Η πολιτική φιλόσοφος Wendy Brown, καθηγήτρια πολιτικών επιστημών και ρητορικής στο Πανεπιστήμιο Berkeley της California, είναι μια σημαντική μορφή της σύγχρονης κριτικής σκέψης στη Β. Αμερική, με σημαντικές συνεισφορές και στην κριτική προσέγγιση του λόγου του δικαίου. Ανήκει σε ό,τι μπορεί να ονομαστεί «συνδυαστικός» φεμινισμός, σε εκείνο δηλαδή το ρεύμα κριτικής σκέψης που έχοντας εγκαταλείψει οριστικά τις αυταπάτες του φιλελεύθερου φεμινισμού, προχωρά και πέρα από τον οξύ κριτικό λόγο των ριζοσπαστριών θεωρητικών του φεμινισμού, όπως η Catharine MacKinnon, εμπνεόμενο από πεδία προβληματισμού, όπως ο (νεο)μαρξισμός, οι μετααποικιακές σπουδές και η σκέψη της μετανεωτερικότητας. Έτσι, η Brown, με πνεύμα ανάλογα πολυσχιδές με αυτό της Judith Butler, αναδεικνύεται σε μια θεωρητικό ολκής. Χαρακτηριστικό δείγμα μιας τέτοιας σύνθετης κριτικής ανάλυσης με έντονο και το στοιχείο της κριτικής κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας αποτελεί π.χ. η πρόσφατη εκ μέρους της εκτενής ανάλυση των «περίφρακτων» κρατών, όσων δηλαδή υψώνουν τείχη απέναντι στο αίτημα του άλλου ανθρώπου και της «γυμνής ζωής» του, με αφορμή τις μεταναστευτικές ροές, προδίδοντας έτσι περισσότερο τη δομική ανασφάλειά τους, παρά επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία τους (βλ. αναλυτικά Wendy Brown, Walled States, Waning Sovereignty, Zone Books, 2014).
Στο υπό κρίση τώρα βιβλίο της, η συγγραφέας εξετάζει ένα άλλο πολύ κρίσιμο θέμα: τη διαλεκτική της αρχής της ανεκτικότητας, καίρια εκδοχή της πολιτικής ορθότητας και σήμα κατατεθέν της νομικο-πολιτικής ιδεολογίας των λεγόμενων «δυτικών δημοκρατιών». Η Brown τονίζει με έμφαση ότι η επίκληση της ανεκτικότητας επιδιώκει την εκ βάθρων απο-πολιτικοποίηση των αιτίων και των παραγόντων που δημιουργούν τις διαφορές εντός των «φιλελεύθερων» πολιτικών συντάξεων. Αναδεικνύει τον περί ανοχής λόγο ως λόγο κατ’ εξοχήν άσκησης εξουσίας, εμπνεόμενη σχετικά από τη φουκαλδιανή ανάλυση της «κυβερνητικότητας» (‘governmentality’), εκείνης δηλαδή της πλοκής γνώσης και εξουσίασης που δομεί και ελέγχει τα υποκείμενα, είτε αυτά κατανοούνται ως άτομα είτε ως πολιτικά ή κοινωνικά υποκείμενα. Η Brown θεωρεί ότι η ανεκτικότητα προβάλλει όπου η πολιτική εξουσία αδυνατεί να αφομοιώσει τη διαφορά (μέσα ιδίως από τα ιδεολογήματα της ισότητας ευκαιριών κλπ). Εκεί ακριβώς χρειάζεται την ανεκτικότητα εν είδει ανακωχής, στο πλαίσιο της οποίας η διαφορά αναγνωρίζεται ως μεγαλόψυχη παραχώρηση από τις εξουσιαστικές δομές, μια παραχώρηση που δεν παύει να υπογραμμίζει έμμεσα αλλά σαφώς την κατωτερότητα του διαφορετικού και την ανωτερότητα του ανεχόμενου, ο οποίος έτσι υφαρπάζει το ρόλο του φορέα οικουμενικών αξιών, που ο διαφορετικός (η γυναίκα, ο μειονοτικός, ο μη δυτικός) αδυνατεί ακόμη να φθάσει και ως εκ τούτου αποκλίνει από αυτές. (Κεφάλαια 1-3). Στο 4ο Κεφάλαιο η συγγραφέας, αναλύοντας επί μακρόν τη λειτουργία του Μουσείου Ανοχής στο Los Angeles, που ιδρύθηκε το 1993 από το Κέντρο Simon Wiesenthal, παρουσιάζει με εξαντλητική λεπτομέρεια τον υποβλητικό τρόπο παρουσίασης του ρατσισμού γενικά και ειδικά του αντισημιτισμού, ώστε να δημιουργείται μια βραχυκυκλωτική σύναψη του τελευταίου με την κριτική στο κράτος του Ισραήλ αφ’ ενός και αφ’ ετέρου να συντηρείται μια πολιτικά επιλεκτική μνήμη των διακρίσεων. Η κριτική της Brown δεν αμφισβητεί ασφαλώς ούτε κατ’ ελάχιστον την ανεπανάληπτη τερατωδία του ναζισμού, ο λόγος της ασκεί κριτική σε μια ορισμένη μορφή ηθικο-πολιτικού «διδακτισμού». Τέλος, στα δύο τελευταία Κεφάλαια του βιβλίου, η Brown αναδεικνύει την πολιτισμική διάσταση του λόγου της ανοχής στη διαφορά, με την οποία ενισχύεται η απο-πολιτικοποίηση που ο λόγος αυτός επιτελεί. Η παρουσίαση του διαφορετικού ως θύματος ενός πολιτισμικού όλου, που στηλιτεύεται ως εκ των προτέρων καταπιεστικό και ανελεύθερο, ιδίως με παράδειγμα τις γυναίκες μουσουλμάνες, αγνοεί, κατά τη συγγραφέα, αντίστοιχες δομές του φιλελεύθερου καπιταλιστικού κράτους, που χωρίς να παίρνουν μορφή ανοικτού καταναγκασμού, ποδηγετούν ωστόσο με καθόλου λιγότερη ένταση την πραγματική προσωπική επιλογή τρόπου ζωής. Η συγγραφέας προβαίνει σχετικά σε μια εκτενή ανάλυση της πειθαναγκαστικής απεύθυνσης μηνυμάτων και «εντολών» σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο ζωής των γυναικών, από τη σεξιστική επίδειξη του γυμνού σώματος έως τις σωματικές αλλοιώσεις των «αισθητικών» επεμβάσεων. Η ανεκτικότητα γίνεται λοιπόν ο πολιτικός τρόπος εξουσίασης του «φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού» (‘liberal imperialism’), όπως η Brown αποκαλεί το υστερονεωτερικό παγκοσμιοποιημένο ψευδο-δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς. Κάτω από τη φενάκη της επιλογής κρύβεται η ίδια ιδεολογική συσκότιση που προκαλεί η ταύτιση της πολιτικής ελευθερίας με τις «εκλογές» (σελ. 196). Υποβιβάζοντας την ελευθερία σε α-πολίτικες επιλογές και στην ολική εκνομίκευση σημαντικών -πολιτικά και υπαρξιακά- διακυβευμάτων, ένα πέλαγος κοινωνικών εξουσιών που υποτάσσουν τα πρόσωπα με την ίδια τουλάχιστον αποτελεσματικότητα (“a sea of social powers nearly as coercive as law, and certainly as effective in producing subjectivated subjects”), απελευθερώνεται και, απενοχοποιούμενο, καθίσταται αθέατο (βλ. π.χ. σελ. 197).
Και φυσικά, δεν εκφεύγει της προσοχής της Brown η αναμενόμενη τετριμμένη ένσταση, ότι δηλαδή η ανεκτικότητα είναι προτιμητέα της βίας. Η συγγραφέας θα απαντήσει με ολοκάθαρη σαφήνεια: είναι ακριβώς η παγκόσμιας εμβέλειας, ολοκληρωτική και γεωπολιτικά βίαιη χειρονομία μαζικής κατεξουσίασης που ο λόγος της ανεκτικότητας εκλογικεύει και (ανεξάρτητα από ατομικές προθέσεις τελικά) ωραιοποιεί. Η ανεκτικότητα, προσφερόμενη ή αποσυρόμενη κατά τις ανάγκες του συστήματος, καταδεικνύει τον «άλλο» ως βάρβαρο, επικίνδυνο και έτσι άξιο βίαιης μεταχείρισης. Με τη λαθραία αυτή υφαρπαγή του ρόλου ενός οικουμενικού κριτή, ο Δυτικός (νεο)φιλελεύθερος εξουσιαστικός μηχανισμός επιχειρεί να αποκρύψει την δική του πολιτική και πολιτισμική μονομέρεια.