Η βασική ιδέα του διεθνούς φήμης εγκληματολόγου Gregg Barak, εκδότη αυτού του βιβλίου, ήταν ότι σε όλο τον κόσμο, οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν αρκετά καλά για τα αδικήματα κατά του προσώπου και της περιουσίας, τα οποία στην πλειοψηφία τους διαπράττονται από φτωχούς και αδύναμους (powerless and poor). Αυτά τα αδικήματα καταγράφονται στις επίσημες στατιστικές των ανεπτυγμένων χωρών, καθώς επίσης στις στατιστικές διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών. Αντιθέτως, οι πιο επιβλαβείς μορφές αδικημάτων κατά του προσώπου και της περιουσίας που τελούνται συστηματικά από πλούσια άτομα, ισχυρές ομάδες, και από τα εθνικά κράτη ούτε μετρώνται συστηματικά από τις κρατικές υπηρεσίες, ούτε αναφέρονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επομένως, οι περισσότεροι πολίτες σε όλο τον κόσμο είναι λιγότερο πληροφορημένοι για τα "εγκλήματα των ισχυρών", αν και, σύμφωνα με τον Barak, από αυτά διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πέσουν θύματα, παρά από τα σε ατομικό επίπεδο διαπραττόμενα αδικήματα των "ανίσχυρων", δηλ. από τα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Η έρευνα σχετικά με τα εγκλήματα των ισχυρών συγκεντρώνει αρκετούς τομείς εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Το εν λόγω εγχειρίδιο προσφέρει μια ολοκληρωμένη, έγκυρη και καλά διαρθρωμένη σύνθεση αυτών των θεμάτων, εξηγώντας παράλληλα γιατί τα εγκλήματα των ισχυρών είναι τόσο δύσκολο να ελεγχθούν.
Το βιβλίο αποτελείται από εννέα μέρη και 38 κεφάλαια, περιέχει επίσης ευρετήριο όρων και ονομάτων. Κάθε μέρος αποτελείται από 3-4 κεφάλαια εκτός από το τελευταίο που περιλαμβάνει οκτώ.
Αφού προηγηθεί μια εκτεταμένη εισαγωγή (σελ. 1-35) με την προβληματική του θέματος και την συνοπτική περιγραφή του περιεχομένου του βιβλίου από τον Barak, ξεκινούν οι επιμέρους συμβολές.
Οι εργασίες του πρώτου μέρους (σελ. 37-85) εξετάζουν παράγοντες που προσδιορίζουν την κοινωνική κατασκευή των εγκλημάτων των ισχυρών από την οπτική του πολιτισμού και της ιδεολογίας.
Στο δεύτερο μέρος (σελ. 87-153) παρουσιάζονται εγκλήματα της παγκοσμιοποίησης, δηλ. αδικήματα τα οποία αποτελούν τη σύγχρονη πραγματικότητα του προηγμένου παγκόσμιου καπιταλισμού (π.χ. ληστρική εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών).
Το τρίτο μέρος (σελ. 155-207) περιλαμβάνει εγκλήματα επιχειρήσεων (εταιρικό έγκλημα, π.χ. υπόθεση Enron), και θέματα σχετικά με την ποινική τους ευθύνη.
Το τέταρτο μέρος (σελ. 209-261) αναφέρεται στα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος τόσο από την πλευρά των δραστών όσο και των θυμάτων (π.χ. εξόρυξη πετρελαίου ή φυσικού αερίου από πολυεθνικές).
Το πέμπτο μέρος (σελ. 263-301) είναι αφιερωμένο στα οικονομικά αδικήματα (π.χ. ασφαλιστικών εταιρειών), τα οποία οι συγγραφείς συνδέουν με την απορρύθμιση της αγοράς (π.χ. χρηματιστηριακές απάτες) και σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν στην επαναρρύθμισή της για την αποτροπή των κινδύνων.
Το έκτο μέρος (σελ. 303-360) αφορά τα κρατικά αδικήματα (state crimes) και είναι ένα από τα τρία μέρη του βιβλίου που το εξετάζουν. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο ήταν ο William Chambliss (1990: 184)[1] για να ξεχωρίσει και όχι να περιορίσει εκείνες τις "πράξεις που ορίζονται από τον νόμο ως εγκληματικές, οργανώνονται από το κράτος (state–organised) και διαπράττονται από κρατικούς αξιωματούχους κατά την άσκηση της εργασίας τους (job) ως εκπροσώπων του κράτους". To εν λόγω μέρος περιέχει ποικιλία μελετών, στις οποίες το κράτος έχει μια μορφή συμμετοχής ή απουσίας και δεν εντάσσονται στα δυο τμήματα που ακολουθούν. Τα άρθρα αφορούν για παράδειγμα, τα βασανιστήρια (Αργεντινή-Γαλλία), την έμφυλη βία και προσβολές από κρατικές στρατιωτικές ομάδες (Ιράκ) είτε σε περίοδο πολέμου ή ειρήνης, και defacto άσκηση κρατικής εξουσίας από το "παρακράτος" (Κολομβία).
Το επόμενο, έβδομο, μέρος (σελ. 361-397) του βιβλίου έχει τίτλο κρατικό-εταιρικό έγκλημα. Η ιδέα του κρατικού–εταιρικού εγκλήματος ανήκει στους Ronald Kramer και Ray Michalowski (1990: 3).[2] Κρατικά-εταιρικά εγκλήματα είναι "παράνομες ή κοινωνικά επιζήμιες ενέργειες που τελούνται όταν ένας ή περισσότεροι θεσμοί της πολιτικής διακυβέρνησης επιδιώκουν έναν στόχο σε άμεση συνεργασία με έναν ή περισσότερους θεσμούς της οικονομικής παραγωγής και διανομής". Το κεφάλαιο περιλαμβάνει παραδείγματα τέτοιων εγκλημάτων, όπως τη μόλυνση του κόλπου από Μεξικού από την BP και τις προσπάθειες που κατέβαλε η εταιρία και η κυβέρνηση των ΗΠΑ να αποκρύψουν την ευθύνη, την έκταση και τις συνέπειες της καταστροφής με διαφόρους τρόπους.
Το όγδοο μέρος (σελ. 399-440) αναφέρεται στα επαναλαμβανόμενα, υπό τύπον ρουτίνας, αδικήματα από το κράτος ή τους εκπροσώπους του, όπως η διαφθορά της αστυνομίας, η υπέρβαση εξουσίας (π.χ. πρακτικές παρακολούθησης πολιτών, ομάδων κ.λπ. από τις μυστικές υπηρεσίες), η πολιτική διαφορά (υπόθεση Siemens στην Ελλάδα), κ.ά.
Το ένατο μέρος (σελ. 441-536) αναφέρεται στις προσπάθειες και τα προβλήματα ελέγχου των εγκλημάτων των ισχυρών επί τη βάσει ορισμένων παραδειγμάτων (π.χ. γενοκτονίες, χρηματιστηριακές απάτες).
Η μελέτη των "εγκλημάτων των ισχυρών" ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 και μετά από διακοπή περίπου μιας δεκαετίας επανήλθε δυναμικά. Βασική αρχή όσων μελετούν τα εγκλήματα των ισχυρών πρέπει να είναι η εξέταση του αντικειμένου της έρευνάς τους παράλληλα με τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Δεν το πετυχαίνουν όμως αυτό πάντα: θεωρούν δεδομένες τις κυρίαρχες ιδεολογίες και εξετάζουν μέσα από αυτό το πρίσμα το αντικείμενό τους. "Κυρίαρχες ιδεολογίες" θεωρούνται "κοινά αποδεκτές ιδέες ή πεποιθήσεις που χρησιμεύουν για να δικαιολογήσουν τα συμφέροντα των κυρίαρχων ομάδων" (Giddens 1997: 583). [3] Το να αναλύει ο ειδικός τα ισχυρά συμφέροντα και να εξετάζει τα εγκλήματα των κυρίαρχων ομάδων δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοεί ή να υποτιμά εκείνα όσων θεωρούνται "μη κυρίαρχες" ομάδες.
Αν σκεφτεί κανείς ότι το 2013, για παράδειγμα, οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες είχαν τζίρο μόνο για το λαθρεμπόριο καπνού στην Ελλάδα 455 εκατ. ευρώ και στην ΕΕ28 9,373 δις ευρώ, τότε γιατί η οργανωμένη εγκληματική δράση λαθραίων προϊόντων, η εμπορία βρεφών, ανθρώπινων οργάνων, η παράνομη διακίνηση ανθρώπων κ.λπ., είναι λιγότερο σοβαρή από τα εγκλήματα λευκού κολάρου ή τις χρηματιστηριακές απάτες; Επομένως, η ισορροπία για τον ερευνητή είναι δύσκολη και ο κίνδυνος για όσους ασχολούνται υπαρκτός. Ο ρόλος εκείνων που μελετούν κοινωνικά φαινόμενα είναι να ψάχνουν παντού για ισχυρά συμφέροντα και κυρίαρχες ιδεολογίες οι οποίες μάλιστα παγιώνονται σε νόμους, από τα δίκτυα προστασίας των αδυνάτων και τους σταυροφόρους της πολιτικής ορθότητας, μέχρι τις πολυεθνικές. Το βιβλίο διατηρεί περίτεχνα την ισορροπία.
Gregg Barak (εκδ.)
Routledge: London, New York, 16/6/2015 – xx, 556 σελ.
ISBN 978-0-415-74126-2
Σειρά: Routledge International Handbooks
μτφ. Διεθνές εγχειρίδιο των εγκλημάτων των ισχυρών
[1] Chambliss, W. (1990). “State Organized Crime”, Criminology, 27 (2): 183–208.
[2] Kramer, R.C. & Michalowski, R. (1990). “Toward an Integrated Theory of State-Corporate Crime”, Paper presented at the American Society of Criminology Meeting, Baltimore, MD, November, 1990, σύμφωνα με Kramer, R.C. & Michalowski, R. (2007). “State-Corporate Crime and Criminological Inquiry”, International Handbook of White-Collar and Corporate Crime, Henry N. Pontell & Gilbert Geis (εκδ.), Springer: New York, 200-219 [208].
[3] Giddens, Α. (1997). Sociology, 3η έκδ., Polity Press: Cambridge.