Michel Foucault, Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία του Kant, μετάφραση: Πάνος Αγγελόπουλος, επιμέλεια, επίμετρο: Γιώργος Σαγκριώτης (Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος, 2017)
Με την προκείμενη λαμπρή εισαγωγή του Michel Foucault στην Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη του Immanuel Kant, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αποκτήσει εύκολη πρόσβαση στο φιλοσοφικό εργαστήριο όπου δημιουργήθηκε αργότερα, εν μέρει από το υλικό της, η περιώνυμη πραγματεία του πρώτου, Οι λέξεις και τα πράγματα[1] (ιδίως τα κεφάλαιά της 7 και 9). Το μεστό επίμετρο της ελληνικής έκδοσης, γραμμένο από τον Γιώργο Σαγκριώτη που έχει και την επιμέλεια της πολύ καλής έκδοσης, ίσως κατέστησε μεν περιττό το εισαγωγικό σημείωμα των Daniel Defert, François Ewald και Frédéric Gros στη γαλλική[2], είναι όμως – θεωρώ – σκόπιμη, για τον αναγνώστη, να παρουσιασθεί κάπως λεπτομερέστερα το ιστορικό της δημοσίευσης του για 50 περίπου έτη αδημοσίευτου χειρογράφου.
Η Εισαγωγή, η οποία εκπονήθηκε κατά τα έτη 1959-60 στο Αμβούργο, όπου ο Foucault ήταν Διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου, μαζί με την εκ μέρους του μετάφραση της Ανθρωπολογίας του Kant, αποτέλεσε τη συμπληρωματική, στη γνωστή Ιστορία της τρέλας[3] υπό την επίβλεψη του Georges Canguilhem, διατριβή του (thèse complémentaire) για την απόκτηση του doctorat d'État. Από την εν λόγω συμπληρωτική διατριβή υπό την επίβλεψη – σημειωτέον – του Jean Hyppolite, δημοσιεύθηκε αυτοτελώς, καθ’ υπόδειξιν και των μελών της επιτροπής κρίσης, μόνον η μετάφραση[4], με τις 6 πρώτες από τις 128 σελίδες της δακτυλογραφημένης Εισαγωγής ως προεισαγωγικό ιστορικό σημείωμα. Το χειρόγραφο κατατέθηκε στη Βιβλιοθήκη της Σορβόννης υπ’ αριθ. καταχωρίσεως W 1961 (11) 4ο. Έκτοτε, ο ίδιος ο Foucault, παρά την υπόσχεσή του προς το αναγνωστικό κοινό εν όψει της εκδόσεως της Ανθρωπολογίας[5], ποτέ δεν θέλησε να δημοσιεύσει την Εισαγωγή, προφανώς αναθεωρημένη και βελτιωμένη (οι Λέξεις και τα πράγματα είχαν ήδη υπερβεί την προβληματική της), και η επιλογή του έγινε κατ’ αρχήν σεβαστή από τους επιμελητές του έργου και εκτελεστές της διαθήκης του. Το χειρόγραφο, ωστόσο, αν και αδημοσίευτο, ήταν προσβάσιμο∙ εν τω μεταξύ δε, μετά τον θάνατο του Foucault το έτος 1984, ήδη από το επόμενό του έτος 1985 είδαν το φως αρκετές μελέτες , μονογραφίες και διατριβές που πραγματεύονταν την Εισαγωγή. Το πράγμα έφτασε στα όριά του με τη δημοσίευση στο διαδίκτυο, το έτος 2004, μιας ημιτελούς αγγλικής μετάφρασης της Εισαγωγής (από την Arianna Bove) – η οποία εν τέλει, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν έφθασε στο τυπογραφείο – μαζί με το πρωτότυπο κείμενο (χωρίς όμως την απαιτούμενη επιμέλεια)[6]. Τότε οι επιμελητές του έργου του Foucault, φρονίμως πράττοντας, αποφάσισαν να εκδώσουν την Εισαγωγή. Συγχρόνως κυκλοφόρησε σε βιβλίο και η αγγλική μετάφραση[7]. (Η γερμανική έκδοση είναι του έτους 2010[8].)
Ο ίδιος ο Foucault θεωρούσε ότι το συνολικό έργο του, ως κριτική ιστορία της σκέψης, εγγράφεται στην παράδοση της καντιανής κριτικής φιλοσοφίας[9]. Ήδη στο παλαιότερο χειρόγραφό του που έχει διασωθεί, «Connaissance de l’homme et réflexion transcendantale» – πρόκειται για χειρόγραφες σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεών του κατά το ακαδημαϊκό έτος 1952-53 – ο Foucault πραγματεύεται θέματα ανθρωπολογίας στη φιλοσοφία του 19ου αιώνα, μεταξύ αυτών και του Kant. Ωστόσο, μετά την Εισαγωγή, στο καντιανό έργο θα επιστρέψει, κατά τρόπο συστηματικό, μόνο στη δεκαετία του 1980, στο πλαίσιο κάποιων πολύ σημαντικών μελετών του για τον Διαφωτισμό[10]. Πώς, λοιπόν, τίθεται η προβληματική της Εισαγωγής;
Ως γνωστόν, ο Kant δίδαξε στο πανεπιστήμιο, έχοντας – σημειωτέον – τη μεγαλύτερη επιτυχία και απήχηση στους φοιτητές, παράλληλα με πολλά άλλα μαθήματα (Λογική, Μεταφυσική, Ηθική Φιλοσοφία, Φυσικό Δίκαιο, Φυσική Θεολογία, Παιδαγωγική, Θεωρητική Φυσική, Μηχανική, Ορυκτολογία), το μάθημα της Ανθρωπολογίας, επί 24 ακαδημαϊκά έτη μέχρι την απόσυρσή του από την πανεπιστημιακή διδασκαλία (1772-96), καθώς και, βέβαια, το μάθημα της Φυσικής Γεωγραφίας – το πλέον δημοφιλές. Μόνον ένας εντελώς ανυποψίαστος αναγνώστης θα εκπλησσόταν από το έντονο και διαρκές ενδιαφέρον τού συγγραφέα των Κριτικών του καθαρού και του πρακτικού λόγου για τις εμπειρικές επιστήμες, καθώς και από την έκταση των εμπειρικών γνώσεών του. Ως προς αυτό, στην ιστορία της φιλοσοφίας μόνον ο Αριστοτέλης, με το παράδειγμά του, θα μπορούσε ίσως να τον συναγωνισθεί. Στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής του λόγου, το καντιανό σύστημα έχει στο επίκεντρό του τρία ερωτήματα: α) τι και πώς δύναμαι να γνωρίσω; β) τι οφείλω να πράττω; και γ) τι μου επιτρέπεται να ελπίζω; Μιλώντας επιγραμματικά, στο πρώτο ερώτημα πρόκειται για τη φιλοσοφία των επιστημών (ή κριτική του καθαρού λόγου), στο δεύτερο για την ηθική φιλοσοφία και τη φιλοσοφία του δικαίου (ή κριτική του πρακτικού λόγου) και στο τρίτο για τη φιλοσοφία της θρησκείας και της ιστορίας. Στο εν λόγω πλαίσιο, με επικυρίαρχο, κατά τη γνώμη μου, το ηθικό και πολιτικό ενδιαφέρον, η ανθρωπολογία, προσανατολισμένη, ούτως ειπείν, προς μια ρεαλιστική ουτοπία[11], καλείται να γεφυρώσει το βαθύ χάσμα μεταξύ του βασιλείου της φύσης και του βασιλείου της ελευθερίας. Ο ίδιος ο Kant διακρίνει μεταξύ ορθολογικής και εμπειρικής ηθικής ή ανθρωπολογίας. Η τελευταία μάλιστα, διεκδικώντας το δικό της πεδίο, δεν είναι μεν φιλοσοφικά πρακτική, ούτε όμως δύναται να υιοθετήσει την οπτική γωνία της φυσιολογίας, διότι τότε δεν θα αποτελούσε παρά φυσική επιστήμη. Η κρίσιμη ανθρωπολογία πρέπει, κατά τον Kant, να είναι πραγματιστική (πράγμα που το τονίζει ιδιαίτερα ο Foucault), δηλαδή γνώση του ανθρώπου ως πολίτη του κόσμου. Η ανθρωπολογία προσανατολισμένη, δηλαδή ως πραγματιστική (υπό την αμέσως προαναφερθείσα έννοια), καλείται, εντός της αρχιτεκτονικής του λόγου, να ερευνήσει τη δυνατότητα της ηθικής για τα πεπερασμένα ανθρώπινα όντα. Παρά την καντιανή ορθοδοξία[12], και ο πρακτικός λόγος, όχι μόνον ο θεωρητικός ως εξαρτημένος από τη φύση του ανθρώπινου λόγου, είναι, κατά τη γνώμη μου, εν τέλει ανθρώπινος. Π. χ., ο ίδιος ο Kant, στη Μεταφυσική του των ηθών[13], μεταξύ των υποκειμενικών όρων της δεκτικότητας του καθήκοντος, όπως τους αποκαλεί, συγκαταλέγει το ηθικό συναίσθημα και την αγάπη προς τον πλησίον. Το εντυπωσιακό εγχείρημα της Ανθρωπολογίας μάλλον στέφεται με επιτυχία (παρά τις πολλές προκαταλήψεις του Kant, συνυφασμένες με την ευκολία του στις τελολογικές παραδοχές, που δεν αποτελούν ασφαλώς εμπειρική γνώση). Ανακεφαλαιώνοντας, η κριτική ανθρωπολογία (όχι ως εμπειρική επιστήμη), ακολουθώντας, ως πραγματιστική, μια πορεία παράλληλη πρωτίστως προς εκείνη της κριτικής του πρακτικού λόγου, καλείται να αναζητήσει και να εντοπίσει τη δυνατότητα της ηθικής για τα πεπερασμένα ανθρώπινα όντα.
Ο Foucault θέτει το ζήτημα της παραλληλίας της Ανθρωπολογίας με την κριτική φιλοσοφία με έναν τρόπο ριζικό. Αποφεύγοντας τη χρήση τεχνικών όρων, χωρίς όμως – ελπίζω! – να καθιστώ την έκθεσή μου ανακριβή ή απλουστευτική, η Ανθρωπολογία, δεν υποκαθιστά μεν, κατά τον Foucault, την εν στενή εννοία κριτική φιλοσοφία, αλλά τη μιμείται∙ πρωτίστως, ως διδακτική και χαρακτηρολογία, τη μιμείται ως προς τα ζητήματα της πηγής, της επικράτειας και των ορίων του υποκειμένου της γνώσης, το οποίο εν προκειμένω, υπό την ανθρώπινη ιδιότητά του, καλείται να λάβει τη θέση του γνωστικού αντικειμένου. Η εν λόγω παραλληλία εγγυάται μεν την αντιφυσιοκρατία της ανθρωπολογίας, ήδη με μόνη τη προνομιακή, στο σύστημα της ανθρωπολογίας, θέση της ψυχής (Gemüt) χωρίς μεταφυσική (Seele), είναι όμως καθ’ εαυτήν αμφίσημη και ασταθής, αν όχι μετέωρη, ακριβώς επειδή ούτε η ανθρωπολογία ανάγεται στην κριτική φιλοσοφία ούτε η δεύτερη στην πρώτη. Ο Kant θα έπρεπε να είχε ανησυχήσει από τη συμμετρία των δυνάμεων του υπερβατολογικά πρωταρχικού και του ήδη ιστορικά θεμελιώδους. Σταχυολογώ:
Η σχέση του δεδομένου και του a priori παίρνει στην Ανθρωπολογία μια αντίστροφη δομή από εκείνη που έχει αναδείξει η Κριτική [του καθαρού λόγου]. Το a priori, στην τάξη της γνώσης, γίνεται, στην τάξη της συγκεκριμένης ύπαρξης, ένα πρωταρχικό που δεν είναι χρονολογικά πρώτο αλλά που άπαξ και εμφανιστεί στη διαδοχή των σχημάτων της σύνθεσης αποκαλύπτεται σαν να ήταν ήδη εκεί∙ αντίθετα, αυτό που είναι το καθαρά δεδομένο στην τάξη της γνώσης φωτίζεται, στον στοχασμό για τη συγκεκριμένη ύπαρξη, από κρυφά φώτα που του δίνουν το βάθος του ήδη συντελεσμένου[14].
Ως προς το διευρυμένο, εν σχέσει προς την ανωτέρω αρχιτεκτονική του λόγου, πεδίο της Ανθρωπολογίας – θεωρώ ότι – ο Foucault έχει, κατ’ αρχήν, δίκιο: η Ανθρωπολογία δεν κινείται απλώς παράλληλα προς την κριτική του πρακτικού λόγου∙ το πεδίο της εκτείνεται ακολουθώντας το πεδίο της όλης κριτικής του λόγου, άλλως και των τριών καντιανών Κριτικών (η τρίτη Κριτική είναι της κριτικής δύναμης, ιδίως ως φιλοσοφία της τέχνης). Ο ίδιος, ωστόσο, περιορίζει, κατά βάση, την ευρηματική έρευνά του στην ανθρωπολογική μίμηση της υπερβατολογικής αναλυτικής και διαλεκτικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως, η Ανθρωπολογία χάνει το ηθικό (και πολιτικό) επίκεντρό της ως προσανατολισμένη ακριβώς προς τη ρεαλιστική ουτοπία ενός κόσμου δημιουργημένου από τον ίδιο τον άνθρωπο, πράγμα μοιραίο, κατά τη γνώμη μου, για την κριτική αποτίμηση της Ανθρωπολογίας από τον Foucault. Ένα δεύτερο σημείο ως προς το οποίο ο Foucault έχει κατ’ αρχήν δίκιο είναι ότι αντιμετωπίζει το Opus postumum του Kant απλώς ως αδημοσίευτο.
Ως γνωστόν, το τελευταίο έργο του Kant που εκδίδεται με δική του επιμέλεια είναι η Ανθρωπολογία. Ο Foucault εξετάζει λεπτομερώς και με τις αρετές ενός πολύ καλού φιλολόγου τη μακρά διαδικασία της εκπόνησής της και τα σχετικά προβλήματα της συντάξεως και διαρθρώσεως του τελικού κειμένου. Η Λογική που εκδίδεται με την έγκριση του Kant το έτος 1800 (ο ίδιος είχε αναθέσει την έκδοσή της στον Gottlob Benjamin Jasche), θέτει ένα πρόσθετο προς τα προαναφερθέντα τρία ερωτήματα: δ) τι είναι ο άνθρωπος;. Κατά τον Foucault, ο Kant στα τελευταία γραπτά του – που η περιπέτεια της έκδοσής τους, με τις εν τω μεταξύ απώλειες, δεν έχει βρει ακόμη τον μυθιστοριογράφο της[15] – αναζητά ματαίως μια έσχατη σύνθεση του υπερβατολογικού και του εμπειρικού υποκειμένου, άλλως του υπερβατολογικά πρωταρχικού και του ήδη ιστορικά θεμελιώδους, ή την ενότητα Θεού, κόσμου και ανθρώπου ως προσώπου, αυτή τη φορά στο πεδίο του προκείμενου και απλώς συγκεφαλαιωτικού ερωτήματος τι είναι ο άνθρωπος;. Και πάλι, σταχυολογώ:
Ο στόχος και η λειτουργία του ερωτήματος Τι είναι ο άνθρωπος; είναι να φέρει τις διαιρέσεις της Κριτικής στο επίπεδο μιας θεμελιώδους συνοχής: αυτής μιας δομής που παρέχεται, σε ό,τι πιο ριζικό διαθέτει κάθε δυνατή «ικανότητα», στην επιτέλους απελευθερωμένη γλώσσα μιας υπερβατολογικής φιλοσοφίας[16].
Πράγματι, και κατά τη γνώμη μου, το Opus postumum του Kant υπήρξε περισσότερο αδημοσίευτο παρά ανολοκλήρωτο. Ωστόσο, και εδώ, ο Foucault παραγνωρίζει το ηθικό επίκεντρό του∙ ότι, κατά τον Kant του Opus postumum, o οποίος εξακολουθεί να μη συμμερίζεται την «ενθουσιαστική» αντίληψη του Spinoza για τον Θεό και τον άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι παρά η ιδέα της ηθικής δύναμής μας. Συνεπώς, ο θάνατος του Θεού δεν δύναται να αποτελεί μια ιδέα γνήσια ηθική – παρά το πρόδηλα χειραφετησιακό κίνητρο της εξαγγελίας – ως θάνατος και του ανθρώπου, που συμπαρασύρει τις μη κριτικές (βυθισμένες στον «ανθρωπολογικό ύπνο») μετακαντιανές ανθρωπολογίες, δοθέντος ότι – κατά τούτο μάλλον ορθά – η ανθρωπολογία δεν δύναται να θεμελιωθεί παρά μόνον ως επανάληψη των Κριτικών.
Οι τελευταίες σελίδες της Εισαγωγής προετοιμάζουν την κατακλείδα της: «Η τροχιά που διαγράφει το ερώτημα Was ist der Mensch? [τι είναι ο άνθρωπος;] στο πεδίο της φιλοσοφίας ολοκληρώνεται στην απάντηση που το απορρίπτει και το αφοπλίζει: Der Übermensch [Ο υπεράνθρωπος]». Δεν συμμερίζομαι – φυσικά, με όλο τον σεβασμό – την κρίση του Hyppolite ότι η Εισαγωγή εμπνέεται περισσότερο από τον Friedrich Nietzsche παρά από τον Kant. Ωστόσο, οι εν λόγω σελίδες δεν φαίνεται ότι συνυφαίνονται κατά τρόπο αβίαστο με ό,τι έχει προηγηθεί. Σε κάθε περίπτωση ο αναγνώστης καλείται να κρίνει, έχοντας τον τελευταίο λόγo.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Michel Foucault, Les mots et les choses: Une archéologie des sciences humaine (Paris: Éditions Gallimard, 1966).
[2] Βλ. Emmanuel Kant, Anthropologie du point de vue pragmatique & Michel Foucault, Introduction à l’Anthropologie (Paris: Librairie philosophique J. Vrin, 2008), σς 7 - 9.
[3] Michel Foucault, L'histoire de la folie à l’âge classique (Paris: Éditions Gallimard, 1972) (πρώτη έκδοση ως Folie et déraison: L'histoire de la folie à l’âge classique ([Paris: Librairie Plon, 1961]).
[4] Emmanuel Kant, Anthropologie du point de vue pragmatique (Paris: Librairie philosophique J. Vrin, 1964).
[5] Βλ. «Notice historique», in Emmanuel Kant, ό. π., σ. 10 σημ. 1.
[6] Περισσότερα: http://www.generation-online.org/p/fpfoucault1.htm.
[7] Michel Foucault, Introduction to Kant’s Anthropology, μετ. Roberto Nigro και Kate Briggs (Los Angeles: Semiotext(e), 2008).
[8] Michel Foucault, Einführung in Kants Anthropologie, μετ. Ute Frietsch (Frankfurt a. M: Suhrkamp, 2010).
[9] Κατά την αυτοπαρουσίασή του, με το ψευδώνυμο Maurice Florence (!), in Denis Huisman (éd.), Dictionnaire des philosophes (Paris, Presses universitaires de France, 1984) τ. I, σ. 942: «[Αν ο Foucault εγγράφεται πράγματι στη φιλοσοφική παράδοση, τότε βρίσκεται εντός της κριτικής παραδόσεως του Kant, θα μπορούσαμε δε] να αποκαλέσουμε το εγχείρημά του ως κριτική ιστορία της σκέψης». Η εντός αγκυλών φράση είναι πάντως του François Ewald. Ίσως η πιο εξεζητημένη, και, βέβαια, μη πειστική, υπεράσπιση του καντιανισμού του Foucault, ως προς μια κρίσιμη μορφική συνάφεια, είναι του Marc Djaballah, Kant, Foucault, and Forms of Experience (London: Routledge 2008).
[10] Βλ. ιδίως Michel Foucault, «Qu’est-ce que les Lumières?», ήδη Dits et écrits II (1976-1988) (Paris: Éditions Gallimard, 2001), σς 1380 επ., 1498 επ.
[11] Δανείζομαι την ιδέα από τον John Rawls, π. χ., The Law of Peoples: with “The Idea of Public Reason Revisited” (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1999), σς 11 επ.
[12] Η οποία επιβιώνει και στην εξαιρετική και ίσως κάποτε βιβλιογραφικά ανορθόδοξη μονογραφία του Robert B. Louden, Kant’s Impure Ethics: From Rational Beings to Human Beings (Oxford : Oxford University Press, 2000), σ. 5.
[13] Βλ. Immanuel Kant, Die Metaphysik der Sitten, in Kant’s gesammelte Schriften, τ. 6ος (Berlin: Königlich Preußischen Akademie der Wissenschaften, 1902 -), σς 399 επ.
[14] Michel Foucault, Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία του Kant, σ. 55.
[15] Το σχετικό υλικό το προσφέρει πάντως ο Eckart Förster, «Introduction», in Immanuel Kant, Opus posturnurn, μετ. του ιδίου και του Michael Rosen (Cambridge: Cambridge University Press, 1993), σς xv επ.
[16] Michel Foucault, Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία του Kant, σ. 73.