τις προοπτικές που έχουν οι εθνικές εταιρείες εγκληματολογίας και παρέχει ευκαιρίες για συζήτηση όχι μόνο των ερευνών και ερευνητικών σχεδίων, αλλά και των αντεγκληματικών πολιτικών οι οποίες αναπτύσσονται στην Ευρώπη και είναι αποτελεσματικές. Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Εγκληματολογίας έχει εξάλλου την ικανότητα να συμμετέχει ενεργητικά και συμβουλευτικά στον σχεδιασμό ευρωπαϊκών αντεγκληματικών πολιτικών στo πλαίσιo της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Ε.Λ.: Απ’ όσο μπορείτε να θυμηθείτε, πόσο έχει αλλάξει η σχέση μεταξύ γερμανών νομικών (ποινικολόγων) και γερμανών εγκληματολόγων από τότε που πήρατε το διδακτορικό σας δίπλωμα;
H.-J.A.: Πράγματι, η σχέση μεταξύ ποινικού δικαίου και εγκληματολογίας (ή μεταξύ ποινικολόγων και εγκληματολόγων) έχει αλλάξει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Συγκεκριμένα, τις δεκαετίες του '70 και '80 το ποινικό δίκαιο και οι ποινικολόγοι έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για τις γνώσεις που θα μπορούσε να προσφέρει η εγκληματολογία στις νομικές σχολές και, γενικότερα, επιδίωξαν να ενσωματώσουν τις εμπειρικές επιστήμες στα προγράμματα σπουδών της νομικής. Το ενδιαφέρον αυτό άρχισε να μειώνεται, πιθανότατα επειδή οι νομικές σχολές επικεντρώθηκαν στις εξετάσεις, δηλ. να προσφέρουν όσες γνώσεις είναι απαραίτητες στους φοιτητές της νομικής για να περάσουν με επιτυχία τις εξετάσεις τους το συντομότερο δυνατό. Αυτού του είδους η «παραγωγή» δικηγόρων δεν χρειάζεται να προσφέρει γνώσεις πέρα από τον πυρήνα του αστικού, του διοικητικού και του ποινικού δικαίου. Και δεν δοκιμάστηκε μόνο η εγκληματολογία από αυτή την εξέλιξη, αλλά και η ιστορία, η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία του δικαίου, καθώς και άλλοι τομείς γνώσης οι οποίοι δεν έχουν άμεση σχέση με τις εξετάσεις στις νομικές σχολές.
Ε.Λ.: Υπάρχουν σοβαρές θεωρητικές, διαχειριστικές ή ιδεολογικές συγκρούσεις / διαφορές στη γερμανική εγκληματολογία; Ποια είναι η σχέση μεταξύ της Kriminologische Gesellschaft/KrimG (Εταιρεία Εγκληματολογίας) και της Gesellschaft für interdisziplinäre wissenschaftliche Kriminologie/GiwK (Εταιρεία για τη διεπιστημονική Εγκληματολογία);
H.-J.A.: Πράγματι υπήρξαν (και εξακολουθούν να υπάρχουν) κάποιες συγκρούσεις στη γερμανική εγκληματολογία, οι οποίες ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1960 και είναι εμφανείς από την ύπαρξη δύο εγκληματολογικών ενώσεων. Το κυρίαρχο ρεύμα της Γερμανικής Εγκληματολογίας έχει επικριθεί επειδή παρέχει τις υπηρεσίες του στο κράτος και στον κοινωνικό έλεγχο. Τη δεκαετία του 1970 προέκυψε μια συζήτηση που περιστράφηκε στη σχέση μεταξύ εγκληματολογίας, εγκληματολόγων και κράτους. Η εγκληματολογία παρουσιάστηκε ως μια επιστήμη του ελέγχου, η οποία χρησιμεύει για να δικαιολογεί τις επιλογές της εκάστοτε εξουσίας. Ο ρόλος της εγκληματολογίας ως εφαρμοσμένης επιστήμης συνδέθηκε στενά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των φορέων ελέγχου. Η απονομή και η διαδικασία απονομής ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομία και αστυνόμευση, κοινωνική εργασία και υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής / δοκιμασίας, ιατροδικαστικά επαγγέλματα, πραγματογνωμοσύνη) εξετάστηκαν λεπτομερώς, όπως επίσης και η χρηματοδότηση των εγκληματολογικών ερευνών. Διαπιστώθηκε ότι οι έρευνες έδιναν προτεραιότητα στα αίτια της εγκληματικότητας, στην αντίδραση του ποινικού δικαίου και τη μεταχείριση του εγκληματία. Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και η αγγλοαμερικανική εγκληματολογία ισχυρίζεται, αφενός, την «άγνοια των εγκληματολόγων για το ποινικό δόγμα και την ποινική διαδικασία» και, αφετέρου, την «άγνοια των ποινικολόγων του δόγματος για το εγκληματολογικό πλαίσιο του ποινικού δικαίου». Με άλλα λόγια, η απόσταση μεταξύ εγκληματολογίας και ποινικού δικαίου είναι πολύ μεγάλη.
Ο διχασμός της γερμανικής εγκληματολογίας εκφράστηκε με τη δημιουργία εγκληματολογικών ενώσεων με διαφορετικούς προσανατολισμούς: η μία τάση υποστήριζε την κοινωνιολογική μελέτη του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικαιοσύνης (συμπεριλαμβανομένης ιδίως της ποινικής νομοθέτησης και μιας κριτικής άποψης για τον κοινωνικό έλεγχο, ο οποίος βασίζεται στο ποινικό δίκαιο), ενώ η άλλη εξέφραζε την κυρίαρχη τάση και περιελάμβανε μια ευρεία θεώρηση του αντικειμένου της εγκληματολογικής έρευνας (που περιλαμβάνει το έγκλημα, τον εγκληματία, το θύμα και τη λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης). Είναι πάντως ενδιαφέρον, ότι ενώ η επικρατούσα σχολή εγκληματολογίας ασχολείται με όλο και πιο εξελιγμένες προσεγγίσεις για την ερμηνεία του εγκλήματος και την αξιολόγηση των πολιτικών ελέγχου, η δε κριτική εγκληματολογία αναλύει την πορεία της αντεγκληματικής πολιτικής και τις συνέπειές της, η εγκληματολογία, εν γένει, συμμετέχει όλο και λιγότερο στον σχεδιασμό ολοκληρωμένων πολιτικών. Οι προσεγγίσεις που στρέφονται γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα, που εν μέρει αλληλοκαλύπτονται με προσεγγίσεις για τα θύματα εγκληματικών πράξεων και ιδίως τα θύματα της βίας, την αποκαταστατική δικαιοσύνη και τη διαμεσολάβηση, παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες μεν οπτικές για επιλεγμένες πτυχές του εγκλήματος και του ελέγχου του, αλλά ένα συνολικό σχέδιο αντεγκληματικής πολιτικής δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Πάντως, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο εγκληματολογικών ενώσεων μειώθηκαν κάπως και η συνεργασία μεταξύ τους ενδυναμώθηκε.
Ε.Λ.: Ως ιδρυτής του Βαλκανικού Δικτύου Εγκληματολογίας (ΒCN)[6] είστε ικανοποιημένος με την ανάπτυξή του; Τι πιστεύετε για το μέλλον του Δικτύου;
H.-J.A.: Είμαι πολύ ικανοποιημένος από την ανάπτυξη του Δικτύου Βαλκανικής Εγκληματολογίας για διάφορους λόγους. Το δίκτυο συγκροτήθηκε με σκοπό να δημιουργήσει μια περιφερειακή εγκληματολογία, η οποία δίνει έμφαση στις περιφερειακές ιδιαιτερότητες της εγκληματολογικής έρευνας, ενισχύει την ικανότητα διεξαγωγής περιφερειακής συγκριτικής εγκληματολογικής έρευνας και κατ' επέκταση την ανάπτυξη μιας εικόνας για την εγκληματολογία στην περιοχή που θα συμβάλει στην πρόοδο της ευρωπαϊκής εγκληματολογίας. Το βαλκανικό δίκτυο ήταν στην πραγματικότητα αρκετά επιτυχές με την ολοκλήρωση έργων σχετικά με το εγκληματολογικό τοπίο στα Βαλκάνια, τα σωφρονιστικά συστήματα στην περιοχή και τη διεξαγωγή συγκριτικής έρευνας (με βάση ένα κοινό ερωτηματολόγιο και συλλογή δεδομένων) σχετικά με τη θανατηφόρα βία σε χώρες των Βαλκανίων. Έτσι, το μέλλον της εγκληματολογίας στην περιοχή φαίνεται αρκετά ελπιδοφόρο και είμαι βέβαιος ότι το Δίκτυο θα συνεχίσει να παράγει πολύτιμη εμπειρική έρευνα.
Ε.Λ.: Σύντομα θα δημιουργηθεί ένα νέο τμήμα για το Δίκαιο Ασφάλειας στο MPI. Ποιοί είναι οι λόγοι για τους οποίους το Δίκαιο της Ασφάλειας δεν ενσωματώθηκε στο τμήμα του Ποινικού Δικαίου ή στο τμήμα Εγκληματολογίας;
H.-J.A.: Όντως, το Ινστιτούτο του Φράιμπουργκ θα φιλοξενεί στο μέλλον τρία τμήματα: ποινικό δίκαιο, εγκληματολογία και δίκαιο ασφάλειας. Το τμήμα του Δικαίου της Ασφάλειας προστέθηκε για να συμπεριλάβει νέες διεπιστημονικές οπτικές με την ενσωμάτωση του δικαίου ασφάλειας αφενός στο διοικητικό δίκαιο, και αφετέρου στο αστυνομικό δίκαιο, και στους νόμους για τις υπηρεσίες πληροφοριών. Το δίκαιο ασφάλειας, υπό αυτή την έννοια, δεν μπορεί να καλυφθεί από το ποινικό δίκαιο ή την εγκληματολογία, διότι αντιπροσωπεύει έναν ειδικό και χωριστό τομέα του δικαίου και απαιτεί συγκεκριμένη εξειδίκευση.
Ε.Λ.: Θέλετε να συνεχίσετε να συμμετέχετε στα έργα του MPI και στην εγκληματολογία γενικά μετά τη συνταξιοδότησή σας (Emeritierung) και την αποχώρηση από τη θέση του διευθυντή ή έχετε άλλα σχέδια; Θα εξακολουθήσετε να διδάσκετε στο Πανεπιστήμιο του Freiburg και στα Πανεπιστήμια της Κίνας; Είστε ευχαριστημένος με τους μαθητές και τους συνεργάτες που αφήνετε πίσω;
H.-J.A.: Ναι, θα εξακολουθήσω να συμμετέχω στην έρευνα και θα παραμείνω στο Ινστιτούτο. Η εταιρεία Max-Planck είναι πραγματικά γενναιόδωρη και προβλέπει τη δυνατότητα συνέχισης της έρευνας για τους ομότιμους καθηγητές με τη χρηματοδότησή τους, υποστήριξη με προσωπικό και παροχή χώρου εργασίας. Θα συνεχίσω επίσης τη διδασκαλία, διότι είναι δύσκολο για τους συναδέλφους της νομικής σχολής να με αντικαταστήσουν αμέσως.
Είμαι πραγματικά ευχαριστημένος με τους διδάκτορές μου και με το ερευνητικό προσωπικό στο τμήμα εγκληματολογίας στο MPI. Ήταν μεγάλη ευχαρίστηση για εμένα να κατευθύνω διδακτορικούς φοιτητές από όλες τις ηπείρους και είμαι απολύτως ικανοποιημένος όταν παρακολουθώ τη σταδιοδρομία τους να εξελίσσεται θετικά μετά την επιστροφή τους στις πατρίδες τους (και στα πανεπιστήμια προέλευσής τους).
Ε.Λ.: Κύριε καθηγητά, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.
H.-J.A.: Είναι πάντα χαρά μου να επικοινωνούμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Μτφρ./απόδοση στα Ελληνικά από την ΕΛ.
[1] Τη θεωρία του ποινικού δικαίου που μετατόπισε τον στόχο του ποινικού δικαίου από την ανταπόδοση στην πρόληψη και άνοιξε νέους δρόμους στο ποινικό δίκαιο, όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Der Zweckgedanke im Strafrecht (1882), σ.τ.μ.
[2] Η «αχρήστευση» (incapacitation) αναφέρεται πρωτίστως στον μακροχρόνιο εγκλεισμό στη φυλακή υπότροπων και επικίνδυνων δραστών, και δευτερευόντως στη θανατική ποινή, σ.τ.μ.
[3] Τα ελεγχόμενα πειράματα χρησιμοποιούνται στην εμπειρική έρευνα στην εγκληματολογία (και πρωτίστως στις φυσικές επιστήμες). Είναι μορφή διεξαγωγής της ποσοτικής έρευνας. Στόχος είναι ο εντοπισμός αιτίου-αποτελέσματος, π.χ. σκηνοθετείται μια ληστεία για να προσδιορισθεί ο χρόνος ανταπόκρισης της αστυνομίας ή οι αντιδράσεις του κοινού, σ.τ.μ.
[4] Είναι η κλασική πλέον μελέτη των Marvin E. Wolfgang, Robert M. Figlio, και Thorsten Sellin, Delinquency in a Birth Cohort in Philadelphia, Pennsylvania, 1945-1963. Ann Arbor, MI: Inter-university Consortium for Political and Social Research [distributor], 2006-01-12, (https://doi.org/10.3886/ICPSR07729.v3). Σκοπός της ήταν η διερεύνηση του ιστορικού της εγκληματικότητας σε μια χρονοσειρά γεννήσεων –ειδικότερα, η ηλικία έναρξης της παραβατικής συμπεριφοράς και η εξέλιξη ή η διακοπή της παραβατικότητας. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν σε μια ομάδα 9,944 ανδρών που γεννήθηκαν το 1945 και διέμεναν στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας από την ηλικία των 10 έως 18 ετών. Η έρευνα αυτή επαναλήφθηκε αργότερα και το μοντέλο χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια σε διάφορες χώρες για τη μελέτη της εξέλιξη της παραβατικής συμπεριφοράς. Η Γερμανία είναι μια από αυτές τις χώρες που ασχολήθηκε συστηματικά με την έρευνα χρονοσειράς και ειδικά το MPI, σ.τ.μ.
[5] Πρόκειται για μια σχετικά «νέα» ομάδα εγκλημάτων, η οποία διευρύνεται συνεχώς και περιλαμβάνει το ξέπλυμα χρήματος, το έγκλημα τον κυβερνοχώρο (π.χ. κλοπή ταυτότητας, διακίνηση ναρκωτικών στο διαδίκτυο), το οικονομικό έγκλημα, παράνομα τυχερά παιχνίδια, κ.ά., σ.τ.μ.
[6] Balcan Criminology Network: Δίκτυο επιστημονικής συνεργασίας χωρών των Βαλκανίων και τη συμμετοχή της Γερμανίας, Ελβετίας, Ιταλίας και Ουγγαρίας, υπό την αιγίδα της MPG, του MPI για αλλοδαπό και διεθνές ποινικό δίκαιο και της Νομικής Σχολής του Παν/μίου του Ζάγκρεμπ/Κροατία (https://www.balkan-criminology.eu/), σ.τ.μ.