«Εάν επρόκειτο εγώ να αποφασίσω εάν θα έπρεπε να έχουμε μία κυβέρνηση χωρίς εφημερίδες ή εφημερίδες χωρίς κυβέρνηση, δεν θα δίσταζα ούτε στιγμή να επιλέξω το δεύτερο»
Τόμας Τζέφερσον, 1787
Στη σύγχρονη εποχή ένα μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης δραστηριότητας έχει μεταφερθεί στον ψηφιακό χώρο. Στον εργασιακό και ειδησεογραφικό τομέα, ακόμη και στις προσωπικές συναναστροφές των ατόμων ο κυβερνοχώρος αποτελεί το μέσο επικοινωνίας και πολλές φορές έκφρασης. Αυτός ο ραγδαίος ρυθμός ανάπτυξης της τεχνολογίας έχει καλώς ή κακώς οδηγήσει στη δημιουργία ενός διαδικτυακού «ειδησεογραφικού» χώρου, μέσα από τον οποίο εκφράζονται γνώμες, απόψεις, ειδήσεις οι οποίες είναι αβέβαιο αν ανταποκρίνονται ή όχι στην πραγματικότητα.
Η δαιμονοποίηση του διαδικτύου σήμερα έχει γιγαντωθεί, όχι άδικά κατά τη γνώμη μου, διότι το επίκεντρο της γνώσης βρίσκεται στην οθόνη του υπολογιστή, γεγονός που δεν αναπτύσσει την κριτική σκέψη και δεν ανοίγει τους πνευματικούς ορίζοντες πέρα από το απτό γεγονός και πέρα από την πραγματικότητα που αγόγγυστα μας προσφέρεται. Βέβαια και στις εποχές που η τεχνολογία δεν αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς υπήρχαν «ψευδείς ειδήσεις» στον έντυπο τύπο και στο ραδιόφωνο, που επηρέαζαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού για πολιτικούς κυρίως λόγους, απλώς σήμερα όλη αυτή η μάστιγα των γνωστών «fake news» έχει μεταπηδήσει κατά κύριο λόγο στον κόσμο του διαδικτύου.
Ο ορισμός των «fake news» ή αλλιώς «hoax» είναι πολύ δύσκολος και συνήθως προσεγγίζεται ως το μέσο-όπλο παραπληροφόρησης και προπαγάνδας μέσω του διαδικτύου. Οι εμπειρογνώμονες απέφυγαν σκόπιμα τον όρο «ψευδείς ειδήσεις», ισχυριζόμενοι πως είναι ανεπαρκής όρος για να συλλάβει τα πολύπλοκα προβλήματα της παραπληροφόρησης. Συνήθως εμφανίζονται ειδήσεις με πομπώδεις τίτλους, οι οποίες τραβούν το μάτι του διαδικτυακού αναγνώστη με απώτερο στόχο να διαδοθεί η ψευδής είδηση με ταχύτατους ρυθμούς επηρεάζοντας ένα τεράστιο αριθμό ανθρώπων σε παγκόσμιο ή τοπικό επίπεδο. Συνήθως η είδηση κυκλοφορεί και αναπαράγεται μέσω των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης (social media). Η Έκθεση (12/03/18) Ομάδας εμπειρογνωμόνων για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων που παραδόθηκε στην Επίτροπο Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας Mariya Gabriel, ορίζει την παραπληροφόρηση ως ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφόρηση, η οποία προορίζεται, παρουσιάζεται και προωθείται για κερδοσκοπικούς λόγους ή για την εκ προθέσεως βλάβη στο κοινό. Πίσω από όλη αυτή τη δραστηριότητα, υποστηρίζεται ότι είτε βρίσκονται εταιρείες με ειδικότητα στο διαδίκτυο, είτε hackers έναντι αξιόλογης αμοιβής, είτε και πολιτικοί αντίπαλοι που θέλουν ευκαιριακά να πλήξουν τον πολιτικό τους αντίπαλο.
Πότε όμως αυτή η πλαστή πραγματικότητα μπορεί πράγματι να επηρεάσει τους «αναγνώστες» της? Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή που διακρίνει την μόδα από την πολιτική προπαγάνδα?
Έχουμε παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια ηγέτες κρατών να χρησιμοποιούν τα media για να περάσουν πιο εύπεπτα τις πολιτικές τους, καθώς και να «δημιουργούν» “fake news” προσπαθώντας να πλήξουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους με μεγάλη επιτυχία πολλές φορές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο ρόλος που έπαιξαν τα “fake news” στην προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ το 2016, όπου εμφανίζονταν συχνά ψεύτικες ειδήσεις υπέρ του ενός ή του άλλου διεκδικητή, στην επικράτηση του Brexit καθώς και στο σκάνδαλο της Cambridge Analytica (για την παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων που συλλέγει το Facebook, με σκοπό τον επηρεασμό εκλογικών αποτελεσμάτων).
Σύμφωνα με μεγάλη έρευνα του Media Lab του Πανεπιστημίου MIT, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Science” (στην οποία συνέκριναν τη διάχυση της αληθούς και της ψευδούς πληροφόρησης μέσω retweets μεταξύ 2006 με 2017), οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται έξι φορές πιο γρήγορα από τις πραγματικές. Επιπρόσθετα έχουν κατά 70% περισσότερες πιθανότητες να διαδοθούν από τις πραγματικές, διότι κατά τους επιστήμονες το ψέμα εξαπλώνεται ταχύτερα από την αλήθεια και διαδίδεται σημαντικά μακρύτερα και ευρύτερα σε όλες τις κατηγορίες πληροφοριών. Τα αποτελέσματα ήταν εντονότερα κατά τρεις φορές για τις ψευδείς ειδήσεις με θέμα την πολιτική παρά για την τρομοκρατία, επιστήμη κ.ά. Η ψυχολογική αιτία για αυτό το φαινόμενο είναι ότι οι ψευδείς ειδήσεις είναι πρωτότυπες και στους ανθρώπους αρέσει να διαδίδουν ασυνήθιστες ιστορίες, χωρίς να τους ενδιαφέρει αν είναι αληθινές. Οι ψευδείς ειδήσεις ενισχύουν τα αισθήματα φόβου, αηδίας, έκπληξης, ενώ οι αληθινές ειδήσεις είναι βαρετές και συνηθισμένες[1]. Οι ερευνητές επεσήμαναν, ακόμη, ότι η παραπληροφόρηση δεν επηρεάζει μόνο την πολιτική σφαίρα, αλλά και τη δημόσια υγεία (π.χ. ενισχύοντας το αντι-εμβολιαστικό κίνημα) έως και το χρηματιστήριο (π.χ. μέσω κερδοσκοπικών «εκτιμήσεων» για συγκεκριμένες μετοχές)[2].
Για να προσεγγίσουμε τώρα τα ελληνικά δεδομένα, έρευνα που έγινε από την European Commission (Flash Eurobarometer 464 – Fake news and Disinformation Online) το Φεβρουάριο του 2018, ανέδειξε ότι το 55% των Ελλήνων πιστεύουν ότι κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα έρχονται αντιμέτωποι με μία σχετικά ψευδή ή ψευδή είδηση (fake news), ενώ το 64% δηλώνει ότι έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο ότι μπορούν να αναγνωρίσουν μία ψευδή είδηση. Το 90% των Ελλήνων θεωρεί πρόβλημα τις ψευδείς ειδήσεις και την παραπληροφόρηση, ενώ το 87% θεωρεί το συγκεκριμένο φαινόμενο ως πλήγμα για τη δημοκρατία. Τέλος το 49% δηλώνουν πλήρη ή αρκετή εμπιστοσύνη στον έντυπο Τύπο, ενώ το ίδιο ποσοστό δηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης στα κοινωνικά δίκτυα (Facebook, twitter κ.ά.).
Όσον αφορά τώρα την νομική πλευρά του ανωτέρω φαινομένου, σύμφωνα με τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα τυποποιείται στο άρθρο 191 ΠΚ το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων. Το ανωτέρω άρθρο προστατεύει τη δημόσια τάξη, την κατάσταση δηλ. της ειρηνικής συνύπαρξης των πολιτών, εντός της οποίας οι τελευταίοι απολαμβάνουν με ηρεμία και ασφάλεια τα αγαθά, που εξασφαλίζει ο σεβασμός όλων στους νόμους και η υποταγή τους στην κυριαρχική βούληση της κρατικής εξουσίας. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των εγκλημάτων που προστατεύουν το έννομο αγαθό της δημοσίας τάξεως είναι ότι η προαναφερθείσα κατάσταση ειρηνικής συνύπαρξης των πολιτών προσβάλλεται πρωτίστως στην αφηρημένη γενικότητά της ανεξάρτητα από την προσβολή ή μη κάποιου άλλου ατομικού ή κοινωνικού εννόμου αγαθού[3]. Το έγκλημα του άρθρου 191 ΠΚ είναι κοινό και αντικείμενό του είναι κατά περίπτωση οι πολίτες ή το κοινό, η δημόσια πίστη ή οι διεθνείς σχέσεις της χώρας. Η πράξη προσβολής συνίσταται στην διασπορά ψευδών ειδήσεων ή φημών ικανών να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλές δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Ως είδηση νοείται η ανακοίνωση ενός πρόσφατου γεγονότος, το οποίο δεν είναι ευρύτερα γνωστό στους άλλους. Ως φήμη αντίθετα νοείται η ανακοίνωση ενός συνήθως παλαιότερου γεγονότος, που είναι ήδη γνωστό σε πολλούς και κυκλοφορεί ανάμεσα στο κοινό και ψευδείς είναι οι ειδήσεις ή φήμες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα[4].
Διασπορά ψευδών ειδήσεων ή φημών υπάρχει όταν ο δράστης ανακοινώνει σε άλλους τις ειδήσεις ή τις φήμες αυτές. Όμως χρειάζεται επανειλημμένη ή έστω μεμονωμένη ανακοίνωση, που γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να κυκλοφορήσει στο ευρύτερο κοινό. Η είδηση ή η φήμη πρέπει να είναι ικανή να επιφέρει ένα από τα περιγραφόμενα στο νόμο αποτελέσματα: είτε δηλαδή ανησυχία ή φόβο (οι δυσμενείς επιπτώσεις του γεγονότος πρόκειται να επέλθουν στο άμεσο μέλλον) στους πολίτες, είτε να ταράξουν τη δημόσια πίστη (ανακοίνωση γεγονότων που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην Εθνική Οικονομία), είτε να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, είτε τέλος να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Τέλος ως προς στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού (άρθρο 26, 18 ΠΚ) για όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, ενώ αντίθετα στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου απαιτείται ρητά αμέλεια[5].
Η Ελληνική Νομολογία δεν έχει πολλά δείγματα αποφάσεων καθαρά για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, καθώς συνήθως τυποποιούνται άλλα αδικήματα που εμπεριέχουν το φαινόμενο αυτό στη γενικότητα του, όπως αυτό της συκοφαντικής δυσφήμισης, του cyber bullying κ.ά. Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση της ΟλΑΠ 2/2017 : «…διάταξη του άρ. 191 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 ΠΚ,…Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, που αποβλέπει στην προστασία της υπό στενή έννοια δημόσιας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας,…Η επιτηδειότητα αυτή των ειδήσεων και φημών να επιφέρουν αυτά τα αποτελέσματα αποτελεί αόριστη νομική έννοια που έχει ανάγκη εξειδικεύσεως με αξιολογικές κρίσεις βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, και ως εκ τούτου η από το δικαστήριο της ουσίας υπαγωγή στην έννοια αυτή των γενόμενων δεκτών υπ’ αυτού πραγματικών περιστατικών υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1463/1981)»[6].
Τελειώνοντας αξίζει να αναφερθεί ότι μεγάλες εταιρίες, όπως η Google που δεσμεύτηκε να διαθέσει 300 εκατομμύρια δολάρια μέσα στην επόμενη τριετία, έχουν μπει στον αγώνα κατά των “fake news”, με στόχο να ενισχύσουν την ποιότητα των ειδήσεων και εν γένει της δημοσιογραφίας. Στην Γαλλία προετοιμάζεται νομοσχέδιο κατά των “fake news” («χειραγώγηση της πληροφόρησης») στα ΜΜΕ, σύμφωνα με το οποίο αυξάνονται οι κυρώσεις που μπορεί να επιβάλλει το Ανώτατο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (CSA)στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει μία σειρά μέτρων, τα οποία συγκλίνουν σε μία αυτοδέσμευση των social media (π.χ. Twitter, Snapchat, Instagram κ.α.) ότι θα καταπολεμήσουν τα “fake news” ενόψει και των Ευρωεκλογών του 2019. Επιπλέον για τον εντοπισμό των “fake news” προτείνεται να χρησιμοποιηθούν εφαρμογές τεχνικής νοημοσύνης και αλγόριθμοι, οι οποίοι θα αναζητούν «trolls» και «fake accounts». H Κομισιόν έδωσε προθεσμία μέχρι τον Οκτώβριο του 2018 για την εθελοντική καταπολέμηση των “fake news”, προχωρώντας στην συνέχεια, αν χρειαστεί, σε δεσμευτικές διατάξεις[7].
Καταλήγοντας θεωρώ ότι τα “fake news” δεν αποτελούν πραγματικό κίνδυνο της δημοκρατίας. Ίσως αυτά προσβάλλουν τη δημοσιογραφική ακεραιότητα μειώνοντας την εμπιστοσύνη του κοινού στο σύνολο των ειδησεογραφικών μέσων. Οι ενεργοί πολίτες είναι πλέον αρκετά ευαισθητοποιημένοι ως προς το διαδίκτυο και τους κινδύνους που αυτό κρύβει. Δεν δύναται να δημιουργηθεί μία άξια λόγου πολιτική προπαγάνδα μέσω “fake news” και αρνούμαι να δεχτώ ότι οι ενεργοί και ευαισθητοποιημένοι πολίτες «καταπίνουν» ότι τους προσφέρεται. Τα “fake news” ίσως αποτελούν τον Δούρειο ίππο απολυταρχικών πολιτικών, αλλά δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτά κρύβονται μόνο στο διαδίκτυο. Ο τηλεοπτικός κόσμος και ο έντυπος τύπος συντελούν και αυτοί με την σειρά τους στη διάδοση των “fake news”. H ψηφιακή επανάσταση χρειάζεται ελευθερία και όχι άκρατο περιορισμό και γι’ αυτό όσο περισσότερα μέτρα δημιουργούνται για να «σκοτώσουν το θηρίο» τόσο αυτό θα μεγαλώνει και θα επεκτείνεται με νέους τρόπους σε άλλους τομείς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Βλ. Δανιηλίδης Θ., «Οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται 6 φορές γρηγορότερα από τις πραγματικές», http://www.ellinikahoaxes.gr/2018/03/16/ereuna-mit-fake-news/
[2]Βλ. Εφημερίδα Καθημερινή, «Έρευνα ΜΙΤ: Οι ψευδείς ειδήσεις ταξιδεύουν 6 φορές γρηγορότερα», http://www.kathimerini.gr/952740/article/texnologia/diadiktyo/ereyna-mit-oi-yeydeiw-eidhseis-ta3ideyoyn-6-fores-grhgorotera, Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
[3]Βλ. Κωσταράς Α., Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Ειδικού Μέρους, Εκδόσεις Αντ .Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σελ. 227 επ.
[4]Βλ. ό.π. υποσημείωση 3, σελ.263 επ.
[5]Βλ. ‘ο.π. υποσημείωση 3, σελ. 264 επ.
[6]Βλ. επίσης ΠόρισμΑναφΕισΕφΑθ της 1.8.2017 και ΜΠλημΒερ 582/2016 (στην οποία αναφέρεται « ..μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες και φόβο σε αυτούς και δη να αποτρέψουν τους γονείς να εμβολιάσουν τα παιδιά τους…»
[7]Βλ. Εφημερίδα των Συντακτών, «ΕΕ εναντίον fake news», http://www.efsyn.gr/arthro/ee-enantion-fake-news