Simmel, Georg, Μητροπολιτική αίσθηση : Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης. Η κοινωνιολογία των αισθήσεων, μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη (Αθήνα : Εκδόσεις Άγρα, 2017)
Το καλαίσθητο βιβλίο με τον τίτλο «Μητροπολιτική αίσθηση» [Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2017] με εισαγωγή του Philippe Simay και μετάφραση της Ιωάννας Μεϊτάνη, περιλαμβάνει ένα φημισμένο δοκίμιο του Georg Simmel, το «Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης», το οποίο ακολουθείται από το εννοιολογικά συμπληρωματικό με τίτλο «Κοινωνιολογία των αισθήσεων». Στο παρόν σημείωμα θα ασχοληθούμε με το πρώτο δοκίμιο, το οποίο λειτουργεί, τρόπον τινά, ως προοίμιο για την ανάγνωση του δευτέρου.
Αν επιθυμούσαμε να συμπυκνώσουμε σε ελάχιστες λέξεις το περίφημο εγχείρημα του Simmel θα λέγαμε ότι με αυτό υποδεικνύει ότι η γεωγραφία της μητρόπολης αποτελεί μία ιδιαίτερη χαρτογραφία των διανοητικών και ψυχικών δυνατοτήτων ύπαρξης και δράσης των ανθρώπων ως ατόμων μέσα σε αυτήν. Ωστόσο, η ούτως ή άλλως πυκνή εκφραστική ποιότητα του λόγου του Simmel δεν επιτρέπει εύκολες συμπυκνώσεις, αφού αυτές σημαίνουν αυτόματα εκπτώσεις στην εκλεπτυσμένα διαμορφωμένη και γλαφυρά εκτεθειμένη υποστήριξη των επιχειρημάτων του.
Η μητρόπολη για τον Simmel, αλλά και για όλους εμάς που ζούμε σε μεγαλόσχημες πόλεις, δεν είναι απλά ένας τόπος αμοιβαίας συνύπαρξης με πολλούς άλλους ανθρώπους σε ένα αστικό πεδίο, αλλά κυρίως ένας τρόπος διανοητικής διαχείρισης και ψυχικής οικονομίας απέναντι στις αθρόες, εναλλασσόμενες και ενίοτε κατακλυσμιαίες παραστάσεις που προσφέρει η καθημερινότητα. Είναι απαρχής δηλωμένο στο δοκίμιο, το γεγονός ότι πεδίο ανάλυσης αποτελεί το άτομο, ως υποκείμενο που δρα διαρκώς απέναντι σε δυνάμεις που το καθορίζουν και ανταγωνίζονται την αυτονομία του όσο και την ιδιοτυπία του Είναι του, τον ιδιαίτερο εκείνο τρόπο που έχει επιλέξει ο καθένας για να πραγματώσει το σχέδιο του εαυτού του.
Η μητρόπολη, εξ ορισμού, ως τόπος αθρόων, εναλλασσόμενων και μη προμελετημένων συναντήσεων, επιφυλάσσει μία εξαιρετικά έντονη κοινωνική συνύπαρξη τέτοια που απαιτεί οξεία εγρήγορση και ευέλικτη διαχείριση των πολλαπλών δεδομένων των αισθήσεων. Τούτο σημαίνει μία σημαντική αύξηση του επιπέδου της νευρικής δραστηριότητας, γεγονός που συνιστά συνθήκη που επιβάλλει μία διαμεσολαβητική διαχείριση των εξωτερικών εναλλαγών. Ο άνθρωπος της μητρόπολης, διαγιγνώσκει ο Simmel, δεν αντιδρά με το θυμικό, αλλά με πρόταξη της νόησής του, η οποία ως ασπίδα προστασίας υπερασπίζεται το τρωτό και ευάλωτο ψυχικό όργανο από την έκθεσή του σε υπερβολικά και ανεπεξέργαστα ερεθίσματα.
Αντίθετα, άνθρωποι που διαβιώνουν σε μικρότερης κλίμακας τόπους υπόκεινται σε μία επαναλαμβανόμενη ομοιομορφία των ερεθισμάτων με αποτέλεσμα να επενδύουν στο θυμικό και να διαμορφώνουν την καθημερινότητά τους μέσα από διαπροσωπικές, συναισθηματικά επενδυμένες σχέσεις.
Η πρόταξη της νοητικής διεργασίας καθιστά περισσότερο μηχανική και λιγότερο εκτεθειμένη σε ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία της προσωπικότητας του άλλου (στοιχεία που εμπλέκουν το θυμικό) κάθε διαχείριση των δεδομένων της καθημερινότητας. Με τον τρόπο λειτουργίας τους οι σχέσεις νόησης είναι υπολογιστικές καθώς σε αυτές οι άνθρωποι ενδιαφέρουν μόνον ως προς τις αντικειμενικά μετρήσιμες αποδόσεις τους, ενώ αντίθετα στις προσωπικές σχέσεις συναλλαγής των μικρότερης κλίμακας τόπων, τα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία της κάθε προσωπικότητας αποκτούν ειδικό βάρος.
Η οικονομία του χρήματος που αποτελεί βασικό πολιτισμικό παράγοντα που διαμορφώνει [ή διαμορφώνεται από] το κοινωνικό κλίμα της μητρόπολης οδηγεί τόσο στην υπολογιστική ακρίβεια της πρακτικής ζωής όσο και στη συνέπειά της, δηλαδή την όλο και μεγαλύτερη μετατροπή των ποιοτικών αξιών σε ποσοτικά προσδιορισμένες, μετρήσιμες μονάδες.
Οι δομικοί περιορισμοί που επιβάλλει η διαβίωση στη μεγαλούπολη απαιτούν ακρίβεια, υπολογισιμότητα, χρονική συνέπεια, με αποτέλεσμα την κατά το δυνατόν μέγιστη αποβολή των άλογων, παρορμητικών και κυρίαρχων χαρακτηριστικών της ύπαρξης. Αυτά, όμως, ακριβώς τα χαρακτηριστικά συνιστούν τις προσωπικές ιδιοχρωμίες που καθιστούν μοναδική την κάθε προσωπικότητα. Είναι άραγε η διαβίωση στη μητρόπολη απαγορευτική για τις ιδιοσυγκρασιακές προσωπικότητες; Η απάντηση που προκρίνει ο Simmel, εκλαμβάνει την διαβίωση στη μητρόπολη ως πεδίο που επιτρέπει την μέγιστη ανάπτυξη των προσωπικών δεξιοτήτων, ως πεδίο μεγαλύτερης θετικής ελευθερίας, ελευθερίας δράσης, η οποία, ωστόσο, προϋποτίθεται ότι ασκείται με τους προδιαγεγραμμένους για το κοινωνικό κλίμα της μεγαλούπολης όρους. Ο επιτρεπτός βαθμός, επομένως, της καλλιέργειας της ατομικότητας, των ατομικών δεξιοτήτων αλλά και των ατομικών ιδιοσυγκρασιακών στοιχείων της προσωπικότητας είναι μεγαλύτερος στη μητρόπολη από αυτόν στην κωμόπολη αρκεί να μπορεί κάποιος να διαχειριστεί δημιουργικά το πλέγμα των δομικών περιορισμών της μεγαλούπολης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Simmel: «τα πιο ευρέα και γενικά περιεχόμενα ζωής είναι εσωτερικά συνδεδεμένα με τα πιο ατομικά. Κοινό πρώτο στάδιο και των δύο, ή και κοινός αντίπαλος είναι τα στενά μορφώματα και οι στενές ομάδες, που για να αυτοσυντηρηθούν αμύνονται τόσο απέναντι στο ευρύ και γενικό στο εξωτερικό τους όσο και στο ελεύθερα κινούμενο και ατομικό στο εσωτερικό τους» (Simmel, 48).
Αφήσαμε για το τέλος δύο θεμελιώδεις στάσεις του ανθρώπου που είναι εγκλιματισμένος στη ζωή στην πόλη: η πρώτη είναι η ψυχική απάθεια. Η απάθεια, το να μην αντιδρά κανείς σε νέα ερεθίσματα καταβάλλοντας την ενέργεια που τους αναλογεί, προκύπτει καθώς το ανθρώπινο νευρικό σύστημα ανακαλύπτει πως η τελευταία του δυνατότητα να συμφιλιωθεί με το περιεχόμενο και τον τρόπο ζωής στη μεγαλούπολη συνίσταται στο να πάψει να αντιδρά σε αυτά. Συνέπεια αυτού είναι η άμβλυνση του ενδιαφέροντος για τις διαφορές των πραγμάτων με την έννοια ότι αναγνωρίζονται ως τέτοιες αλλά εκλαμβάνονται ως μη αρκούντως σημαντικές. Η δεύτερη, συνιστά μία πνευματική στάση των ανθρώπων της μεγαλούπολης στις μεταξύ τους σχέσεις και είναι η επιφυλακτικότητα (κάποτε μεταφρασμένη σε αδιαφορία ή και εχθρότητα). Η απάθεια και η επιφυλακτικότητα έχουν όψεις ιανού: εκφράζουν παθολογίες της διαβίωσης στην πόλη αλλά και αμφίθυμες πρακτικές διασφάλισης ζωτικού προσωπικού χώρου. Συνιστούν γκρίζες ζώνες αλλά και διόδους ύστατης διαφυγής.
Την ίδια όψη ιανού παρουσιάζει η μητρόπολη ως προς τις δυνατότητες διάκρισης μέσα από επιτεύγματα που επιτρέπει στον εξατομικευμένο άνθρωπο. Η πόλη με τις μέγιστες αντικειμενοποιημένες δυνατότητες δράσης δεν επιτρέπει εύκολα την ατομική διάκριση καθώς απαιτεί όλο και πιο εξειδικευμένα περιεχόμενα επιτεύξεων. Συνιστά ιστορικά το μέγιστο πολιτισμικό επίτευγμα αλλά και ένα διαρκές στοίχημα για τον άνθρωπο που αγωνίζεται να καθορίσει τις συντεταγμένες του σε ένα περιβάλλον που επιβάλλεται με όρους αναγκαιότητας. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να συζητήσουμε τα ιστορικά προσδιορισμένα πεδία διάκρισης και τις δυνατότητες διεύρυνσής τους. Τη σημασία της μικρής ή της μεγάλης γεωγραφικής κλίμακας στην διαμόρφωση μεγεθών διακρίσεων και πολλά άλλα ζητήματα από τον κύκλο των πολιτισμικών σπουδών. Θα μπορούσαμε, επίσης, να συζητήσουμε τον βαθμό στον οποίο οι παθολογίες της διαβίωσης στη μητρόπολη συνδράμουν, αν συνδράμουν τελικά, στις αρνητικές διακρίσεις των μητροπόλεων που είναι τα εγκλήματα. Στη συζήτηση αυτή θα εμπλέκαμε δημιουργικά και άλλους συγγραφείς. Είναι, όμως, μία συζήτηση την οποία χρειάζεται συχνά να κάνουμε, όχι για να καταδικάζουμε ή να συγχωρούμε, αλλά για να κατανοούμε, σύμφωνα με την προτροπή του Georg Simmel.