Το διήγημα Στη σωφρονιστική αποικία γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1914, ενώ είχε ήδη ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ήταν ορατός ο θρίαμβος των πολεμικών μηχανών στο πεδίο της μάχης. Σε προσωπικό επίπεδο η υγεία του Κάφκα επιδεινώθηκε οριστικά, ακυρώθηκε ο γάμος του με τη Φελίτσε Μπάουερ και άρχισε τη συγγραφή της Δίκης. Αισθήματα ενοχής, φόβος μπροστά στην τιμωρία και ταυτόχρονα επιθυμία για τιμωρία ώθησαν τελικά τον Κάφκα να θεματοποιήσει την απρόσωπη μηχανική βία ως άσκηση σωφρονιστικής πρακτικής. Το έργο επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη σε νέα μετάφραση από τον Βασίλη Τσαλή, συνοδευόμενη από ένα επίμετρο, με φωτογραφικό υλικό και χρονολόγιο, επιμελημένο από τη Γιώτα Κριτσέλη.
H δράση τοποθετείται πιθανότατα στη Νέα Καληδονία, ένα σύμπλεγμα νησιών στο Νότιο Ειρηνικό (γίνεται λόγος για ένα «τεϊοποτείο» και για «τροπικό» κλίμα), γαλλική αποικία, καθώς οι δύο βασικοί ήρωες (αξιωματικός και ταξιδιώτης) μιλούν μεταξύ τους γαλλικά, ακατανόητα για τους «ιθαγενείς». Οι σωφρονιστικές αποικίες υπήρξαν μια πραγματικότητα που υποστήριξαν όλες οι αποικιοκρατικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία), προκειμένου να εκτοπίσουν εγκληματίες και πολιτικά αντιφρονούντες. O ίδιος ο Κάφκα είχε ταξιδέψει ελάχιστα, τις γνώσεις που είχε για τις σωφρονιστικές αποικίες, ιδιαίτερα τις γαλλικές, εκθέτει ο Klaus Wagenbach στο έργο του Franz Kafka, In der Strafkolonie. Eine Geschichte aus dem Jahre 1914, εκτενή αποσπάσματα του οποίου παρατίθενται μεταφρασμένα στο επίμετρο της έκδοσης. Μία από τις πηγές για το κείμενο του Κάφκα αποτέλεσε το βιβλίο του νομικού Robert Heindl, στον οποίο ανατέθηκε από τα Υπουργεία αποικισμού και δικαιοσύνης της Γερμανίας, η αποστολή να επισκεφθεί τις σημαντικότερες σωφρονιστικές αποικίες και να συντάξει αναφορά. Ο Heindl έγραψε το βιβλίο Το ταξίδι μου στις σωφρονιστικές αποικίες (1912), που αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των κρατουμένων, για τα συστήματα απονομής δικαιοσύνης και για την οικονομική οργάνωση των αποικιών[1]. Αποσπάσματα από τα κεφάλαια «Monsieur de Nou» και «Eine Hinrichtung» παρατίθενται επίσης στο επίμετρο του βιβλίου.
Σε μία τέτοια αποικία σωφρονισμού εκτυλίσσεται η ιστορία μιας εκτέλεσης. Η παράβαση του καταδικασμένου διττή: αποκοιμήθηκε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και άρπαξε έναν ανώτερό του λοχαγό από τα πόδια, διότι ο τελευταίος τον χτύπησε με το καμουτσίκι στο πρόσωπο. Η τιμωρία είναι η θανατική ποινή. Καμία ακρόαση, καμία ανάκριση δεν ήταν επιτρεπτή, γιατί θα συσκότιζε την υπόθεση που ήταν «σαφής». Ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και να απολογηθεί. Υπόδικοι και κατάδικοι ταυτίζονται στην αποικία. Στη θεμελιώδη αρχή nullum crimen nulla poena sine lege ο αξιωματικός αντιτάσσει το αξίωμα: «Η ενοχή είναι σε κάθε περίπτωση αδιαμφισβήτητη». Φυσικά, η ποινή δεν διακρίνεται από την αναγκαία αναλογικότητα, ώστε να συνάδει με το είδος και την βαρύτητα της πειθαρχικής παράβασης. Η απόφαση περί ενοχής και η ποινή δεν γνωστοποιείται στον κατηγορούμενο. Η διαδικασία που ακολουθείται παρουσιάζει τα βασικά χαρακτηριστικά του εξεταστικού συστήματος: μυστικότητα, έγγραφος τύπος και ταυτότητα διωκτικής αρχής, δικαστή ακόμα και εκτελεστή της ποινής! Μάλιστα, το στοιχείο της τήρησης του έγγραφου τύπου συνδέεται με την ίδια την εκτέλεση της απόφασης από το μηχάνημα: η ποινή εγγράφεται στο σώμα του καταδικασθέντος. Το σώμα του κατάδικου αποτελεί συγχρόνως έκφραση της δημοσιότητας της διαδικασίας, θυμίζοντας τα βασανιστήρια και τις δημόσιες εκτελέσεις που ο Foucalt[2] περιγράφει ότι λάμβαναν χώρα πριν από την Γαλλική Επανάσταση. («Την προηγουμένη της εκτέλεσης κιόλας, το φαράγγι ξεχείλιζε από κόσμο· και όλοι έρχονταν μόνο για να δουν... Όλοι όμως γνώριζαν ότι εδώ αποδίδεται δικαιοσύνη»).
Η ιδιομορφία έγκειται, λοιπόν, στον τρόπο εκτέλεσης της ποινής. Η μηχανή που πρωταγωνιστεί, είναι ένα θαύμα της τεχνολογίας, ένα «ιδιόρρυθμο μηχάνημα» που αποτελείται από τρία μέρη: το Κρεβάτι, τον Σχεδιαστή και τη Σβάρνα, που θα αναλάβει να στίξει στο δέρμα του ξαπλωμένου καταδίκου την εντολή που παραβιάστηκε. Ο κατάδικος τοποθετείται γυμνός σ' ένα κρεβάτι, δεμένος, με φίμωτρο στο στόμα και επί δώδεκα περίπου ώρες με καρφιά και ακίδες χαράζονται στο δέρμα του οι λέξεις που περιγράφουν το αδίκημά του: «Τίμα τους ανωτέρους σου». Στη μέση της διαδικασίας περίπου, δηλαδή στις έξι ώρες, θα προσφερθεί στον κατάδικο μία κούπα με χυλό από ρύζι που γλείφει με τη γλώσσα του. Στον ενθουσιώδη περιγραφικό λόγο του, ο αξιωματικός αποδίδει μια αισθητική διάσταση στη λειτουργία της μηχανής («Άλλωστε, το μηχάνημα εξακολουθεί να λειτουργεί και έχει ύπαρξη αυτόνομη. Θα λειτουργούσε ακόμη κι αν ήταν το μοναδικό αντικείμενο σε αυτό το φαράγγι. Και το πτώμα, με μια ασύλληπτα απαλή κίνηση, πέφτει τελικά στο λάκκο»). Η αισθητική νομιμοποίηση της διαδικασίας (στις μέρες μας θα μιλούσαμε για περφόρμανς) αποτελεί το ιδεολογικό επιστέγασμα που οδηγεί στην εξόντωση έστω ανθρώπου διαφορετικού από τον καταδικασθέντα[3].
Εκτός από τον κατάδικο, τον στρατιώτη που τον φυλάει και τον αξιωματικό υπάρχει και ο ταξιδιώτης, διαπιστευμένος για την θέαση της εκτέλεσης («Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να μελετήσει και όχι να αλλάξει τις διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης ξένων κρατών»). Από τη μία αναγνωρίζει την κατάφωρη αδικία της διαδικασίας και την απανθρωπιά της εκτέλεσης, από την άλλη αισθάνεται «ξένος» στις υποθέσεις της αποικίας που δεν τον αφορούν. Και η αποστασιοποίηση του αυτή θα πυροδοτήσει την πιο απρόσμενη εξέλιξη («Τότε λοιπόν είναι ώρα, είπε και κοίταξε τον ταξιδιώτη με νηφάλιο ξαφνικά βλέμμα»). Ο αξιωματικός θα απελευθερώσει τον κατάδικο και θα πάρει τη θέση του στο μηχάνημα. Ο θύτης θα μεταλλαχθεί σε θύμα κάτω από τα γρανάζια της φονικής μηχανής, τη λειτουργία της οποίας θα υπερασπισθεί ως θεματοφύλακας της κληρονομιάς του προηγούμενου διοικητή με τον δικό του θάνατο, που ταυτοχρόνως θα σηματοδοτήσει και την καταστροφή της ίδιας, ως αποτέλεσμα κάποιας δυσλειτουργίας. Ο ταξιδιώτης σπεύδει να απομακρυνθεί από την αποικία μόνος, εμποδίζοντας βίαια την έξοδο από αυτή στον κατάδικο και τον στρατιώτη: οι δύο κόσμοι, των δυτικών και των ιθαγενών, μένουν αγεφύρωτοι[4] («Μπορούσαν ακόμα να πηδήξουν στη βάρκα, αλλά ο ταξιδιώτης σήκωσε ένα βαρύ, γεμάτο κόμπους παλαμάρι, τους απείλησε και τους έκοψε τη φόρα»).
Το δυστοπικό αυτό έργο του Κάφκα προσφέρεται για μια πολυπρισματική προσέγγιση, επιτρέποντας διάφορες ερμηνευτικές αναλύσεις. Αν αναγνωσθεί στο στενό ιστορικό πλαίσιο της εποχής που γράφτηκε, η μηχανή του Κάφκα, η τεχνική της βασανιστικής εξόντωσης, είναι η αλληγορική μορφή του ίδιου του πολέμου που είχε ήδη χτυπήσει την Ευρώπη. Η δερματοστιξία μέχρι θανάτου προοικονομεί τη δημιουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης της ναζιστικής θηριωδίας, εκεί που η ανθρώπινη αξία κατέπεσε σε έναν αριθμό χαραγμένο να περιμένει τη σειρά του στον αφανισμό. Μια αξιολογική θεώρηση αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στην απολυταρχική, απάνθρωπη οπτική του αξιωματικού/παλιού διοικητή και την «πεφωτισμένη» οπτική του ταξιδιώτη/ νέου διοικητή[5] απέναντι στο καίριο ερώτημα: πώς πρέπει να διαμορφωθεί ο μηχανισμός απονομής δικαιοσύνης στη σωφρονιστική αποικία; Εδώ ο συγγραφέας αγγίζει τον πυρήνα της οργανωμένης ποινικής καταστολής. Η ποινή ως ύστατη έκφανση του ποινικού φαινομένου αποτελεί αναμφισβήτητα κακό που επιβάλλεται. Ωστόσο, δε νοείται σωφρονιστική τιμωρία που να εξαντλεί μέχρι θανάτου τον σωφρονιζόμενο. Αυτό ίσως υποδηλώνει το γεγονός ότι καθίσταται τελικά αδύνατο να εγχαραχτεί η εντολή που παραβιάστηκε («Έσο δίκαιος») στη ράχη του αξιωματικού («Η Σβάρνα δεν έγραφε απλώς, κάρφωνε»). Τέλος, μπορεί κανείς να εστιάσει την ανάλυση στο κεντρικό ζήτημα ηθικής φύσεως που γεννά η στάση των υποκειμένων της αφήγησης. Δεν είναι μόνο οι δράστες υπεύθυνοι για την τέλεση του εγκλήματος, συνυπεύθυνοι είναι και οι αδρανείς, όσοι ολιγώρησαν και δεν παρεμπόδισαν την επικράτηση του κακού. Μια τέτοια προσέγγιση προσφέρει η παρούσα έκδοση στο επίμετρο όπου βρίσκει κανείς μεταφρασμένο το ερμηνευτικό δοκίμιο του Hans Dieter Zimmermann με τον εύγλωττο τίτλο «Οι δράστες και οι αδρανείς». Ίσως πάλι να αποδίδει τελικά τον παράλογο κόσμο του Κάφκα η άποψη του Kurt Tucholsky: «Μη ρωτάτε για το νόημα της ιστορίας. Δεν υπάρχει νόημα. Δεν σημαίνει τίποτα. Ίσως αυτό το βιβλίο να μην ανήκει στην εποχή του, και σίγουρα δεν μας οδηγεί πουθενά. Δεν θέτει προβλήματα, αμφιβολίες και ερωτήματα. Είναι εντελώς αδιανόητο».
[1]Στο μεταγενέστερο έργο του Der Berufsverbrecher. Ein Beitrag zur Strafrechtsreform, 3. Auflage, Berlin 1927, σ. 7 γράφει με κυνισμό «εδώ (σ.σ. στις σωφρονιστικές αποικίες) πραγματοποιούνται τα όνειρα των Γάλλων φιλοσόφων του ποινικού δικαίου, των εγκληματολόγων, των αναθεωρητών του σωφρονιστικού συστήματος και λοιπών οραματιστών».
[2] Foucault M.,Überwachen und Strafen. Die Geburt des Gefägnisses, Frankfurt a.M., 1977, σ. 58, 63
[3] Πρβλ. τον ορισμό της αισθητικής ισχύος της απόφασης από τον Καντ, ο οποίος αναφέρεται στο “ωραίο” (das Schöne) ως σκοπιμότητα άνευ νοήματος (Kritik der Urteilskraft, § 15).
[4] βλ. σχετικά με τη διάκριση αυτή Werner R., Kommenatr II, εις: Franz Kafka, In der Strafkolonie, Erzählung (1919), Berlin/München/Boston, 2015, σ. 88 επ.
[5] βλ. Bartoli R., Kommenatr I, εις: Franz Kafka, In der Strafkolonie, Erzählung (1919), Berlin/München/Boston, 2015, σ. 56 επ.