1.Aσφαλής μαρτυρία της άνθισης της φιλοσοφίας του δικαίου τις τελευταίες δεκαετίες είναι το περιεχόμενο των άρθρων ή βιβλίων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Πλάι σε τέτοια άρθρα ή βιβλία που πραγματεύονται αμιγώς φιλοσοφικά ζητήματα, πληθαίνουν όσα επιχειρούν να θέσουν φιλοσοφικού περιεχομένου ερωτήματα με αφορμή ερεθίσματα που πηγάζουν από την πράξη και θέτουν το αναπόδραστο ερώτημα του πρακτέου. Είναι σαν η φιλοσοφία του δικαίου να αναζητεί έμπνευση εκτός της παραδοσιακής δικαιοδοσίας της, των θεμελιωδών ερωτημάτων περί το δίκαιο ή το κράτος∙ σαν, σε μια διαδικασία αναστοχαστικής ισορροπίας, να επιχειρεί να συνταιριάξει θεμελιώδη ερωτήματα που δεν μπορούν να μην την απασχολούν με ερωτήματα περί του τι πρέπει να κάνουμε εν όψει συγκεκριμένων προβλημάτων∙ και σαν να δοκιμάζει απαντήσεις στα πρώτα πάνω σε απαντήσεις στα δεύτερα, και τανάπαλιν. Έτσι ξεκινά μια πολύ γόνιμη διεργασία που οδηγεί τη φιλοσοφία του δικαίου στο πεδίο του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, αλλά κι, αντίστροφα, τη νομική δογματική, την επιστήμη π.χ. του συνταγματικού ή του αστικού δικαίου, να ανοίγεται σε πιο θεωρητικές κατευθύνσεις.
Σε έναν από τους λόγους αυτής της τάσης θα σταθώ στο τέλος, αρκούμαι όμως για την ώρα σε αυτό: το βιβλίο του Νίκου Παπασπύρου Constitutional Argument and Institutional Structure in the United States[1] εντάσσεται σε αυτή τη γόνιμη τάση όσμωσης της νομικής δογματικής με τη φιλοσοφία του δικαίου. Το ότι δε μελετά την πρακτική και τη θεωρία του συνταγματικού δικαίου στις Η.Π.Α. δεν αναιρεί (αντίθετα μάλιστα!) το ενδιαφέρον που μπορεί να παρουσιάζει και για τον νομικό κόσμο της χώρας μας.
2.Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο Παπασπύρου δηλώνει την οπτική που υιοθετεί με αφορμή τον δικαστικό έλεγχο των νόμων: περισσότερο από τη στάση του δικαστή που θέτει και διευθετεί μείζονα ερωτήματα του δημόσιο βίου, αλλά κι από την -αντίθετη- στάση του δικαστή που προτιμά να απέχει από κάθε κρίση ως προς τα προβλήματα ενός συγκεκριμένου πεδίου, τον ίδιο τον ελκύει μια τρίτη εναλλακτική: η στάση του δικαστή ο οποίος κάνει χρήση της «πολύμορφης ποικιλίας των πιο εκλεπτυσμένων κριτηρίων δικαστικού ελέγχου, που προσιδιάζουν σε συγκεκριμένα θέματα και που συνδέουν τoν τρόπο με τον οποίο διαρθρώνονται τα συνταγματικά συμφέροντα, με τον τρόπο με τον οποίο αρχές και δικαιοπολιτικοί στόχοι, παράδοση και λόγος σχετίζονται μεταξύ τους εντός (του συγκεκριμένου) πεδίου …» (xvi.).
Και το ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι ότι αυτή η οπτική όχι μόνο εμπνέει τη μέθοδο του συγγραφέα, αλλά διαποτίζει και τη θέση που ο ίδιος διατυπώνει. Ακολουθώντας, σε πρώτο χρόνο, ένα κάπως άτονο πλέον ρεύμα της αμερικανικής θεωρίας του δικαίου, την legal process theory[2], για να αντλήσει εν συνεχεία έμπνευση από τις πιο λεπτές κι ενδιαφέρουσες εκδοχές του σύγχρονου θετικισμού, ιδίως εκείνες που προτάσσουν την ιδιομορφία του δικαίου ως συστήματος κανόνων, άρα και πρακτικών λόγων, κυρίως όμως για να στηριχθεί στους θεωρητικούς που προτάσσουν το ηθικοπολιτικό υπόβαθρο του δικαίου, ο Παπασπύρου επιχειρεί κάτι που είναι απαιτητικό από πολλές απόψεις.
Είδαμε μόλις ότι εξετάζει ζητήματα που βρίσκονται στο μεταίχμιο της φιλοσοφίας, ακριβέστερα δε της μεθοδολογίας δικαίου και της πολιτικής φιλοσοφίας, και του συνταγματικού δικαίου. Επιπλέον μελετά τους θεσμούς προσπαθώντας να αναδείξει τις κανονιστικές προϋποθέσεις και την κανονιστική επενέργειά τους – κι όχι τα δικαιώματα, την κατ’ εξοχήν ύλη του θεωρητικού στοχασμού για το δίκαιο: από την άποψη αυτή, κινείται σε σχετικά ανεξερεύνητα από τη φιλοσοφία του δικαίου χωράφια. Τέλος, με αφετηρία ιδίως την κανονιστική επενέργεια των θεσμών επιχειρεί να αναδείξει τη διαφορά μεταξύ ουσιαστικών επιχειρημάτων κι επιχειρημάτων ερμηνευτικής αυθεντίας.
Τριπλό λοιπόν το ενδιαφέρον το βιβλίου: ενώ η φιλοσοφία του δικαίου και η νομική δογματική ακολουθούν κατά κανόνα παράλληλες διαδρομές, ο Παπασπύρου επιχειρεί μια συνδυαστική, συνταγματολογική κι εν ταυτώ φιλοσοφική, προσέγγιση του έργου του δικαστή∙ ενώ η φιλοσοφία του δικαίου ασχολείται κυρίως με τα δικαιώματα, το κατ΄εξοχήν ζήτημα ως προς το οποίο δεοντοκράτες, φιλελεύθεροι, συνεπειοκράτες, ωφελιμιστές, τελειοκράτες και κοινοτιστές διασταυρώνουν τα ξίφη τους, ο σ. εκτείνει το πεδίο της φιλοσοφίας στους θεσμούς και τον τρόπο οργάνωσης της έννομης τάξης και του κράτους∙ και, τέλος, ενώ μεγάλο πλέον μέρος της φιλοσοφίας υπογραμμίζει τη συνέχεια δικαίου και ηθικής, ερμηνείας και πρακτικής επιχειρηματολογίας, ο σ. φωτίζει κάποιες ασυνέχειες μεταξύ δικαίου και ηθικής, ερμηνείας και πρακτικής επιχειρηματολογίας, ασυνέχειες όμως που επιβάλλονται, κατ’ αυτόν, για ηθικοπολιτικούς λόγους.
3.Σε αυτό το τελευταίο σημείο είναι αφιερωμένες οι σκέψεις που ακολουθούν. Όπως προανέφερα, ο σ. βρίσκεται κοντά σε όσους υποστηρίζουν ότι το δίκαιο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την ηθική κι ότι άρα η ερμηνεία των διατάξεών του, εν προκειμένω των συνταγματικών διατάξεων, συνιστά μια πρακτική, και δη ηθική, επιχειρηματολογία. Ακριβέστερα, τονίζει αφενός μεν ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι ειδική μορφή της πρακτικής, και δη ουσιαστικής ή ηθικής επιχειρηματολογίας, αφετέρου ότι η ειδικότητά της προϋποθέτει τη διάκριση μεταξύ επιχειρημάτων ουσίας και επιχειρημάτων ερμηνευτικής αυθεντίας, με τα δεύτερα να διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο.
Σε πρώτο χρόνο ο Παπασπύρου προσυπογράφει τη θέση για τον αποκλειστικό χαρακτήρα των κανόνων δικαίου, μια θέση που έχει υποστηριχθεί με επιμονή και καθαρότητα από τον Joseph Raz: το δίκαιο δεσμεύει αποκλείοντας άλλες ρυθμίσεις, π.χ. τις συνήθειες, τις κοινωνικές αντιλήψεις περί του καλού ή του κακού, ακόμη και τη συνείδησή μας.. Yπό την έννοια αυτή, το δίκαιο αποτελεί αυθεντία: οφείλω, θα λέγαμε, να συμμορφώνομαι στις διατάξεις περί ΕΝΦΙΑ ακόμη κι αν θεωρώ τον φόρο αυτόν άδικο. Τα ερωτήματα που τίθενται πλέον είναι από πού πηγάζει το καθήκον μου αυτό ή, αλλοιώς, η δεσμευτικότητα του νόμου. Και, περαιτέρω, αν και πώς ο τελευταίος είναι αντικείμενο βέβαιης γνώσης.
Και στο σημείο αυτό είναι όπου ο Παπασπύρου παίρνει αποστάσεις από τον θετικισμό: ακόμη κι αν δεχθούμε ότι π.χ. το Σύνταγμα ως σύνολο γραπτών διατάξεων δεν μπορεί καν να νοηθεί παρά με υπόβαθρο ένα σύνολο ιδεών, αντιλήψεων, και πρακτικών (σ. 30), δεν μπορούμε να στηρίξουμε τη δεσμευτικότητα του δικαίου σε ένα πραγματικό δεδομένο, όπως είναι η εν τοις πράγμασιν αναγνώρισή του ως δεσμευτικού από τους κοινωνούς ή, καλύτερα, κάποιους αξιωματούχους, π.χ. τους δικαστές (σ. 35)∙ ή σε ένα παγιωμένο θεσμικό έθος (σ. 40) ή ακόμη και σε ένα οιονεί φυσικό αξιακό υπόβαθρο (σ. 36)∙ δηλαδή σε δεκτικά διαπιστώσεως[3] στοιχεία της, άυλης έστω, πραγματικότητας. Είναι αλήθεια ότι, στην πρώτη περίπτωση, το δίκαιο φέρεται να ισχύει επειδή αναγνωρίζεται ως δεσμευτικό από τους δικαστές, που τυχαίνει να συγκλίνουν σ’ αυτή τους την εκτίμηση, δηλαδή φέρεται να στηρίζεται σε λόγους, και μάλιστα στην εκ μέρους τους αποδοχή της υποχρέωσης να συμμορφώνονται με αυτό∙ σε παρόμοιους λόγους φέρεται να στηρίζεται το δίκαιο και στις άλλες περιπτώσεις - και κατά τούτο παύει να αποτελεί μορφή γυμνής αυθεντίας, άλλως εξουσίας. Κανείς από τους λόγους όμως αυτούς δεν είναι ισχυρός: αν ο δικαστής αναζητεί αυτό που πρέπει να κάνει, δεν μπορεί να το βρει σε εκείνο π.χ. που οι άλλοι δικαστές θεώρησαν ότι πρέπει να κάνουν, σε ένα αυτεξάρτητο πλέγμα εμπραγμάτων συνηθειών ή στις κρατούσες αξιακές αντιλήψεις. Το δίκαιο έχει κανονιστικότητα∙ δεν υπάρχει απλώς, και άρα ούτε καν σε οριακές περιπτώσεις μπορεί να διαπιστωθεί ότι είναι ή όπως είναι (σ. 51).
Οι συνέπειες της οριοθέτησης του σ. από την ισορροπημένη αυτή εκδοχή του θετικισμού είναι άμεσες. Αν το δίκαιο δεν μπορεί να συλληφθεί όπως είναι, η διάκριση μεταξύ της ερμηνείας του δικαίου, της λεγόμενης στη χώρα μας δημιουργικής δικαιοπλασίας αλλά και της κριτικής του δικαίου παύει να είναι ριζική. Η ερμηνεία είναι κάτι διάφορο από την απλή διαπίστωση του περιεχομένου του νόμου όπως ισχύει. Η ερμηνεία έχει ως έργο τον πορισμό του νοήματος του κανόνα δικαίου ως κανόνα. Κι αυτό σημαίνει ότι τελείται με επιχειρήματα, που προβάλλουν λόγους κι επιχειρούν να υπερισχύσουν έναντι άλλων, άρα και να αναδειχθούν ως ορθά ή έστω πιο ορθά από αυτά (σ. 30 επ.).
Από την άλλη, τα επιχειρήματα αυτά δεν προσβλέπουν σε άμεση ηθική ορθότητα (ας θυμηθούμε την αποκλειστικότητα του δικαίου, από την οποία και ξεκίνησε η διαδρομή του σ.). Κι αυτό για δυο λόγους, που συνδέονται μεταξύ τους. Ο πρώτος είναι ότι υποπροσδιορίζονται από το κείμενο του Συντάγματος ή τα νομολογιακά προηγούμενα ή και την πρακτική συμμόρφωσης με αυτά (σ. xix, 28): η ερμηνεία, όπου κι αν βασίζεται, δεν παύει να είναι ερμηνεία του Συντάγματος. Ο δεύτερος ότι αποτελούν ειδική μορφή ηθικών επιχειρημάτων: αναφέρονται στο νόημα μιας διάταξης που ορίζει τι πρέπει να κάνουμε σύμφωνα με το δίκαιο. Δεν χρειάζεται να είναι, από ηθική άποψη, ορθά, διότι αρκεί, σε πρώτο χρόνο, να τελούν σε αρμονία με το δίκαιο: το περιεχόμενο ακόμη και του Συντάγματος, που εν πάση περιπτώσει ορίζει τι είναι τα θεμελιώδη δικαιώματα, υπολείπεται του γνώμονα μιας ιδεώδους ηθικής ορθότητας (σ. 15 επ.)∙ αυτό επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, από το ότι ιδίως μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία διατρέχεται από βαθιές διαφωνίες όχι μόνο γύρω από την προσωπική ευτυχία ή ηθική, αλλά και γύρω από ζητήματα πολιτικής δικαιοσύνης (σ. 19). Κι αυτό το χαρακτηριστικό μιας τέτοιας κοινωνίας έχει ηθικό περιεχόμενο: απορρέει από την ιδιότητά των πολιτών ως ίσων και ελευθέρων ατόμων (πρβλ. την εύστοχη αναφορά στην «ελευθερία του ανθρώπινου πνεύματος αυτού καθ΄εαυτό»). Άρα ο περιορισμός των ερμηνευτικών επιχειρημάτων, βαθύτερα, έχει ηθική βάση: η ηθική αποσύρεται από τον χώρο του δικαίου για ηθικούς λόγους – κι όχι π.χ. επειδή δεν μπορεί να τηρηθεί ή επειδή εκ φύσεως είμαστε ανυπότακτοι.
Κι αυτή η διπλή ιδιότητα των ερμηνευτικών επιχειρημάτων προσδιορίζει και το εύρος της δημιουργικής («κατασκευαστικής»[4] κατά τον σ.) κι εν συνεχεία της κριτικής τους διάστασης. Από τη μία, ο ερμηνευτής οφείλει να επιζητεί τη δικαιολόγηση των επιχειρημάτων του – κι αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί παρά να μην διερωτηθεί όχι μόνο για την ίδια του τη δραστηριότητα ως ερμηνευτή (εξ ου και ο αναστοχαστικός χαρακτήρας της θεμελίωσης), αλλά και για την ίδια την ηθική ορθότητα του Συντάγματος. Από την άλλη, οφείλει, λόγω ακριβώς της ανάγκης δικαιολόγησης των επιχειρημάτων του, να λάβει υπόψιν του τα όρια που θέτει στην κριτική η δικαϊκή υφή του έργου του: για ηθικούς λόγους -έτσι ολοκληρώνεται η ερμηνευτική διαδρομή- ο ερμηνευτής εξετάζει μέχρι ένα σημείο, το σημείο όπου π.χ. δεν τίθεται εν αμφιβόλω η ισχύς της έννομης τάξης, εάν η ερμηνεία που προτείνει ευσταθεί από ηθική άποψη.
Για να περιγράψει μάλιστα την πορεία αυτή ο Παπασπύρου χρησιμοποιεί μια παραστατική εικόνα. Ο ερμηνευτής δεν σχεδιάζει εξ αρχής τα εργαλεία που χρησιμοποιεί, μοιάζει μάλλον με έναν ναυτικό εν πλω – και όχι με τον ναυπηγό του πλοίου (σ. 58)[5].
Ένα τελευταίο σημείο πρέπει να τονίσουμε: η ερμηνευτική αυτή διαδικασία φθάνει μέχρι τέτοια ηθικά βάθη. Τούτο είναι σημαντικό: είδαμε ότι ο σ. χαρακτηρίζει την ερμηνεία «ιδιαίτερη» μορφή ουσιαστικής ή ηθικής επιχειρηματολογίας. Η ειδικότητα αυτή δεν συνίσταται στο ότι κατ’ αρχήν χρησιμοποιούμε τα ιδιαίτερα νομικά επιχειρήματα, κατ΄εξαίρεσιν δε, όταν π.χ. συντρέχει ασάφεια ή διχοστασία ή όταν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση που ανήκει στη νοηματική περιφέρεια της συμβατικά ορισμένης έκφρασης ή όταν η σύμβαση δεν έχει παγιωθεί ακόμα, προσφεύγουμε στην ουσιαστική ή ηθικής επιχειρηματολογία[6]. (Κι αυτό φαίνεται ακόμη πιο καθαρά αν υιοθετήσουμε τη μεθοδολογικά αντίθετη οπτική του εφαρμοστή, κι όχι πλέον του ερμηνευτή, του Συντάγματος – κάτι που, με λίγες εξαιρέσεις, δεν απασχολεί το συγκεκριμένο βιβλίο: εν όψει της συγκεκριμένης περίπτωσης που έχει ενώπιόν του, ο εφαρμοστής του δικαίου εξετάζει αν η περίπτωση αυτή είναι όμοια με εκείνη που ορίζεται στο πραγματικό της διάταξης του Συντάγματος – πράγμα που σημαίνει ότι έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν αναγκαία την επέλευση της έννομης συνέπειας της διάταξης∙ αυτό όμως, με τη σειρά του, σημαίνει ότι θα εξετάσει αν η συνέπεια αυτή πρέπει εν προκειμένω να επέλθει, άρα τόσο αν επιβάλλεται για ηθικούς λόγους όσο κι αν, για ηθικούς λόγους πάντα, πρέπει να επέλθει επειδή το απαιτεί το δίκαιο αν και δεν το απαιτεί η ηθική).
4.Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερη θέση κατέχουν, κατά τον σ., ορισμένα επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα αυτά προβάλλουν λόγους που διεκδικούν όχι απ’ ευθείας κατά περιεχόμενο συμφωνία με την ηθική ή και με την έννομη τάξη, αλλά αναγνώριση της αρμοδιότητας ερμηνείας του δικαίου.
Παράδειγμα η κρίση μιας διοικητικής αρχής ως προς τη σκοπιμότητα μιας ενέργειας. Ο δικαστής δεν εξετάζει κατά περιεχόμενο την κρίση αυτή παρά μόνο ως προς συγκεκριμένες όψεις της∙ κατά τα λοιπά την αφήνει ανέλεγκτη. Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι το επιχείρημα στο οποίο στηρίζεται για να μην ασκήσει κατά περιεχόμενο έλεγχο: είναι, κατά τον σ., ένα επιχείρημα «ερμηνευτικής αυθεντίας» (σελ. x). Η διοικητική αρχή, σε όση έκταση καταλαμβάνεται από τη θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας, υπόκειται στο Σύνταγμα και τους νόμους∙ ως προς τον τρόπο που ερμηνεύει τις οικείες διατάξεις διαθέτει ερμηνευτική αυθεντία. Εάν ο δικαστής δεν τη σεβασθεί, οφείλει να του αντιτάξει ένα επιχείρημα ερμηνευτικής αυθεντίας με τέτοιο περιεχόμενο. Κι ο δικαστής οφείλει να απόσχει από τη δική του κρίση περί της σκοπιμότητας της ενέργειας της αρχής.
Ο Παπασπύρου αναδεικνύει την ύπαρξη και την κανονιστική σημασία τέτοιων επιχειρημάτων, αναγνωρίζοντας μάλιστα ότι η αυθεντία ανήκει σε συγκεκριμένες οντότητες, στους θεσμούς. Υπογραμμίζει δε δυο σημεία.
Πρώτον, τα επιχειρήματα ερμηνευτικής αυθεντίας έχουν ουσιαστικό, πολύ συχνά δε και ηθικό υπόβαθρο (σ. 84 επ.). Ουσιαστικοί είναι οι λόγοι που επιτάσσουν την απόσυρση του δικαστή από τον έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης του οργάνου του θεσμού. Από την εγγύτητα του προς το κρινόμενο ζήτημα μέχρι την καλλιέργεια και την παγίωση μιας νοοτροπίας αποστολής ή υπηρεσίας ή την ισχύ κάποιων κανόνων δεοντολογίας (σ. 47), οι λόγοι αυτοί ποικίλουν.
Δεύτερον, τα επιχειρήματα ερμηνευτικής αυθεντίας είναι υπό μια έννοια υπέρτερα των ουσιαστικών επιχειρημάτων (σ. 98). Ενώ ο δικαστής θα είχε βαρύνοντα ουσιαστικά επιχειρήματα κατά της κρίσης του οργάνου του θεσμού, δεν του δίνεται η δυνατότητα να τα προβάλει διότι τον εμποδίζει η ερμηνευτική αυθεντία του οργάνου του θεσμού.
Στο σημείο αυτό αξίζει μια ακόμη επισήμανση (που, ελπίζω, αποδίδει το πνεύμα του σ.): πρόκειται για μια διεργασία αντίστοιχη προς αυτήν με την οποία το δίκαιο αυτονομείται από την ηθική και η ερμηνεία του δικαίου από την πρακτική επιχειρηματολογία – διαδικασία που εξετάσαμε μόλις πριν. Ο δικαστής δεν υποκαθιστά την κρίση του οργάνου, όχι γιατί αυτοδεσμεύεται αλλά γιατί η έννομη τάξη, για ουσιαστικούς λόγους, έχει αναθέσει σε αυτό την ερμηνευτική αυθεντία ως προς τα συγκεκριμένα ζητήματα. Για λόγους ουσιαστικής ορθότητας επιβάλλεται οι λόγοι που θα είχε ο δικαστής να τεθούν τρόπον τινα σε παρένθεση και η διάταξη να ερμηνευθεί με κριτήριο τη συμφωνία της με τους γνώμονες ενός θεσμού, η αναγκαιότητα της ίδρυσης και της λειτουργίας του οποίου πηγάζει κι αυτή από λόγους ουσιαστικής ορθότητας. Κι όπως και προηγουμένως οι λόγοι αυτοί συντρέχουν συνεχώς. Από την άλλη, μια ουσιώδης διαφορά διακρίνει τα δικαϊκά επιχειρήματα, όπως αντιδιαστέλλονται από τα ηθικά, από τα επιχειρήματα ερμηνευτικής αυθεντίας, όπως αντιδιαστέλλονται από τα ουσιαστικά: τα επιχειρήματα ερμηνευτικής αυθεντίας ρυθμίζουν μόνο το ποιος έχει ερμηνευτική αρμοδιότητα, ένα διαδικαστικό ζήτημα, σε αντίθεση με τα δικαϊκά, που ρυθμίζουν τόσο ζητήματα διαδικασίας όσο και ζητήματα ουσίας.
5.Ποιο είναι όμως το απώτατο θεμέλιο των ουσιαστικών λόγων που κατά τον σ. βρίσκονται πίσω τόσο από τα ερμηνευτικά επιχειρήματα όσο κι από τα επιχειρήματα ερμηνευτικής αυθεντίας; Στο σημείο αυτό ο Παπασπύρου προχωρεί με προσοχή.
Μια ιδιαίτερα δημοφιλής άποψη είναι ότι στη βάση της ισχύος του Συντάγματος βρίσκεται η αρχή της δημόσιας αυτονομίας: κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να θέτει και να απαντά το ερώτημα του γιατί πράττει ή γιατί να πράττει με κάποιον τρόπο, να εξετάζει, με άλλα λόγια, τι κάνει και τι πρέπει να κάνει. Υπό την έννοια αυτή, κάθε άνθρωπος είναι κύριος, τουλάχιστον εν μέρει, της πορείας του στη ζωή. Μεταξύ των στοιχείων που καθορίζουν την πορεία αυτή είναι και η δημόσια σφαίρα και οι εγγενείς με αυτή δεσμεύσεις, οι πιο κρίσιμες από τις οποίες καθιστούν αναγκαίο το δίκαιο. Το δίκαιο είναι συνεπώς αναγκαίο σε όση έκταση κατοχυρώνει και προστατεύει την ίση δυνατότητα καθενός να συμμετέχει στη δημόσια σφαίρα και να τη συνδιαμορφώνει (σ. 154/5).
Ο Παπασπύρου είναι επιφυλακτικός απέναντι στην αρχή της δημόσιας αυτονομίας και τη θεμελιώδη λειτουργία με την οποία αυτή επιφορτίζεται. Και η επιφύλαξή του είναι βάσιμη: η δημόσια αυτονομία μπορεί να νοηθεί ως αντίθετη με την ηθική αυτονομία ενός προσώπου ή προσωπική αυτονομία ενός ατόμου και έτσι να λειτουργήσει πατερναλιστικά. Για τον λόγο αυτόν προκρίνει την ιδέα της εκ μέρους ελευθέρων και ίσων πολιτών αποδοχή ή καλύτερα αποδεξιμότητα κάποιων αντιλήψεων περί δικαιοσύνης. Αναγκαίος όρος μιας δίκαιης πολιτείας είναι, γράφει, «η άσκηση της πολιτικής εξουσίας να βασίζεται σε λόγους τους οποίους θα αποδέχονταν ίσοι και ελεύθεροι πολίτες» (σ. 157).
Η λύση που προτείνει ο σ. είναι ενδιαφέρουσα. Ωστόσο αφήνει ένα κενό: το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι δεν δικαιολογείται η προσφυγή στην κρίση ίσων και ελευθέρων πολιτών (: η ισότητα και η ελευθερία είναι τόσο θεμελιώδεις αξίες ώστε θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι περιβάλλονται από την αχλή της πρωταξίας και της αυταξίας). Το πρόβλημα είναι άλλο: αρκεί η συναίνεση ή η δυνατότητα συναίνεσης ως προς τα θέματα της δίκαιης συγκρότησης της πολιτείας; Η αποτίμηση του βαθμού δικαιοσύνης μιας πολιτείας είναι, απλώς ή κυρίως, ζήτημα διαδικασίας, της σύμπτωσης, ενδεχομένως και μετά από διαβούλευση, αντιλήψεων περί δικαιοσύνης; Ο αντίλογος του σ. θα ήταν ότι δεν αρκεί η οιαδήποτε συναίνεση, δεδομένου ότι όρος μιας τέτοιας διαδικασίας είναι η συμμετοχή σε αυτήν ίσων και ελευθέρων πολιτών. Το ερώτημα όμως επιμένει: αρκεί η πλήρωση του όρου αυτού προκειμένου να είναι δίκαιη η πολιτεία την ανάγκη ίδρυσης της οποίας οι ελεύθεροι και ίσοι πολίτες ενστερνίζονται;
6.Ξεκινώντας αναφέρθηκα στην τάση ώσμωσης της φιλοσοφίας του δικαίου με κλάδους της νομικής δογματικής. Ένας πιθανός λόγος αυτής της εξέλιξης είναι η ανάγκη να στοχασθούμε πάνω στα θεμέλια της κοινής ζωής μας και του δικαίου. Μια ανάγκη που γίνεται πιο αισθητή όσο δυναμώνουν οι φωνές αμφισβήτησης του κράτους δικαίου εκ των ένδον. Φωνές που ηχούν εδώ και καιρό (αν ποτέ σίγησαν) στη χώρα μας. Η αυτογνωσία είναι συνεπώς απαραίτητη. Ιδίως αν, όπως στο βιβλίο του Νίκου Παπασπύρου, έχει δημιουργικό χαρακτήρα και διαπνέεται από βαθιά εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του λόγου και παράλληλα επίγνωση των εμποδίων που αυτές συναντούν.
[1] Κυκλοφορεί από τον οίκο Hart Publishing (Oxford και Portland, 2018).
[2] Βλ. όμως και για την απόσταση που παίρνει από αυτό σ. 127.
[3] Το ότι μπορεί η ύπαρξη λόγων να αποτελεί διαπίστωση γεννά μια σειρά από περαιτέρω απορίες, στις οποίες δεν επεκτείνομαι στο σημείωμα αυτό.
[4] Η κατασκευαστική υφή της θεωρητικής πρότασης του σ. δεν με απασχολεί εδώ καθόλου, παρά το μεγάλο ενδιαφέρον της.
[5] Η ακριβής φράση που χρησιμοποιεί είναι «sailors in Neurath’s boat» δανειζόμενος τη μεταφορά που παραθέτει ο σπουδαίος λογικός θετικιστής για να αποδώσει τη σχέση της γνώσης με τα θεμέλιά της.
[6] Πρβλ. τη θέση του Robert Alexy, Theorie der juristischen Argumentation (Suhrkamp: FaM, 1983), σ. 263 επ.