Rembrandt, Μάθημα Ανατομίας Dr. Tulp
Ηανάλυση της σκηνής του εγκλήματος απαιτεί μια πολυεπιστημονική προσέγγιση, η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να απαντηθούν κρίσιμα ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τον εντοπισμό και την ταυτοποίηση του δράστη, τον τόπο και το χρόνο εγκλήματος αλλά και το κίνητρό του. Οι αρχές και η μεθοδολογία ποικίλων επιστημών, όπως η βαλλιστική, η βιολογία, η ιατροδικαστική, η ψυχολογία/ψυχιατρική κ.α., τίθενται είτε μεμονωμένα, είτε συνδυαστικά, στην υπηρεσία της διαλεύκανσης ενός εγκλήματος σε όλα τα στάδιά του, από την ταυτοποίηση του δράστη, έως την αξιολόγηση της ευθύνης του.
Ενδεικτική αυτής της πολυεπιστημονικής προσέγγισης είναι η υπόθεση της Kristi Anne Abrahams, η οποία αναλύεται στο παρόν τεύχος. Στην εν λόγω υπόθεση έλαβε χώρα η συνδυασμένη εφαρμογή των αρχών της ιατροδικαστικής («forensic pathology» ή «forensic medicine» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο), της ψυχιατρικής και της ιατροδικαστικής οδοντολογίας ως αυτοτελούς κλάδου (forensic odontology). Η τελευταία στηρίζεται στο εύρημα ότι τα δόντια κάθε ανθρώπου είναι, τρόπον τινά, όπως και στην περίπτωση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, η «υπογραφή» του. Για παράδειγμα, το σμάλτο που περιέχεται στα δόντια, λόγω του ιδιαίτερα ανθεκτικού χαρακτήρα του, δύναται να αντέξει περισσότερο σε ζεστό, ξηρό, υγρό ή άλλο περιβάλλον καθώς και σε καθεστώς αποσύνθεσης, σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο ιστό του ανθρώπινου σώματος. Ο παράγοντας της ανθεκτικότητας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα ανθρώπινα δόντια αποτελούν πηγή πυρηνικού και μιτοχονδριακού DNA, μπορεί να συνδράμει σε μεγάλο βαθμό στην ταυτοποίηση ανθρώπων σε υποθέσεις εξαφάνισης, ανθρωποκτονίας, κτλ.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, λεκτέα είναι τα εξής: Το πρωί της 1ης Αυγούστου 2010, η Kristi Anne Abrahams τηλεφώνησε στην αστυνομία δηλώνοντας την εξαφάνιση της εξάχρονης κόρης της Kiesha Weippeart. Υποστήριξε ότι η κόρη της έλειπε, ότι η μπροστινή πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή και ότι ο σύντροφός της είχε βγει να την αναζητήσει. Η αστυνομία ξεκίνησε σχετική έρευνα, χωρίς όμως να διαπιστωθούν ίχνη παραβίασης στην πόρτα του σπιτιού ή έστω κάποιες ενδείξεις ότι το θύμα περιπλανιόταν σε κοντινή απόσταση από αυτό. Την 21η Απριλίου 2011, κατεγράφησαν μυστικά από την αστυνομία συνομιλίες της κατηγορουμένης όπου παραδεχόταν ότι έφταιγε η ίδια για τον θάνατο της κόρης της. Πιο συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη σε αυτές τις συνομιλίες φέρεται να δηλώνει ότι δύο περίπου εβδομάδες πριν την εξαφάνιση, ήταν στο υπνοδωμάτιο της κόρης της και προσπαθώντας να την κάνει να φορέσει τις πυτζάμες της την έσπρωξε «ελαφρά» με το πόδι της. Η τελευταία, χτύπησε το κεφάλι της στην βάση του κρεββατιού και άρχισε να συμπεριφέρεται, κατά δήλωση της κατηγορουμένης, «περίεργα». Η κατηγορούμενη πήγε την κόρη της στο μπάνιο και προσπάθησε να την «ξυπνήσει» γιατί έκανε, όπως ανέφερε, «περίεργους θορύβους». Θεωρώντας ότι το πρωί θα νιώθει καλύτερα, δεν κάλεσε ασθενοφόρο, ούτε προέβη σε κάποια άλλη ενέργεια, βάζοντάς την για ύπνο. Το επόμενο πρωί όταν ξύπνησε με τον σύντροφό της, διεπίστωσαν ότι το θύμα δεν ανέπνεε.
Την ίδια μέρα, ο σύντροφος της κατηγορουμένης έβαλε το θύμα σε μια βαλίτσα και βγήκε από το σπίτι προκειμένου να βρει ένα μέρος για να το θάψουν. Τρεις περίπου ημέρες αργότερα (και ενώ η βαλίτσα είχε παραμείνει στο υπνοδωμάτιο του θύματος όλο αυτό το χρονικό διάστημα), το ζευγάρι κάλεσε ταξί μεταφέροντας την βαλίτσα σε μια θαμνώδη περιοχή στο Shalvey. Εκεί, αφού έκαψε πρώτα το σώμα του θύματος, το έθαψε, καίγοντας στην συνέχεια, σε κοντινή απόσταση, και την βαλίτσα, ενώ ταυτόχρονα η κατηγορούμενη έκαψε τα ρούχα και τα παπούτσια που φόραγε. Ο σύντροφος της κατηγορουμένης επέστρεψε την επόμενη μέρα στην ίδια τοποθεσία προκειμένου να βεβαιωθεί ότι όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο και δεν υπήρχαν εκκρεμότητες. Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι το ζευγάρι, προκειμένου να μην γίνει αντιληπτό, μεταμφιέστηκε, τηλεφώνησε σε εταιρία ταξί για τις διαδρομές από και προς την ως άνω τοποθεσία χρησιμοποιώντας ψευδή στοιχεία, ενώ στο τέλος πέταξε τις κάρτες SIM των κινητών τηλεφώνων από τα οποία έκανε τις κλήσεις.
Την 22α Απριλίου 2011, ήτοι περίπου οκτώ μήνες μετά από την δήλωση εξαφάνισης του θύματος και υπό το φως των καταγεγραμμένων από την αστυνομία συνομιλιών, η κατηγορούμενη και ο σύντροφός της συνελήφθησαν. Η αστυνομία ανακάλυψε στην τοποθεσία όπου το ζευγάρι έθαψε το θύμα σκελετικά υπολείμματα, δόντια και τούφες μαλλιών, ωστόσο, ο καθορισμός της αιτίας θανάτου στάθηκε αδύνατος αφενός λόγω του σταδίου αποσύνθεσης (είχαν παρέλθει ήδη οκτώ μήνες από την υποτιθέμενη εξαφάνιση), αφετέρου λόγω της μερικής καύσης του σώματος του θύματος. Στην πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης και των συνθηκών υπό τις οποίες διεπράχθη το έγκλημα συνέβαλλε η συνδυασμένη εφαρμογή αρχών της ιατροδικαστικης και της ιατροδικαστικής οδοντολογίας:
Ειδικότερα, η μετά θάνατον εξέταση του ιατροδικαστή κατέδειξε ότι, με βάση τα σκελετικά υπολείμματα, υπήρχαν πολλαπλά και επαναλαμβανόμενα τραύματα που είχαν επέλθει εβδομάδες, ίσως και μήνες πριν τον θάνατο του θύματος, αποτελώντας ενδείξεις σωματικής κακοποίησής του. Συγκεκριμένα, επρόκειτο περί τραυματισμών στην άνω γνάθο, ενός σοβαρού τραυματισμού στην κάτω αριστερή πλευρά του οστού της γνάθου, της καθυστερημένης επούλωσης ενός σοβαρού τραυματισμού στο δεξιό βρεγματικό οστό πάνω από το δεξί αυτί, της επούλωσης καταγμάτων των χαμηλότερων περιθωρίων των ρινικών οστών προκληθέντων από μεγάλη δύναμη, της καθυστερημένης επούλωσης τραυματισμών και στις δύο κλείδες, καθώς και της επούλωσης ενός κατάγματος του άνω δεξιού βραχιόνιου οστού προκληθέντος από έλξη ή συστροφή το οποίο είχε επέλθει δύο έως τέσσερις εβδομάδες πριν τον θάνατο. Κανένα από τα ανωτέρω τραύματα δεν είχε αντιμετωπίστεί ιατρικά.
Ωστόσο, παρά το ότι το ίδιο το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το ιστορικό των τραυματισμών αυτών καταδεικνύει μία κλιμάκωση ως προς την σοβαρότητά τους, ιδίως τους τελευταίους 18 μήνες της ζωής του θύματος, επειδή ακριβώς δεν μπόρεσε να διαπιστώσει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι ανωτέρω τραυματισμοί προκλήθηκαν στο θύμα από την μητέρα, δέχτηκε ότι ο μόνος αποδεδειγμένος και επιβεβαιωμένος προηγούμενος τραυματισμός του θύματος από την κατηγορούμενη ήταν ένα δάγκωμα στον ώμο που έλαβε χώρα την 4η Ιουλίου 2005. Το θύμα, τότε ηλικίας 15 μηνών, είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο Mt Druitt όπου παρέμεινε ένα βράδυ για παρακολούθηση, ενώ στη μητέρα αποδόθηκαν κατηγορίες για επίθεση προς τις οποίες ομολόγησε. Το παιδί μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο έμεινε προσωρινά με τον πατέρα του Christopher Weippeart (ο οποίος μετά το εν λόγω περιστατικό χώρισε με την κατηγορούμενη) και στην συνέχεια, την 23η Δεκεμβρίου 2006 επανήλθε στην κηδεμονία της τελευταίας μένοντας μαζί με εκείνη, τα υπόλοιπα παιδιά της και τον νυν σύντροφο-συνεργό της.
Πέρα από την ιατροδικαστική εξέταση του θύματος, έλαβε χώρα και η εξέτασή του από ειδικό οδοντολόγο, ο οποίος διεπίστωσε ότι η απώλεια του σμάλτου των δοντιών του ήταν συνεπής προς την ρωγμάτωσή τους. Η εν λόγω ρωγμάτωση ήταν πρόσφατη δεδομένου ότι οι άκρες των συγκεκριμένων δοντιών όπου εκείνη παρατηρήθηκε ήταν αιχμηρές, με αποτέλεσμα να τοποθετείται, χρονικά, το ανώτατο μέχρι τρεις ημέρες πριν τον θάνατο, ίσως και νωρίτερα. Το μοτίβο, δε, της κατανομής της ρωγμάτωσης των δοντιών υπεδείκνυε ότι έλαβε χώρα μια κίνηση δυνάμει της οποίας, κατά το κλείσιμο του στόματος, τα δόντια της κάτω γνάθου προσέκρουσαν με μεγάλη δύναμη στα δόντια της άνω γνάθου, το δε μέγεθος της ασκηθείσας δύναμης δεν υπάγεται στο σύνηθες πλαίσιο. Με άλλα λόγια, για να υφίσταται ρωγμάτωση δοντιών τόσο της άνω όσο και της κάτω γνάθου, θα έπρεπε να είχε ασκηθεί δύναμη όχι μόνο από μία αλλά από διαφορετικές κατευθύνσεις, άρα όχι μόνο ένα χτύπημα αλλά περισσότερα. Μάλιστα, ο πραγματογνώμονας παραλλήλισε την ασκηθείσα δύναμη για την επέλευση ενός τέτοιου τραυματισμού προς εκείνη ενός αθλητικού τραυματισμού ή ενός άλματος από ύψος με ακόλουθη την άσχημη πτώση στο έδαφος.
Η ως άνω πραγματογνωμοσύνη υπήρξε καθοριστική για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, καθώς το Δικαστήριο, λαμβάνοντάς υπόψιν την τελευταία, έκρινε ότι ο κρίσιμος τραυματισμός που προκάλεσε η μητέρα του θύματος ήταν πολύ πιο σοβαρός από ένα απλό «σπρώξιμο με το πόδι» όπως η τελευταία υποστήριξε. Στη διαπίστωση αυτή κατέτεινε η κατάθεση του πραγματογνώμονα ότι για να προκληθεί η προαναφερθείσα ρωγμάτωση στα δόντια πρέπει να ασκηθεί μεγάλη και επανειλημμένη δύναμη στο κεφάλι, άρα και να επέλθουν άνω του ενός χτυπήματα. Τέλος, στο σπίτι του θύματος ανευρέθησαν ποσότητες αίματος με το δικό του DNA (όπως προέκυψε από μεταγενέστερη ταυτοποίηση) και πιο συγκεκριμένα στο στρώμα, στην κουβέρτα και στην πόρτα του υπνοδωματίου του, στον τοίχο άλλης κρεβατοκάμαρας, σε ένα χαλί στη τραπεζαρία και σε μια πολυθρόνα.
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω ευρήματα, πρέπει να επισημανθούν και τα αποτελέσματα της πραγματογνωμοσύνης που διεξήχθη από κλινικό ψυχολόγο στο πλαίσιο της αξιολόγησης του ψυχολογικού υπόβαθρου της κατηγορουμένης, ήτοι της εκτίμησης της προσωπικότητάς της αλλά και των παραγόντων που την οδήγησαν στην τέλεση του εν λόγω εγκλήματος. Ο τελευταίος συνέδραμε αποφασιστικά στην σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ της, καθώς είχε προβεί σε αντίστοιχη αξιολόγησή της στην ηλικία των έντεκα ετών, ήτοι μετά τον θάνατο της μητέρας της τον Ιούνιο του 1994 και αργότερα τον Μάιο του 1997 στην ηλικία των περίπου δεκατεσσάρων ετών όταν η επιμέλεια της κατηγορουμένης και του αδερφού της είχαν περιέλθει στο κράτος. Ειδικότερα, κατά την πρώτη εξέταση, ο ειδικός είχε αποφανθεί ότι η κατηγορούμενη, δεδομένου του νεαρού της ηλικίας της, κακώς ήταν επιφορτισμένη σε τέτοιο βαθμό με την ευθύνη φροντίδας της μητέρας της (η τελευταία έπασχε από επιληψία), καθώς σε συνδυασμό με την ελαφριά νοητική της υστέρηση θα μπορούσε να σχηματίσει την αντίληψη ότι εκείνη ευθυνόταν για τον θάνατό της, κατηγορώντας έτσι τον εαυτό της. Όντως, η κατηγορούμενη βρισκόταν σε καθεστώς άρνησης, υποφέροντας από σοβαρό άγχος, διαταραχές ύπνου, ενώ εμφάνισε προβλήματα και στις σχολικές της επιδόσεις λόγω του ασταθούς περιβάλλοντός της, τελώντας σε συνεχή ανασφάλεια ως προς το ενδεχόμενο τοποθέτησής της σε κάποια ανάδοχη οικογένεια.
Κατά την διάρκεια της δεύτερης εξέτασης, η κατηγορούμενη, πλέον δεκατεσσάρων ετών, είχε περιέλθει μαζί με τον μικρότερο αδελφό της στην ευθύνη του κράτους. Εξακολουθούσε να νιώθει ενοχές για τον θάνατο της μητέρας της, ενώ η σχέση της με τον αδερφό της ήταν δύσκολη, καθώς από την μια πλευρά ένιωθε ότι έπρεπε να τον φροντίζει και να τον προστατεύει, από την άλλη όμως ένιωθε ότι μπορεί ο τελευταίος να αποτελεί για εκείνη εμπόδιο ως προς την τοποθέτησή της σε κάποια ανάδοχη οικογένεια που τόσο επιθυμούσε (και εκείνος είχε εκδηλώσει στο μεταξύ προβλήματα συμπεριφοράς). Επιπλέον, βίωνε συναισθήματα συναισθηματικής στέρησης, μοναξιάς καθώς και αδυναμία να δεθεί συναισθηματικά με άλλα άτομα, καταφεύγοντας στο φαγητό με αποτέλεσμα να καταστεί υπέρβαρη. Συμπερασματικά, όπως κατέληγε και η αντίστοιχη αξιολόγηση, αντί ψυχιατρικής θεραπείας, η οποία δεν θα παρήγαγε ικανοποιητικά αποτελέσματα λόγω του ότι η κατηγορούμενη θεωρούσε τις συζητήσεις για τα συναισθήματά της λίαν παρεμβατικές και αγχωτικές, καλύτερη λύση θα ήταν «η τοποθέτησή της σε μια ανάδοχη οικογένεια που θα της προσέφερε την συναισθηματική φροντίδα την οποία η ίδια απεγνωσμένα αναζητούσε εδώ και χρόνια». Παρά την ανωτέρω σύσταση, η κατηγορούμενη δεν τοποθετήθηκε σε κάποια ανάδοχη οικογένεια αλλά παρέμεινε στην ευθύνη του κράτους μέχρι τα δεκαέξι της χρόνια όπου μεταφέρθηκε σε οικοτροφείο θηλέων.
Η τρίτη αξιολόγηση της κατηγορουμένης έλαβε χώρα τον Μάιο του 2013, ήτοι πριν την ακροαματική διαδικασία, όπου και πάλι διεπιστώθη η νοητική της υστέρηση «η οποία, αναμενόμενα, θα μπορούσε να περιορίσει την ικανότητά της να αξιολογεί και να λειτουργεί υπό καθεστώς πιεστικών καταστάσεων». Ακριβώς επειδή οι συναισθηματικές της ανάγκες δεν είχαν στο μεταξύ καλυφθεί και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετώπιζε υπήρχε «το ενδεχόμενο να δυσκολεύεται να βάζει τις ανάγκες των παιδιών της πάνω από τις δικές της ανάγκες». Αναφορικά με το καθεστώς της ενδοοικογενειακής βίας το οποίο και η ίδια η κατηγορούμενη βίωσε ως παιδί και το οποίο ειδικότερα θα αναλυθεί στη συνέχεια, η έκθεση ενός παιδιού στην βία μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην άναπτυξή του, στην συμπεριφορά και τις αξίες του. Δύναται, με αυτή την έννοια, να έχει αρνητικό αντίκτυπο και στην μεταγενέστερη συμπεριφορά του ως γονέα λόγω υποβόσκουσας οργής που μπορεί να εξωτερικευθεί με αποδέκτη το παιδί του. Η πραγματογνωμοσύνη κατέληγε στο ότι «εάν τελικά στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη υφισταμένης, ενδοοικογενειακής βίας, η κατηγορούμενη δεν ήταν σε θέση να ασκήσει επαρκώς τα γονικά της καθήκοντα ούτε να ελέγξει την δική της συμπεριφορά, άρα δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει και την επιθετικότητά της απέναντι στα παιδιά της».
Ιδιάζοντος αποδεικτικού βάρους ήταν μια επιστολή που προσκομίσθηκε κατά την συζήτηση της υπόθεσης, υπογεγραμμένη από ένα μέλος της οικογένειας της κατηγορουμένης, η οποία περιέγραφε το οικογενειακό υπόβαθρό της κατά τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής της. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συνθηκών υπό τις οποίες η κατηγορούμενη μεγάλωσε και οι οποίες αναπόφευκτα διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξή της ως γονέα ήταν οι εξής: Η υπέρμετρη βία που ασκούσε ο πατέρας της με αποδέκτες εκείνη και την μητέρα της, η έλλειψη συναισθηματικού δεσμού της κατηγορούμενης με την μητέρα της λόγω της ανωτέρω βίας, η «αδυναμία» της μητέρας προς τον μικρότερο γιο της-αδερφό της κατηγορουμένης, η φτώχεια, το καθεστώς ασταθούς εκπαίδευσης λόγω, μεταξύ άλλων, των συνεχών μετακινήσεων και τέλος η ίδια η αρρώστια της μητέρας της κατηγορουμένης (επιληψία), δεδομένου ότι η κατηγορούμενη ήταν εκείνη που βρήκε την μητέρα της νεκρή. Μετά τον ανωτέρω θάνατο, ζητήθηκε από την κατηγορούμενη (τότε περίπου έντεκα ετών), στο πλαίσιο των νομικών διαδικασιών για να περιέλθει στην ευθύνη του κράτους, να γράψει όποιες τυχόν αναμνήσεις είχε αναφορικά με την βία που άσκησε ο πατέρας της εις βάρος εκείνης ή της μητέρας της. Στο δισέλιδο αυτό γράμμα, συνημμένο στην προαναφερθείσα επιστολή, η κατηγορούμενη είχε γράψει με τον δικό της γραφικό χαρακτήρα τα κάτωθι: «1) όταν ο μπαμπάς μου κλώτσησε την μητέρα μου στο κεφάλι, 2) όταν της έδωσε μπουνιά στην μύτη και της την έσπασε, 3) όταν η μαμά μου πήγε για δουλειά και ο μπαμπάς με πρόσεχε και όταν γύρισε η μαμά είχα μελανιές, 4) όταν ο μπαμπάς κλώτσησε την μαμά στην κοιλιά πολύ δυνατά, 5) όταν ο μπαμπάς χτύπησε την μαμά στο στόμα και της πρήστηκε το στόμα, 6) όταν πήγα στο σχολείο και έπεσα και μετά γυρίζοντας σπίτι ο μπαμπάς με κλώτσησε στο πόδι μου που πόναγε πολύ».
Το Δικαστήριο ύστερα από την ανάγνωση των εγγράφων και την κατάθεση των πραγματογνωμόνων, κατέληξε στο ότι η κατηγορούμενη δεν είχε κίνητρο, ούτε είχε προσχεδιάσει τον θάνατο του παιδιού της, ενώ δεν τελούσε υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών. Δεν ανευρέθη κάποιο φονικό όπλο που να χρησιμοποιήθηκε από εκείνη, ούτε υφίστανται άμεσες αποδείξεις που να θεμελιώνουν ανθρωποκτόνο δόλο παρά την παρουσία αποδείξεων κακοποίησης για μια εκτεταμένη περίοδο πριν τον θάνατο του θύματος, χωρίς όμως οι τελευταίες να σχετίζονται άμεσα με αυτόν. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι ο θάνατος του θύματος ήταν αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης και εκτός ελέγχου πράξεως βίας της κατηγορουμένης, τελούσας σε πλήρη αντίθεση με την υποχρέωσή της, στο πλαίσιο άσκησης της γονικής μέριμνας, να το προστατεύει. Επιπλέον, απέρριψε τον ισχυρισμό της περί «ελαφρού σπρωξίματος», εκτιμώντας ότι επίθεση τέτοιας σφοδρότητας σε βάρος ενός εξάχρονου παιδιού είναι συμβατή με την πρόθεση πρόκλησης τουλάχιστον σοβαρού τραυματισμού.
Ωστόσο, οι τραγικές εμπειρίες της κατηγορουμένης ως θύματος βίας κατά την παιδική της ηλικία, ο θάνατος της μητέρας της, καθώς και η μακρόχρονη παραμονή της στην ευθύνη του κράτους με όλες τις προβληματικές και ψυχοφθόρες διαδικασίες που εκείνη συνεπάγεται, συνετέλεσαν στην διαμόρφωση της προβληματικής προσωπικότητάς της επηρεάζοντας και την ικανότητά της ως γονέα. Όπως εξάλλου προαναφέρθηκε, είχε καταγραφεί κατά την διάρκεια της αξιολόγησής της από τον κλινικό ψυχολόγο το ενδεχόμενο περιορισμού της ικανότητάς της να αξιολογεί και να λειτουργεί υπό καθεστώς πιεστικών καταστάσεων, ως εκ τούτου δεν ήταν επαρκώς εφοδιασμένη με τις ενδεδειγμένες ικανότητες που ο γονεïκός ρόλος απαιτεί.
Η συνολική ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην κατηγορούμενη ήταν εκείνη των είκοσι δύο ετών και έξι μηνών χωρίς δυνατότητα αναστολής για δεκαέξι έτη, ενώ θα μπορέσει να αιτηθεί την αποφυλάκισή της με αναστολή από την 22α Απριλίου 2027 και μετά. Στον δε σύντροφό της επιβλήθηκε η ανώτατη ποινή των δεκαέξι ετών χωρίς δυνατότητα αναστολής για δώδεκα έτη. Εξάλλου, η ίδια, εκτενέστατη, είκοσι τεσσάρων σελίδων δικαστική απόφαση, απεικονίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο το ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να ανταπεξέλθουν στα γονεïκά βάρη, αναγνωρίζοντας το προβληματικό οικογενειακό και ψυχολογικό υπόβαθρο της κατγορουμένης: «As anyone knows, the burdensome responsibilities of parenthood are not bestowed only upon those who are capable of meeting them. The offender was patently ill-equipped for the role and probably equally unable to recognize it»...
Συμπερασματικά, στην πλειοψηφία των εγκλημάτων, η αποσαφήνιση των συνθηκών υπό τις οποίες ένα έγκλημα τελέστηκε είναι αποτέλεσμα τόσο διεπιστημονικής έρευνας όσο και ερμηνείας. Η υπόθεση της Kristi Anne Abrahams είναι ενδεικτική ως προς την ανάγκη συνδρομής ποκίλων επιστημονικών κλάδων για τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος, τόσο στο στάδιο της ταυτοποίησης του δράστη, όσο και στην αξιολόγηση του κινήτρου και της ευθύνης του στο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και ηλεκτρονικοί σύνδεσμοι:
-Για το πλήρες κείμενο κείμενο της δικαστικής απόφασης: http://www.austlii.edu.au/cgi-bin/sinodisp/au/cases/nsw/NSWSC/2013/952
- Jamelle Wells, «Kristi Abrahams jailed for at least 16 years for murder of 6yo daughter Kiesha Weippeart», 19 Ιουλίου 2013, http://www.abc.net.au/news/2013-07-18/kristi-abrahams-sentenced-over-kiesha27s-murder/4827790
-Dhanya S. Rao, Im Ali, Rajeshwari G. Annigeri, «Bitemarks-A review», Journal of Dental Research and Review, 2016; (3)1:31-35
-David R. Senn, Richard A. Weems, «Manual of Forensic Odontology», fifth edition, CRC Press, 2013.