Ι. Ο Σπύρος Βλαχόπουλος και ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου μας προσφέρουν σε μία καλαίσθητη έκδοση σειρά μελετών για την εξέλιξη των συνταγματικών θεσμών στη χώρα μας κατά τον 20ο αιώνα. Το έργο οριοθετείται χρονικά από τις δύο μεγάλες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, την αναθεώρηση του 1911 και το Σύνταγμα του 1975. Ανάμεσά τους οι γκρίζες και μελανές σελίδες της κρίσης των συνταγματικών μας θεσμών. Το βιβλίο προλογίζει ο δάσκαλος όλων μας Νίκος Αλιβιζάτος, το έργο του οποίου αποτελεί σημείο αναφοράς των συγγραφέων σε πλείστα σημεία.
Το βιβλίο διακρίνεται για την προσεκτική, ισορροπημένη αλλά συνάμα και διεισδυτική προσέγγιση της συνταγματικής ιστορίας. Όπως τονίζουν οι συγγραφείς στην εισαγωγή του έργου, το Σύνταγμα δεν είναι μόνο σύνολο κανόνων, αλλά και θεσμικό φαινόμενο, μέρος του θεσμικού συστήματος μίας οργανωμένης ανθρώπινης κοινότητας. Αυτό έχει πολλαπλές συνέπειες για το μελετητή. Η κατανόηση της λειτουργίας του προϋποθέτει κατανόηση όχι μόνο των προβλέψεων, αλλά και του τρόπου εφαρμογής του. Παράλληλα, ενδιαφέρει η διάδραση με την υπόλοιπη κοινωνική και πολιτική δράση. Και εδώ, μας εξηγούν οι συγγραφείς, αναδεικνύονται οι όροι της λειτουργικότητάς του. Το Σύνταγμα πρέπει να παρέχει αδιαπραγμάτευτα όρια στην εξουσία, συνάμα όμως να επιτρέπει την εξέλιξη και την προσαρμοστικότητα (σελ. 17).
Οι συγγραφείς αναδεικνύουν με ενάργεια το ρόλο του συνταγματισμού στην πολιτική ιστορία του τόπου μας: τη διεκδίκηση Συντάγματος ως σταθεράς, αλλά και αντιδράσεως στις δυσκολίες οργάνωσης και νομιμοποίησης της εξουσίας στο νεοελληνικό κράτος, την πλαισίωση μίας μακράς παράδοσης κοινοβουλευτισμού στην οποία ο πολίτης είχε διαπαιδαγωγηθεί σε κουλτούρα εκλογικών αναμετρήσεων (σελ. 33), αλλά και τις πολιτισμικές βάσεις που απαιτούνται για τη διατήρησή του. Όπως επισημαίνουν, όταν «διαρραγεί η αποδοχή των κοινών κανόνων που συγκροτούν τον κοινοβουλευτισμό, είναι εξαιρετικά δύσκολη η επανεύρεσή της» (σελ. 22).
ΙΙ. Πώς διερράγησαν λοιπόν οι όροι αποδοχής της συνταγματικής κανονικότητας; Ο Σπύρος Βλαχόπουλος μας εξηγεί τις συνταγματικές πτυχές του Α΄ Εθνικού Διχασμού. Πρώτον, τη διάσταση σχετικά με το ρόλο του Στέμματος στον καθορισμό της στάσης της χώρας στον Μεγάλο Πόλεμο. Δεύτερον, τη διπλή διάλυση της Βουλής το 1915 με στόχευση να επιτευχθεί σύνθεση φιλική στις θέσεις του Στέμματος περί ουδετερότητας. Και στα δύο ζητήματα τάσσεται με τη Βενιζελική πλευρά: η αντίληψη του Στέμματος σχετικά με τη χάραξη εθνικής πολιτικής και η διπλή διάλυση της Βουλής για την ίδια αιτία έρχονταν σε αντίθεση με τη δημοκρατική αρχή (σελ. 140-141). Οι συνέπειες αυτού του διχασμού σε πολιτειακό επίπεδο έγιναν άμεσα ορατές στο επίπεδο των συνταγματικών δικαιωμάτων, με τον «κυνικό» τρόπο με τον οποίο αμφότερες οι παρατάξεις ανέστελλαν την ισχύ ατομικών δικαιωμάτων (σελ. 143).
Σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αναμετρηθεί με την αναθεωρητική ματιά του Ευάνθη Χατζηβασιλείου. Ο συγγραφέας εντοπίζει ως κρίσιμη στιγμή όχι τον αρχικό εξαναγκασμό του Βενιζέλου σε παραίτηση, αλλά την μη αποδοχή από το Βασιλέα του αποτελέσματος των πρώτων εκλογών. Ο συγγραφέας αμφιβάλει εάν αυτό εντασσόταν σε συστηματική προσπάθεια προαγωγής ενός αυτοκρατορικού μοντέλου κυβερνήσεως (σελ. 161) και αντιτάσσει ότι το κύριο αντικείμενο διαφωνίας ήταν οι διαφορετικές αντιλήψεις για τους όρους επιβίωσης του έθνους. Κατά το συγγραφέα, ο Κωνσταντίνος «ειλικρινά» πίστευε ότι η σύνταξη με τις δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης διακινδύνευε την επιβίωση του έθνους (σελ. 170) ενώ, αντίθετα, ο Βενιζέλος είχε πληρέστερη κατανόηση του διεθνούς συστήματος (σελ. 169).
Οπωσδήποτε ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε να θέσει πολιτειακό ζήτημα και ήταν οπαδός της εξέλιξης και όχι της ανατροπής. Και δεν αρνούμαστε ότι τίποτε νομοτελειακό δεν προδίκαζε την κλιμάκωση της κρίσης. Επομένως, αυτή η αναθεωρητική ματιά πράγματι οριοθετεί την προβολή στο 1915 δεδομένων και στάσεων που ανέκυψαν μεταγενέστερα. Ωστόσο, το μεν ζήτημα των προνομίων του Στέμματος δεν ήταν ένα καινοφανές ζήτημα το οποίο ανύποπτα ανέκυψε το πρώτον το 1915, αλλά πρέπει να ερμηνευθεί σε μία μακρά συνταγματική εξέλιξη, στην οποία η Ελλάδα του Γεωργίου, παρά τις ιδιαιτερότητες, σαφώς απέκλινε από το κεντροευρωπαϊκό μοντέλο – όπου σημειωτέον ίσχυε η μοναρχική αρχή. Περαιτέρω, ο Μεγάλος Πόλεμος, πέραν του γεωπολιτικού χαρακτήρα, και παρά φυσικά τις επιμέρους συμμαχίες (π.χ. με Τσαρική Ρωσία) αντανακλούσε και ορισμένη, πολιτισμικού χαρακτήρα διαφοροποίηση ανάμεσα στο κοινοβουλευτικό και το γραφειοκρατικό μοντέλο εκμοντερνισμού.
ΙΙΙ. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που διατρέχει τις επιμέρους μελέτες είναι η σύζευξη ανάμεσα στη μεταρρυθμιστική στιγμή του 1911 και τη θέσπιση το 1975 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο σηματοδότησε την υπέρβαση της παρατεταμένης κρίσης και έθεσε τις βάσεις πρωτόγνωρης πολιτειακής σταθερότητας στη χώρα μας (σελ. 34).
Ο Σπύρος Βλαχόπουλος μας θυμίζει ότι της θεσπίσεως νέου Συντάγματος προηγήθηκε το ν.δ. 59/1974 περί συστάσεως και επαναλειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Το διάταγμα νομιμοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα, θέτοντας ουσιαστικά τέλος στον Β’ Εθνικό Διχασμό. Πρόκειται για προϊόν της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προήλθε δηλαδή από τον «αστικό» πολιτικό κόσμο (σελ. 303). Περαιτέρω, ο συγγραφέας εξηγεί το ολοκληρωμένο πλαίσιο που το Σύνταγμα του 1975 παρέχει για την προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων και αναδεικνύει προς τούτο τη συμβολή του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πρόκειται για μία χρήσιμη υπόμνηση, η οποία αναδεικνύει τη συνταγματική παρακαταθήκη του κορυφαίου πολιτικού στη χώρα μας.
Εδώ λαμβάνει τη σκυτάλη ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου και αναδεικνύει με πειστικό τρόπο ορισμένες βαθύτερες συνέχειες με το φιλελεύθερο πρόγραμμα αστικής ολοκλήρωσης του Ελευθέριου Βενιζέλου: αμφότερα συνδύαζαν την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας με το σεβασμό στα αστικά δικαιώματα, εκλάμβαναν ότι ο εξορθολογισμός του κράτους προϋποθέτει υπέρβαση του πελατειακού συστήματος και των παρεμβάσεων της Αυλής και διακρίνονταν από την προσήλωση στο αγαθό της πολιτειακής σταθερότητας και την έμφαση στη μεταρρυθμιστική συνέχεια (σελ. 71 επ.).
Η σημασία αυτής της επισήμανσης δεν κινδυνεύει να υπερεκτιμηθεί. Έχουμε εθιστεί σε ένα κυρίαρχο αφήγημα το οποίο ερμηνεύει την πολιτική σύγκρουση με βάση τους όρους του Β΄ Εθνικού Διχασμού και τις δράσεις του μετεμφυλιακού κράτους. Αμφότεροι οι συγγραφείς μας εξηγούν τον αυταρχικό και συντηρητικό χαρακτήρα του μετεμφυλιακού καθεστώτος (σελ. 201) και την εξώθηση της χώρας σε ένα διακριτό από την εξέλιξη του δυτικού εκμοντερνισμού μονοπάτι (σελ. 217). Αυτή η εξέλιξη και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που τη συνόδευσαν έχουν επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτούμε πρόσωπα και ιστορικές στιγμές. Υπό αυτό το πρίσμα, παραγνωρίζουμε ότι τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όσο και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, τους συμβιβασμούς, και τις διαφορετικές κοινωνικές βάσεις που κατά καιρούς τους υποστήριζαν, μετέχουν στην αστική παράδοση εκμοντερνισμού. Η έμφαση που αποδίδουν εδώ οι συγγραφείς είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτη, αλλά βαθιά διδακτική.