Ο συγγραφέας δομεί το έργο του πάνω στην περιγραφή της πολιτικής κρίσης (με φόντο την οικονομική καταστροφή της Γερμανίας από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και το αμερικανικό «κραχ» του ’29-’30), πάνω στον προϊόντα εκφυλισμό των θεσμών και πάνω στις αντανακλάσεις όλων αυτών στο συνταγματικό λόγο (σελ. 19-31). Η ανάγνωση προχωρά με ιστορικά εστιασμένο βήμα, διατρέχοντας το χρονικό διάστημα από τη θεμελίωση της Δημοκρατίας έως τον ‘Ermächtigungsgesetz’ και με γραφή καθηλωτική, ώστε να μην μπορείς να διακόψεις την ανάγνωση. Θα επισημάνω τα κυριότερα σημεία που αφορούν το πρίσμα ανάλυσης του βιβλίου που επιλέγω.
Στο Α’ κεφάλαιο κρίσιμη είναι η ανάλυση της διακοπής της κοινωνικοπολιτικής πράξης των συμβουλίων. Η λαϊκή εξουσία εκχωρείται στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και το ταξικό-πολιτικό υποκείμενο αφυδατώνεται από το νεφέλωμα «λαός» (σελ. 43-6). Ο «Συνασπισμός της Βαϊμάρης» που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του 1919 εισάγει τη γερμανική Δεξιά στην κυβέρνηση υπό τη στοργική σκέπη του SPD (σελ. 46-9). Στο Β΄ κεφάλαιο ο Κεσσόπουλος αναλύει υποδειγματικά τη συνταγματική ιδιομορφία της μεσοπολεμικής Γερμανίας ως προϊόν των υπόγειων τεκτονικών κινήσεων που ενεργοποιούνται από τους φορείς της άτυπης αλλά ουσιαστικής κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας (τις τράπεζες, τη γαιοκτησία, τις εξαθλιωμένες μάζες που αναζητούσαν «προστάτη»). Ο συγγραφέας εξετάζει έτσι τον Πρόεδρο του Ράϊχ ως αντίβαρο στο κοινοβούλιο με υπεροπλία απέναντί του, την αποδυνάμωση της κυβέρνησης και ένα σύστημα ‘checks and balancies’ χωρίς όμως την κοινωνικοπολιτική εκέινη ομοιογένεια που προϋποθέτει την ευόδωσή του και που ήταν ανύπαρκτη στη Γερμανία του Μεσοπολέμου (σελ. 50-60). Την υπεροπλία του Προέδρου εξετάζει ο συγγραφέας στο Γ’ κεφάλαιο. Με την δικαστικά ανέλεγκτη εγκαθίδρυση μιας συνταγματικής δικτατορίας επιδιώχθηκε η φαλκίδευση της Δημοκρατίας «για το καλό της». Καθώς η οικονομία παρουσίαζε κάποια σημεία ανάκαμψης, το εξάμβλωμα αυτό λειτούργησε υπό τις ευλογίες των θετικιστών ακώλυτα όλη τη δεκαετία του ’20 (σελ. 61-70). Με την κυβέρνηση Brüning εγκαθιδρύεται ένα δίκαιο της ανάγκης, στο πλαίσιο του οποίου μια σκληρή πολιτική λιτότητας κατά του δημοσιονομικού ελλείμματος επιβάλλεται με κανονιστικά έκτακτα διατάγματα, όποτε η Βουλή απέρριπτε νομοσχέδια με το ίδιο περιεχόμενο. Το Προεδρικό Καθεστώς (κυβέρνηση εξαιρετικής νομοθέτησης και φιμωμένη Βουλή) είναι γεγονός (Κεφάλαιο Δ’: σελ. 72-82).
Στο Ε’ κεφάλαιο ο συγγραφέας αναλύει εύστοχα τη διαδικασία πολιτικής απονομιμοποίησης του βαϊμαριανού καθεστώτος. Ο λαός στρέφει την πλάτη του στους εκπροσώπους του «συνταγματικού τόξου» ερωτοτροπώντας με τα πολιτικά άκρα. Η σύνθεση Realpolitik και σεβασμού του γράμματος του νόμου (ή του Συντάγματος), αποτυπωμένη στη συμφωνία κράτους και σοσιαλδημοκρατών του 1930 για αλλοίωση του πολιτεύματος, οδηγεί στην αυτοκατάργηση του κοινοβουλίου ως χώρου σύγκρουσης, πράγμα που θα πάρει στη συνέχεια μορφή οιονεί παρα-συνταγματικού «εθίμου» (σελ. 83-6). Εισάγοντάς μας στο κεφάλαιο ΣΤ’ (σελ. 87-97) ο συγγραφέας προκαταλαμβάνει την ερμηνεία όσων ακολουθούν τονίζοντας πολύ σωστά την ηθική και δικαιοπολιτική ευθύνη του SPD για την επιβολή μιας έκτακτης οικονομικής νομοθεσίας με σαφές ταξικό πρόσημο, τη σίγαση των πολιτικών αντιπαραθέσεων έστω και εντός του αντιπροσωπευτικού συστήματος και την ιδεολογική συντριβή των υπερμάχων της Δημοκρατίας (σελ. 87). Ο τρόμος «μην πέσει» ο Brüning έφτασε στο κατάντημα, το SPD να καταψηφίζει και δικές του προτάσεις νόμου (σελ. 92). Αλλά ο Brüning ασφαλώς και «θα πέσει» όταν τολμήσει να εισηγηθεί μέτρα που θα ανακούφιζαν τη λιμοκτονούσα και σε ηθική αποσύνθεση γερμανική κοινωνία, θίγουν όμως τους βιομήχανους και τη γαιοκτησία. Η απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος «α-πολίτικης πρόσληψης του Πολιτικού» με προνομιακό το κράτος έναντι της δημοκρατίας (όπως εύστοχα τα αποκαλεί αυτά όλα ο Κεσσόπουλος: σελ. 129) θα αποδειχτεί απρόσφορη. Εν τέλει, η παραίτηση Brüning τον Μάϊο του ’32 θα ανασύρει το μάταια απωθημένο από τους ιθύνοντες του καθεστώτος πολιτικό διακύβευμα: δικτατορία για τη διάσωση της δημοκρατίας ή τήρηση της διαδικασίας και παράδοση της δημοκρατίας στους θανάσιμους εχθρούς της; Το σμιτιανό ερώτημα αναδύεται και πάλι: Quis judicabit? Αν τη δικαιοπολιτική σύνταξη την ορίζει ο λαός, τότε το δίλημμα θα μπορούσε να αποδοθεί και ως εξής: με το σύστημα υπέρ της αστικής δημοκρατίας ή με το λαό εναντίον της; (Η’ κεφάλαιο: σελ. 124-33).
Προηγουμένως ο συγγραφέας έχει αναλύσει την ανάδυση του αντιθετικισμού στη συνταγματική θεωρία. Είναι η φάση της επιβολής του σμιτιανού λόγου κόντρα στην κελσενική αντίληψη, ιδίως σε σχέση με το ερώτημα περί του «Φύλακος του Συντάγματος», όπου οι λύσεις των δύο ανδρών θα τελέσουν σε πλήρη αντιστοιχία με τη δικαιοθεωρητική τους στάση. Για τον Carl Schmitt η προσφυγή στον πολιτικό Κυρίαρχο συνάγεται από τo «ισαρχέγονον» της έννοιας του Πολιτικού και αυτής του υπερθετικού Νόμου, για τον Kelsen το Συνταγματικό Δικαστήριο συνιστούσε την έσχατη απόπειρα απώθησης του Πολιτικού δια μέσου της εκνομίκευσης. Ο συγγραφέας καταγράφει την ιδεολογική νίκη της σμιτιανής άποψης, την επικράτησή της και εντός του λόγου των θετικιστών -π.χ. στους Anschütz και Jellinek (Ζ’ κεφάλαιο: σελ. 98-123)-. Ο Κεσσόπουλος θεωρεί όμως ότι η υπεράσπιση της απόκλισης από το γραπτό Σύνταγμα στηρίζεται στον Schmitt σε δύο λάθη, την επέκταση της έκτακτης νομοθέτησης και στην οικονομία και την υποκατάσταση του Συντάγματος από αυτό της Πρωσίας, τη θεμελίωση δηλαδή του παρασυνταγματικού εθίμου στη 10ετή πράξη του κρατιδίου και όχι στην μόλις τετραετή ανάλογη πράξη του von Hindenburg (σελ. 114-5).
Θα το έθετα ως εξής: η άποψη αυτή του συγγραφέα είναι ορθή, εάν και μόνον εάν δεχτούμε τη θετικιστική σκοπιά ανάλυσης ως a priori όρο εγκυρότητας της νομικής ερμηνείας. Πολύτιμες διοράσεις για τη φύση του Πολιτικού έχουν παρασχεθεί όμως σε πολύ μεγάλο βαθμό από εκπροσώπους του αντιθετικισμού. Ο συκοφαντημένος από τους ιδεολόγους του φιλελευθερισμού αντιθετικισμός ήταν μια πολυσχιδής σχολή σκέψης. Στο πρόσωπο του Hermann Heller βρήκε μάλιστα ένα εξαιρετικό εκπρόσωπο της δημοκρατίας με βάση την ελευθερία και την ισότητα πέρα από τη νομοκρατία (όπως και ο συγγραφέας ορθά αναφέρει: σελ. 33 σημ. 11), ένα πρόταγμα που αναδύεται στις μέρες μας ξανά στην έννοια της ‘egaliberté’ του Balibar.
Στα Κεφάλαια Θ’ και Ι’ αναλύεται η ίσως θλιβερότερη στιγμή της ιστορίας της Βαϊμάρης. Η κυβέρνηση ανδρεικέλων του von Papen θα επιχειρήσει να εξοβελίσει πλήρως το Πολιτικό από τη σκηνή, σε συνέργεια με τον von Hindenburg, στο όνομα μιας ξένης στη κοινωνία κυριαρχίας μιας πολιτικής ελίτ οργάνου των βιομηχάνων και των γαιοκτημόνων, εχθρικής στο κοινωνικό κράτος και φορέα πολιτιστικού σκοταδισμού. Η κίνηση επέφερε όμως τα αντίθετα αποτελέσματα. Το Πολιτικό εκδικήθηκε. Στις 31.7.1932 ο λαός, αντί να αποσυρθεί αυτός, απέσυρε τα ανδρείκελα. Τα «συνταγματικά» κόμματα καταποντίζονται, οι Ναζί θριαμβεύουν και οι κομμουνιστές ενισχύονται. Το Προεδρικό Καθεστώς θα επιχειρήσει τότε να προσφύγει δημοψηφισματικά στο λαό για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ακολουθώντας αναλύσεις των Schmitt και Johannes Heckel που συνηγορούσαν υπέρ της ανάληψης έκτακτης δράσης κατά παρέκκλιση του γράμματος και υπέρ του υπερθετικού πνεύματος του Συντάγματος. Οι αντίπαλοι του Καθεστώτος στη Βουλή επέμειναν στην τήρηση της διαδικασίας εναντίον των σχεδίων του Καθεστώτος, ενώ οι χαμένοι των εκλογών (το Νοέμβρη του ’32 μεσολάβησαν κι άλλες που δεν άλλαξαν ουσιωδώς την κατάσταση) προτίμησαν να ενδώσουν στους Ναζί ως τη φιλολαϊκότερη απειλή κατά της Δημοκρατίας έναντι του Προεδρικού Καθεστώτος και παράλληλα να απομονώσουν από κάθε πολιτικό διάλογο τους κομμουνιστές. Το Καθεστώς θα επιχειρήσει την αναβολή των δεύτερων εκλογών (με προσπάθειες του Υπουργού Άμυνας Kurt von Schleicher και του Schmitt), αλλά μπροστά στο φάσμα του εμφυλίου θα υπαναχωρήσει στη γραμμή: «εκπολιτίζοντας τους Ναζί», που ήδη όμως καθώς υποστηρίζονταν από τις οικονομικές ελίτ εμφανώς άρχισαν να περιφρονούν το Καθεστώς. Τούτο με καγκελάριο πλέον τον von Schleicher θα επιχειρήσει τη δημιουργία ενός «εγκάρσιου μετώπου» πολιτικών συμμαχιών για την αποτροπή της ανόδου του Hitler στην εξουσία (σελ. 136-95).
Στο κεφάλαιο ΙΑ’ ο Κεσσόπουλος μας εκθέτει τις κινήσεις ανεύρεσης συναινετικών λύσεων τόσο από τον καγκελάριο όσο και από τους μετριοπαθείς Ναζί (όπως στην περίπτωση του Gregor Strasser), το εγχείρημα προσεταιρισμού των συνδικάτων από τον von Schleicher και την τελική αντίθεση τόσο των ελίτ όσο και των σοσιαλδημοκρατών στις πρωτοβουλίες του καγκελαρίου (σελ. 196-211).
Εν συνεχεία, στα κεφάλαια ΙΒ’-ΙΓ’, κορυφώνονται όσα περιγράφηκαν από τον συγγραφέα προηγουμένως. Το «συνταγματικό τόξο» προτιμά ως μικρότερο κακό τους φιλολαϊκούς Ναζί και ο Αρχηγός του Ράϊχ θα αναγκαστεί να συνεννοηθεί με τον Hitler. Τα γεγονότα μέχρι την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Hitler περιγράφονται δραματικά από τον συγγραφέα που ορθά επισημαίνει το γεγονός ότι η επιλογή ανοχής στους Ναζί από το Κέντρο και τους σοσιαλδημοκράτες στηρίχθηκε στην αποθέωση της τυπικής νομιμότητας (σελ. 212-58). Στο πλαίσιο αυτό, ο συγγραφέας εντοπίζει έλλειψη ρεαλισμού στον Schmitt που διακρίνοντας μεταξύ νομιμότητας και νομιμοποίησης αφαιρέθηκε (κατά τον Κεσσόπουλο) από τις υπαρκτές κοινωνικές αναφορές που θα μπορούσε να έχει ένα εγχείρημα προσβολής του θετικού Συντάγματος υπέρ της διάσωσης του πολιτεύματος (σελ. 256). Θεωρώ πολύ αυστηρή αυτή την κρίση. Ο Schmitt αγωνίστηκε να σώσει ένα καθεστώς που αντιπαθούσε χάριν της αποτροπής της παράδοσης στις αιμοσταγείς συμμορίες των Ναζί. Δεν υπήρξε πολιτικός, μπορούσε μόνο να συμβουλεύει και το έπραξε ως την τελευταία στιγμή. Αυτοί που άνοιξαν την πόρτα στους Ναζί ήταν οι «μετριοπαθείς», «σοβαροί» και «νουνεχείς» φορείς του Κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας, όχι ο Schmitt. Η υφαρπαγή του Εξουσιοδοτικού Νόμου, η συνθηκολόγηση των κοινοβουλευτικών κομμάτων μπροστά στη βία των φαιοχιτώνων και ο εξωτερικός σεβασμός του Συντάγματος από τους Ναζί, κλείνουν το Δ’ Μέρος του βιβλίου (σελ. 259-81).
Και έρχομαι τώρα στο πολύ σημαντικό συμπέρασμα του συγγραφέα για τα αίτια της πτώσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Με ένα κελσενικό ‘tour de force’, ο Κεσσόπουλος θα ανεύρει τα αίτια αυτά στην «διαρκή», όπως λέει, «άρνηση του φιλοσοφικού θεμελίου της δημοκρατίας: του σχετικισμού» (σελ. 289 κ. επ.). Η άποψη αυτή «ακουμπά» και σε άλλους, που δεν αναφέρει ο συγγραφέας, π.χ. στον Radbruch, ιδίως τον πρώιμο. Όμως εδώ αναφύονται ερωτήματα που πρέπει να μας απασχολήσουν σοβαρά. Π.χ., δεν ήταν μια απόπειρα αντιρρόπησης του αντιθετικισμού αυτή που οδήγησε εκεί που οδήγησε, με τραγική ειρωνεία το σεβασμό του «γράμματος» του Συντάγματος και της θετικιστικής του ερμηνείας από τους άρπαγες της εξουσίας το 1933; Τα σημεία αυτά τα θίγει άλλωστε ο συγγραφέας ήδη από την αρχή: σελ. 35, 37). Είναι όντως το μάθημα της Βαϊμάρης η αποδοχή της αστικής δημοκρατίας ως μονόδρομου, όπως καταλήγει ο Ν. Αλιβιζάτος προλογίζοντας το βιβλίο (σελ. 18); Μήπως είναι η απώθηση/άρνηση του λόγου της κυριαρχίας ό,τι χαρακτηρίζει τους θετικιστές; Μήπως η απάντηση του διλήμματος «δημοκρατία ή ναζισμός» θα είχε δοθεί εάν ο πολιτικός φιλελευθερισμός, όπως εκπροσωπήθηκε από το Κέντρο και το SPD, δεν είχε υποσκάψει όλες τις προσπάθειες έσχατης σωτηρίας, έστω και παρασυνταγματικά; Και πόσο συνεκτική είναι η δικαιοπολιτική ανοχή στη φιλολαϊκή εκτροπή, όταν επί μια δεκαετία ο «λαός» είχε τεθεί στο πολιτικό περιθώριο και από το 1930 και στο περιθώριο της ίδιας της αντιπροσώπευσης από τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις; Γιατί να κατηγορηθούν για το Θηρίον όσοι προσπάθησαν να το σταματήσουν, όπως ο Schmitt (τον οποίο η μεταναζιστική Γερμανία ενερυθρίαστα «θυμήθηκε» όταν εισηγείτο το μοντέλο της «αξιόμαχης δημοκρατίας») και όχι αυτοί που χειραγώγησαν τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1918, που εξώθησαν στην ανταρσία και σφαγίασαν τους ίδιους τους τούς συντρόφους καταπνίγοντας την εξέγερση των σπαρτακιστών; Ο νομικός θετικισμός δεν υπήρξε λοιπόν υπηρεσία στη νομιμότητα, αλλά τρόπος άρνησης του Πολιτικού, τελικά παράδοση στο Θηρίον, όταν όλα τα «χαρτιά» είχαν «καεί» και ο μόνος τρόπος απόκρουσης του ναζισμού ήταν η συμπαράταξη με την κομμουνιστική Αριστερά και ο νικηφόρος εμφύλιος πόλεμος. Άλλωστε, αυτό τελικά συνέβη 12 χρόνια αργότερα. Με τη διαφορά ότι άλλοι ανέλαβαν το έργο, νικώντας εκείνοι στον ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο τον Μάϊο του 1945.
Κατά τούτο, η Βαϊμάρη αναδεικνύεται ως η ιστορικοπολιτικά πυκνότερη στιγμή της ύστερης νεωτερικότητας, ένα εμπειρικό απείκασμα του Λόγου της Ιστορίας εν σμικρώ, όπως θα το ήθελε ο Hegel. Η Βαϊμάρη αποκάλυψε ως «εν στάσει διαλεκτική εικόνα» (‘dialektisches Bild’), όπως θα έλεγε ο Benjamin, όλα όσα ακολούθησαν και όσα ακόμη και σήμερα ζούμε ως «ραψωδία» που ακολούθησε το Συμβάν.
Στον Αλέξανδρο αξίζουν συγχαρητήρια για το βιβλίο του αυτό, που ασφαλώς προοιωνίζεται ένα εξαιρετικό έργο στο μέλλον. Πέραν των «στυλιστικών» του αρετών, ιδίως της γλαφυρότητας της γραφής, για την οποία έγινε νύξη στην αρχή, αυτό που πρέπει να εξαρθεί είναι η υποδειγματική συνοχή των επιχειρημάτων, η πληρότητα της βιβλιογραφίας και η διεισδυτικότητα της ματιάς του συγγραφέα.